Γεννήθηκε κάπως νωρίς ή μήπως αργά;
(Αφήγημα)
Λευκίμμη Κέρκυρας
2016
Συναντήθηκαν σε μια τάφρο, μια μέρα που έβρεχε βόμβες. Ήταν πλαγιασμένα δίπλα-δίπλα.
Άκουσε έναν παράξενο ήχο. Τον μιμήθηκε. Γύρισε το κεφαλάκι του και δίπλα του αντίκρυσε ένα πλασματάκι σαν κι εκείνον. Το κοίταξε στα μάτια κι ένα σκίρτημα τράνταξε το κορμάκι του.
Τι θέα ήταν αυτή; Κοίταξε προς τα πάνω και ανάμεσα στις φυλλωσιές των δένδρων που σκέπαζαν την τάφρο αντίκρυσε το ίδιο χρώμα. Ξανασκίρτησε πιο ανάλαφρα τώρα. Οι τρομεροί ήχοι είχαν σωπάσει και επικρατούσε ηρεμία. Μια παράξενη, ανεξήγητη σιωπή απλωνόταν γύρω του, μόνον κάτι ψίθυροι ακούγονταν δίχως να βγάζει κανείς νόημα.
Ξανακοίταξε το πλασματάκι που ήταν δίπλα του. Του χαμογέλασε. Αυτόματα τα χεράκια τους ενώθηκαν σαν σε χαιρετισμό. Άρχισαν να γελούν και τα δυο. Τι χαρά ήταν εκείνη, τόση χαρά, τέτοιο συναίσθημα δεν ένοιωθαν ούτε όταν κολυμπούσαν στον πλακούντα των μανάδων τους.
Κλωτσούσαν τα ποδαράκια τους σαν βατραχάκια και τα προσωπάκια τους έλαμπαν από χαρά.
-Νάτα μας, ακούστηκε μια φωνή. Έρωτες, έρωτες από τώρα;
-Να τα παντρέψουμε, ακούστηκε μια άλλη φωνή.
Τα μικρά σώπασαν για λίγο στους παράξενους ήχους που άκουγαν, αλλά σε λίγο άρχισαν πάλι τα γελάκια, λες και κατάλαβαν τι είπαν οι γονείς τους. Εκείνοι πάλι με τη σειρά τους ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια.
-Ησυχία, είπε κάποιος. Μη μας αντιληφθούν και μας βομβαρδίσουν.
Οι βομβαρδισμοί είχαν σταματήσει προ πολλού. Κανένας ήχος αεροπλάνου δεν ακουγόταν πια. Οι θαμώνες της τάφρου αναθάρρησαν.
-Λες να γυρίσουμε στα σπίτια μας, κυρ-Κώστα; Ρώτησε ο Αντώνης το γείτονά του.
-Λίγο επικίνδυνο, Αντώνη μου. Αλλά και πάλι πόσον καιρό θα καθίσουμε εδώ; Και τα μωρά; Οι λεχώνες; Θα αρρωστήσουν και θα πεθάνουν. Κάτι πρέπει να κάνουμε. Λέω, κατά τα μεσάνυχτα, να τυλίξουμε τα μωρά και τις λεχώνες με μια κουβέρτα και να πάμε στη μίνα, στο καταφύγιο. Εκεί θα είναι πιο ζεστά, πιο στεγνά από εδώ.
-Μα... είναι καλοκαίρι, είπε ο Αντώνης.
-Δεν αντιλέγω. Όσο νάναι, όμως, το βράδυ πέφτει δροσιά και δεν θα είναι καλό για τις γυναίκες και τα μωρά...
-Όπως νομίζεις κυρ-Κώστα. Θα κάνουμε ό,τι μας πεις εσύ. Είσαι πιο μυαλωμένος και μεγαλύτερος από μένα.
-Για κοίτα εκεί εκείνα τα δυο, τι χαρούλες κάνουν! Πού να ήξεραν τι κακό γίνεται στον κόσμο μ’αυτόν τον πόλεμο. Και πόσοι πεθαίνουν...
-Και πόσοι γεννιούνται, συμπλήρωσε ο Αντώνης.
-Αληθεια πώς θα ονοματίσετε το κοριτσάκι σας;
-Ειρήνη! Ειρήνη, μήπως και τελειώσει γρήγορα ο πόλεμος. Εσείς;
-Άρη.
-Άρη; Μα αυτός είναι ο θεός του πολέμου!
-Ναι, Άρη! Τον χρειαζόμαστε, γιατί τον θέλουμε με το μέρος μας, αν θέλουμε να νικήσουμε τους Γερμανούς!
-Γι’αυτό ο Βελουχιώτης βαφτίστηκε Άρης;
-Χρειάζεται κι αυτός. Ο Θεός μοναχός του τι να σου κάνει.
Ο μικρός Άρης δε χόρταινε να κοιτάζει μέσα στα μάτια της μικρής Ειρήνης σε σημείο τέτοιο που ξεχνούσε ακόμη και την πείνα του.
Όταν η μητέρα του τον έπαιρνε στον κόρφο της να τον βυζάξει, εκείνος έστριβε το κεφαλάκι του, προσπαθώντας να δει τα μάτια της Ειρήνης.
-Έλα, φάε, του έλεγε η μάνα του και θα σε ξαναβάλω δίπλα στη φιλενάδα σου.
Τα ίδια έκανε και η Ειρήνη, όταν τη θήλαζε η μητέρα της.
Έτσι οι δυο μικρομάνες αποφάσισαν να στέκονται σε τέτοια θέση όταν θα βύζαιναν τα παιδιά τους ούτως ώστε το ένα να βλέπει το άλλο.
-Πρέπει να βιαστούμε, ακούστηκε η φωνή του Αντώνη. Ακούγεται αχός αεροπλάνων. Έρχονται πάλι...
Τύλιξαν τα μωρά τους όσο καλά μπορούσαν και βγήκαν από την τράφο. Ο αχός ακουγόταν τώρα πιο έντονος.
Ο Κώστας έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό, μήπως και δει από πού έρχονται τα γερμανικά αεροπλάνα. Είδε το φεγγάρι που έλαμπε στον ουρανό και δίπλα του τον Αποσπερίτη.
«Τουλάχιστον δεν θα πέσουμε σε κανένα χαντάκι», συλλογίστηκε, «το λίγο φως του φεγγαριού θα μας βοηθάει να βλέπουμε πού πατάμε. Κάτι είναι κι αυτό.»
Ο βόμβος των αεροπλάνων όλο και πλησίαζε. Τα αεροπλάνα φαίνονταν λες και τ’αστέρια είχαν πέσει απ’το στερέωμα και ακουμπούσαν τα σπίτια της μικρής τους πόλης. Μόνο που τ’αστέρια έσπερναν φωτιά και θάνατο.
Οι βόμβες έπεφταν βροχή στα λιγοστά σπίτια που είχαν απομείνει όρθια από τον τελευταίο βομβαρδισμό και ισοπεδώθηκαν κι αυτά. Μαύροι καπνοί ανέβαιναν προς τον ουρανό. Ο αχός ξεμάκρυνε. Ο βομβαρδισμός σιγά-σιγά σταμάτησε. Μια νεκρική σιωπή απλώθηκε στην παλιά ερειπωμένη πόλη.
Οι περισσότεροι γέροντες και τα γυναικόπαιδα, οι λιγοστοί κάτοικοι, αγκαλιασμένοι μέσα στο καταφύγιο, αναρωτιώνταν γιατί οι Γερμανοί επέλεξαν να ισοπεδώσουν τη δική τους μικρή πόλη, το καμάρι τους. Ο καθένας τους έφερνε στο νου του τις ομορφιές της: την πλατεία με τον πλάτανο που μαζεύονταν σε κάθε τους κοινωνική εκδήλωση, στους γάμους, στις βαφτίσεις, στις Απόκριες, στις κηδείες, στα πάντα. Εκεί γίνονταν οι βραδινοί περίπατοι, οι συναυλίες της φιλαρμονικής.
Σε καμιά εκδήλωση δεν υπήρχαν προσκλήσεις. Όλοι ήταν καλεσμένοι! Την Κυριακή στη μικρή γραφική τους εκκλησία, ο παππάς ανακοίνωνε την επόμενη εκδήλωση και πάντοτε τελείωνε με τη φράση: «Να βρίσκεστε όλοι εκεί!»
Τώρα ο πλάτανος μισοκαμμένος στέκει πληγωμένος, αλλά όρθιος. Όσες βόμβες και να έπεσαν, δεν κατάφεραν να τον γκρεμίσουν. Στέκει όρθιος να συμβολίζει το πείσμα και τη λεβεντιά των κατοίκων.
-Αύριο, είπε ο Κώστας θα πάμε να μαζέψουμε ό,τι μπορούμε και θα πάμε να ζητιανέψουμε λίγη συμπόνοια από το διπλανό χωριό. Είμαι σίγουρος πως θα μας δεχθούν. Είναι καλοί άνθρωποι και θα καταλάβουν!
Ο ήλιος βρήκε τους κατοίκους της μικρής πόλης σκάβοντας στα ερείπια, συλλέγοντας ό,τι πίστευαν ότι θα φανεί χρήσιμο στη νέα τους κατοικία.
Μερικοί παρατήρησαν πως είναι άδικο ν’αφήσουν τα χωράφια τους και να φύγουν. Τώρα πια δεν θα ξαναβομβαρδίσουν. Δεν έμεινε τίποτε όρθιο πια.
-Και πού θα μείνουμε; Παρατήρησε ο Κώστας. Θα ζούμε στα λαγούμια σαν τα θηρία; Πόσο καιρό μπορούμε να μείνουμε στο καταφύγιο; Μια τρύπα στη γη είναι όλο κι όλο. Αν φύγουμε τώρα και μπορέσουμε να τακτοποιηθούμε κάπου, τότε εγώ και ο Αντώνης θα μπορέσουμε να πάμε στο βουνό να συνδράμουμε κι εμείς τους συντρόφους που πολεμάνε τον κατακτητή.
-Όχι, φώναξαν όλοι μαζί. Μη μας αφήσετε μόνους! Τι θα κάνουμε; Πώς θα ζούμε; Είμαστε γυναίκες, παιδιά, γέροι. Εσείς είστε οι μόνοι που θα μπορούσατε να μας προσέχεταε. Να φέρνετε λίγο φαγητό, λίγο νερό, λίγο γάλα για τα μωρά. Πού θα αφήσετε τις γυναίκες σας, μωρομάνες, και θα πάρετε τα βουνά!
Ο Κώστας με ηρεμία τους εξήγησε πως εκεί που θα πάνε είναι όλα οργανωμένα. Υπάρχουν συσσίτια και κανένας δεν θα πεινάσει. Θα έχετε ό,τι χρειαστείτε. Δεν έχουμε άλλη επιλογή, παρά να πάμε στο Αγγελόκαστρο.
Ο Άρης και η Ειρήνη μεγάλωναν μέρα με τη μέρα κάτω από δυσχερείς συνθήκες. Φυσικά δεν ένοιωθαν τίποτε από τον ψυχικό πόνο των γονιών τους. Ζούσαν στο δικό τους μικρό κόσμο. Ο Άρης κοίταζε μέσα στα γαλανά μάτια της Ειρήνης και αν ποτέ είχε δει τη θάλασσα, θα παρομοίαζε το χρώμα των ματιών της μ’αυτό της θάλασσας.Είχε δει, όμως, τον ουρανό. Και είχε ταυτίσει το χρώμα τ’ουρανού μ’αυτό των ματιών της Ειρήνης.
Όταν η μητέρα του έκανε τίποτε δουλειές έξω και τον είχε δεμένο στην πλάτη της, όλη την ώρα τον ουρανό κοιτούσε και χαμογελούσε, κουνώντας τα χεράκια του σε χαιρετισμό.
Αφού τακτοποιήθηκαν όλοι σε διάφορα σπίτια, ο Κώστας και ο Αντώνης σχεδίαζαν το φευγιό τους στο βουνό. Αφού πρώτα βεβαιώθηκαν πως οι γυναίκες τους και τα μωρά θα είχαν στη διάθεσή τους την αίθουσα εκδηλώσεων του δημοτικού σχολείου.
Έτσι την ημέρα, τουλάχιστον, θα είχαν παρέα τους λιγοστούς μαθητές, όταν θα ξανάνοιγαν τα σχολεία στην περίπτωση που θα χρειάζονταν κάτι και τα μωρά θα μεγάλωναν σε χαρούμενο περιβάλλον, αν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο σε καιρό πολέμου.
Λίγες μέρες πριν φύγουν για το βουνό ο Κώστας και ο Αντώνης έμαθαν το λόγο που η γερμανική αεροπορία ισοπέδωσε τη μικρή τους πόλη.
Ένας καταδότης μαρτύρησε στους Γερμανούς πως η ομάδα ανταρτών που είχε προκαλέσει την ανατίναξη της αυτοκινητοφάλαγγας πριν από τρεις εβδομάδες, ήταν συντοπίτης τους. Οι Γερμανοί, μην μπορώντας να στείλουν στρατό στη μικρή αυτή πόλη, φοβούμενοι ότι, ίσως, να μην τα καταφέρουν με το πεζικό τους να περάσουν τα φυσικά οχυρά της πόλης, αποφάσισαν το βομβαρδισμό και την ισοπέδωση της πόλης από αέρος.
Οι κάτοικοι του Αγγελόκαστρου τους υποδέχτηκαν με συμπόνοια, αλλά τους βασάνιζε ένας κρυφός φόβος, μήπως το μάθουν οι Γερμανοί και στείλουν και στο χωριό τους την αεροπορία. Το γεγονός που ο καταδότης είχε συλληφθεί και εκρατείτο αλυσοδεμένος από τους αγωνιστές του ΕΛΑΣ τους παρηγορούσε κάπως, αλλά όχι εντελώς. Ζούσαν καθημερινά με το φόβο. Σε κάθε βουητό αεροπλάνου έτρεχαν στα καταφύγια.
Ο Κώστας είπε στον Αντώνη ότι φεύγουν την επομένη. Για λόγους παραπλανητικούς θα επέστρεφαν στο χωριό τους κι από εκεί θα κατέβαιναν στη θάλασσα που απείχε μόλις δυο χιλιόμετρα, δήθεν πως πάνε για ψάρεμα. Το βράδυ θα κατηφόριζαν από τα δυτικά και με λίγη τύχη θα συναντούσαν τους πολεμιστές του ΕΛΑΣ.
Ήταν τέλη Αυγούστου 1943.
Οι δυο άνδρες φίλησαν τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Οι γυναίκες με δάκρυα στα μάτια και τα μωρά στην αγκαλιά έστεκαν όρθιες στην αυλή του σχολείου ώσπου οι σιλουέττες των ανδρών χάθηκαν στη στροφή του δρόμου.
Ο Άρης μια κοίταζε στα μάτια την Ειρήνη, μια τον ουρανό και χαμογελούσε στη φιλεναδίτσα του και εκείνη του ανταπέδιδε το χαμόγελό της το αγνό ανέμελα, αγνοώντας τη θλίψη που ένοιωθαν οι δυο μάνες τους, βλέποντας τους άντρες να φεύγουν για τον πόλεμο μη γνωρίζοντας αν θα τους ξαναδούν.
Η αυλή του σχολείου γέμισε ξανά παιδικές χαρούμενες φωνές. Πέρασε ένας χρόνος από τότε που ήρθαμε εδώ, σκέφτηκε η Ελένη η γυναίκα του Κώστα, ακούγοντας τις παιδικές φωνές. Και για μια στιγμή ξέχασε πως υπήρχε πόλεμος. Ξέχασε πως είχε έξι μήνες να μάθει νέα του άντρα της.
Ένα εύθυμο τραγούδι ήρθε στη σκέψη της, αλλά τη συνέφερε το κουδούνι που καλούσε τα παιδιά να μπουν στην τάξη. Κοίταξε προς την μεριά των μικρών τους παιδιών. Κοιμόντουσαν ήρεμα.
«Τυχερά μέσα στην ατυχία σας που γεννηθήκατε σε καιρό πολέμου. Τυχερά που δεν γνωρίζετε τι γίνεται γύρω σας», μουρμούρισε.
Ξημερώνει και βραδυάζει. Χειμωνιάζει και καλοκαιριάζει. Δεν περνάει μήνας, εβδομάδα, ημέρα που να μην ακουστεί και ενός ο θάνατος. Τα νέα, όμως, είναι παλιά, ενός μηνός, δύο μηνών, μερικές φορές τριών και τεσσάρων μηνών νέα...
Είδες τον Ανδρέα μου;
-Ναι, πριν τρεις μήνες πολεμούσαμε πλάι-πλάι.
Η Ελένη δεν τολμούσε να ρωτήσει για τον Κώστα της. Φοβόταν το παλιό νέο, φοβόταν το νέο νέο. Για τον Αντώνη ο πόλεμος τελείωσε: μια οβίδα του έκοψε το πόδι. Αναρρώνει στο νοσοκομείο. Όπου νάναι θα έρθει στο σπίτι. Στο σπίτι; Ναι, εδώ στην αίθουσα του σχολείου.
Ο Κώστας τι γίνεται; Έρχεται ο χειμώνας πάλι. Πώς θα ξεχειμωνιάσει στο βουνό; Πώς θα τα βγάλει πέρα με το τσουχτερό κρύο, με τα χιόνια;
-Μη στεναχωριέσαι, της λέει η Κατερίνα. Ο Αντώνης μου μου είπε, όταν πήγα στο νοσοκομείο να τον ιδώ πως όλοι οι αγωνιστές έχουν ζεστά ρούχα. Δεν μένουν συνεχώς στο βουνό. Παρακολουθούν τον εχθρό, τις κινήσεις του, για να χτυπούν τα καμιόνια και τα τραίνα, να ανατινάζουν γέφυρες και τέτοια. Δεν εμπλέκονται σε μάχες, όπως στον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο.
-Ναι, και μετά οι Γερμανοί μπαίνουν στα χωριά και εκτελούν γυναικόπαιδα και γέρους. Βομβαρδίζουν χωριά, άλλοτε καίνε σπαρτά και άλλοτε αρπάζουν τη σοδειά. Να ευχαριστούμε τους Αγγελοκαστρίτες που μας παρέχουν φαγητό και στέγη. Στις μεγαλουπόλεις, όπως Αθήνα, Πάτρα, Θεσσαλονίκη ο κόσμος εκεί που περπατάει, πέφτει και πεθαίνει. Εκεί που περιμένει στην ουρά για μια κουταλιά ψευτόσουπα, σωριάζεται νεκρός. Τα κάρα του Δήμου δεν προλαβαίνουν να μαζεύουν τους νεκρούς από τους δρόμους.
-Και τα έμαθες όλα αυτά σε μια μέρα που πήγες στο νοσοκομείο και είδες τον Αντώνη;
Σήμερα τι γίνεται; Χθες τι έγινε; Προχθές και παραπροχθές; Δεν ξέρουμε, δεν μιλάμε. Ανησυχούμε. Φοβόμαστε. Παρακαλούμε θεούς και αγίους να έχουν όλα τα παιδιά γερά!
Πάει καιρός που ο Ανώνης επέστρεψε στην αίθουσα εκδηλώσεων του δημοτικού σχολείου του Αγγελόκαστρου.
Ο Αντώνης που έφυγε για το βουνό με δυο πόδια και γύρισε με ένα και μισό. Από το γόνατο και κάτω το αριστερό πόδι του Αντώνη έλειπε.
Η γυναίκα του, βέβαια, ήταν χαρούμενη που τον είχε δίπλα της. Σακάτη, αλλά ζωντανό. Πώς, όμως, να ζήσουμε; Τώρα έχουμε τα συσσίτια και κουτσά-στραβά πορευόμαστε. Όταν, όμως, τελειώσει ο πόλεμος, όταν θα έρθει η Λευτεριά και θα πάμε πίσω στη μικρή μας πόλη, πώς θα δουλεύει τα λίγα κτήματα που έχουμε, με ένα πόδι; Γράμματα πολλά δεν ξέρει, δυο τάξεις του Γυμνασίου τέλειωσε, τέχνη δεν ξέρει και τη μόνη δουλειά που ήξερε ήταν να δουλεύει στα λιγοστά χωράφια ή να βοηθάει στην τράτα. Πώς, όμως, θα τα κάνει αυτά με ένα πόδι;
Καλά, δε λέω, ο Κώστας θα βοηθήσει. Αυτός είναι γαιοκτήμονας και έχει χωράφια κα ελιές. Ήδη του είμαστε υποχρεωμένοι από πριν τον πόλεμο. Πότε, όμως, θα σταματήσει να τον παρακαλεί: «Κύριε Κώστα...» Ο Αντώνης είναι πιο μεγάλος από αυτόν και εκείνος θα έπρεπε να τον αποκαλεί «κύριε Αντώνη...»
Δεν έχω κανένα αίσθημα κατωτερότητας, αλλά αυτό το «κύριε Κώστα» μου κάθεται στο στομάχι. Να του πω τις σκέψεις μου, θα με μαλώσει, θα τον στενοχωρήσω. Δεν νομίζω να μην το σκέφτεται και ο ίδιος. Το βλέπω στα μάτια του. Μέρα με την ημέρα κλείνεται στον εαυτό του. Η μόνη του χαρά είναι να παίζει με τα παιδιά. Το πρόσωπό του αλλάζει, στα μάτια του χαράζει κάποια ελπίδα. Τι ελπίδα, όμως, μπορεί να μας χαρίσει η Ειρήνη μας; Μια σταλιά μωρό είναι!
-Θεέ μου, όλες αυτές οι σκέψεις θα με τρελάνουν. Πώς, όμως, να τις βγάλω από το μυαλό μου;
Αρχές Μαΐου. Οι καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα. Τι έγινε; Τρέξε, γυναίκα, να δεις να μάθεις τι γίνεται. Εγώ είμαι σακάτης, είπε ο Αντώνης. Η Κατερίνα με την ψυχή στο στόμα έτρεξε έξω. Ακούγονταν αεροπλάνα.
Ωχ, συμφορά μου! Ήρθε και η σειρά του Αγγελόκαστρου να βομβαρδιστεί. Αλλά τι είναι αυτά τα χαρτιά που πέφτουν από τον ουρανό; Όλοι οι κάτοικοι στο πόδι. Ανήσυχοι και με αγωνία περίμεναν να πέσει το πρώτο χαρτί για να διαβάσουν τι γράφει.
Ένας μικρός πηδάει και πιάνει ένα χαρτάκι στον αέρα. Το φέρνει στον πρόεδρο της Κοινότητας. Εκείνος φοράει τελετουργικά τα γυαλιά του και το πρόσωπό του λάμπει από χαρά.
Λοιπόν; Φωνάζουν όλοι γεμάτοι αγωνία.
-Ο πόλεμος...!
-Τι ο πόλεμος;
-Ο πόλεμος τελείωσε!!! Είμαστε Λεύτεροι!!!
Το πλήθος μένει βουβό. Και ξάφνου μια κραυγή βγαίνει από χίλια στόματα:
-Ζήτω!!!
Άρχισαν να χορεύουν, να γελούν, να κλαίνε. Οι άνδρες πετούσαν τους σκούφους τους στον αέρα και οι γυναίκες ξεμαντηλώθηκαν.
Ο Αντώνης, αφού βγήκε σέρνοντας από την αίθουσα εκδηλώσεων του σχολείου, πιάστηκε από το πόμολο της πόρτας, σηκώθηκε και άρχισε να χορεύει στο ένα του πόδι. Δυο δεκαεξάχρονα τον έπιασαν από τους ώμους και χόρευαν μαζί του φωνάζοντας:
Ο ήρωάς μας!!!
Τα δάκρυα του Αντώνη έτρεχαν ποτάμι και κλαψουρίζοντας ψέλλισε:
-Πού είσαι, ρε Κώστα; Πού είσαι, σύντροφε Κώστα;
Ακούγοντάς τον η Κατερίνα ψιθύρισε:
-Επιτέλους ελευθερώθηκε και ο Αντώνης μου! Ήρθε η ισότητα και η ισοτιμία!
«Τώρα προέχει η ανοικοδόμηση της μικρής μας πόλης. Χρειάζεται δύναμη και κουράγιο. Έρχεται καλοκαίρι και ως τα τέλη του Τρυγητή, πρέπει να έχουμε στήσει τα σπίτια μας, πριν πιάσουν οι βροχές και τα χιόνια. Πρέπει να ετοιμαστούμε να αντιμετωπίσουμε το κάθε τι. Να οργανωθούμε και να απαιτήσουμε βοήθεια από τη Νομαρχία. Η πόλη μας χτυπήθηκε απάνθρωπα. Βέβαια, δεν είχαμε απώλειες σε ανθρώπους, όπως άλλες πόλεις και χωριά.» Αυτά έλεγε ο Κώστας, που είχε στο μεταξύ επιστρέψει από το βουνό και πήρε πίσω τη θέση του και το κύρος του στη μικρή τους κοινωνία, μιλώντας στην πλατεία του Αγγελόκαστρου όπου είχε καλέσει όλους τους συμπολίτες τους.
Σε λίγες μέρες, έζεψαν τα γαϊδουράκια τους, τα άλογα και τις βοϊδάμαξές τους και πήραν το δρόμο της επιστροφής, αφού πρώτα ευχαρίστησαν με ευγνωμοσύνη τους Αγγελοκαστρίτες για τη μακρόχρονη φιλοξενεία τους.
Ο Άρης και η Ειρήνη πλάι-πλάι στο κάρο που τραβούσε ο Ντορής του Κώστα.
Στα αυτάκια τους δεν ακούγονταν πια ανεξήγητοι βόμβοι, ούτε μπαλωθιές όπλων.
Παρατηρούσαν τους γονείς τους, άλλοτε χαρούμενους και άλλοτε σκυθρωπούς, δίχως να μπορούν αν εξηγήσουν το λόγο. Κοίταζε ο ένας τον άλλον στα μάτια και η χαρά τους ήταν απερίγραπτη. Τώρα άρχισαν να αναγνωρίζουν και τα ονόματά τους.
«Ειρήνη», φώναζε η μαμά της και τα δυο μαζί έστρεφαν τα προσωπάκια τους να ακούσουν τι θα έλεγε η μάνα. «Άρη», φώναζε η μητέρα του Άρη, αυτά το ίδιο. Στέκονταν έτσι για λίγο κοιτάζοντας τις μανάδες τους και μετά ξεσπούσαν σε γελάκια που μεταδίδονταν στους γονείς τους.
-Μωρέ πρέπει να τα παντρέψουμε, έλεγαν χωρατεύοντας εκείνοι.
Η ζωή, όμως, ήταν δύσκολη και σε κάθε τους βήμμα ελλόχευε ο κίνδυνος. Παντού ερείπια και βόμβες που δεν είχαν εκραγεί.
Ο Κώστας εκλέχτηκε πρόεδρος της Κοινότητας δια βοής. Αυτός φρόντιζε για όλα και συντόνιζε όλες τις εργασίες: από το χτίσιμο και τις επισκευές των σπιτιών, έως τις ανακοινώσεις με συστάσεις και οδηγίες για τους κατοίκους και, ιδίως, για τα μικρά παιδιά, που έπρεπε να προσέχουν και να μην απομακρύνονται στους γύρω λόφους και να αποφεύγουν να πιάνουν ό,τι ύποπτο έβρισκαν, μην τυχόν ήταν καμιά βόμβα ή χειροβομβίδα.
Έστειλε άντρες να μαζέψουν όσα αιγοπρόβατα είχαν απομείνει.
Οι πρώτες βροχές άρχισαν να πέφτουν. Μια υπέροχη μυρουδιά αναδιόταν από τη βρεγμένη γη. Ο Κώστας ρούφηξε την οσμή αυτή και γέμισαν τα πνευμόνια του και η ψυχή του από χαρά. Πόσον καιρό είχε να νοιώσει έτσι!
Θα σπείρουμε φέτος και ελπίζω να θερίσουμε το χρυσαφένιο σιτάρι και να ζημώσουμε ψωμί. Οι αλευρόμυλοι θα ξεκινήσουν. Η γη μας θα μας δώσει τροφή! Τα αιγοπρόβατα θα βρουν τροφή και θα μας δώσουν γάλα. Θα ξανακερδίσουμε τη ζωή μας! Ο Άρης είναι τριών χρονών. Ώσπου να πάει σχολείο, όλα θα έχουν ηρεμήσει. Όλα θα έχουν πάρει το δρόμο τους.
Άρχισε να τραγουδάει ένα τραγούδι την ΕΠΟΝ:« Και ο ήλιος θα λάμψει σαν μεγάλος αρχηγός...»
Τα πρώτα σύννεφα αστάθειας φάνηκαν αρχές Δεκέμβρη. Παράξενες ειδήσεις καταφθάνουν στη μικρή τους πόλη: πυροβολισμοί στο Σύνταγμα, συλλαλητήρια, νεκροί Άγγλοι σκοπευτές.
Η καρδιά τους έσφιξε πάλι. Περπατούν σκεφτικοί με σκυθρωπά πρόσωπα. Το γέλιο και η χαρά της απελευθέρωσης χάθηκαν από το πρόσωπό τους.
Η μπόρα δεν άργησε να έρθει: Εμφύλιος.
Η είδηση ξέσχισε την καρδιά του Κώστα, ξέσχισε την καρδιά του Αντώνη, όλων των συμπολιτών τους και βέβαια όλων των Ελλήνων.
Τη στιγμή που άρχισαν να ξαναβρίσκουν το ρυθμό της ζωής τους, ξανά πόλεμος. Αδελφοκτόνος πόλεμος τούτη τη φορά.
Όσοι ήταν στον ΕΛΑΣ και στον ΕΛΑΝ και δεν πρόφτασαν να φύγουν για το βουνό, συλλαμβάνονται και κρατούναι στις φυλακές.
Ο Κώστας προσπάθησε να το παίξει διπλωματικά. Μα δεν του βγήκε. Μιαν ωραία πρωΐα συλλαμβάνεται, ενόσω δούλευε στα κτήματά του.
Ο Αντώνης γλίτωσε τη σύλληψη, αλλά ήταν σε στενή παρακολούθηση. Έτσι ανέλαβε την προστασία της Ελένης και του Άρη.
Ο κόσμος χωρίστηκε σε τρεις ομάδες: στους υπέρ, στους κατά και στους αδιάφορους. Αυτοί ήταν και οι πιο επικίνδυνοι.
Ο Άρης και η Ειρήνη ξαναβρίσκονται και πάλι κάτω από την ίδια σκεπή. Τα δυο παιδιά, μη γνωρίζοντας το τι συμβαίνει γύρω τους, χαίρονταν την κάθε στιγμή.
Ο Άρης δε χόρταινε να κοιτάζει μέσα στα μάτια της Ειρήνης. Έβλεπε τον εαυτό του πότε να κολυμπάει σε μια απέραντη γαλαζοπράσινη θάλασσα και άλλοτε να πετάει σαν αετός στο απέραντο γαλάζιο του ουρανού.
Οι κάτοικοι της μικρής πόλης τα είχαν χαμένα. Δεν ήξεραν με ποιους να πάνε. Ποιους να υποστηρίξουν. Οι αντάρτες, όπως τους έλεγαν, έκλεβαν το βιος τους.
Οι κυβερνητικοί στρατιώτες και οι χωροφύλακες το έπαιρναν με το ζόρι, δίχως να δώσουν λογαριασμό. Τελικά κατέληξαν να υποστηρίζουν τους αντάρτες.
Αφορμή στάθηκε ο βιασμός μιας δεκαεξάχρονης από την πόλη τους, από έναν κυβερνητικό στρατιώτη. Αν το έκανε αυτό αντάρτης, έλεγαν πως ο διοικητής του θα τον εκτελούσε επί τόπου. Αυτό οι αντάρτες δεν το επέτρεπαν. Αν ζούσε, τουλάχιστον ο Βελουχιώτης, ίσως αυτός ο αδελφοκτόνος πόλεμος να είχε αποφευχθεί. Έτσι έλεγε ο Αντώνης που είχε υπηρετήσει κάτω από τις διαταγές του και εκτιμούσε πολύ τις ιδέες του. Τώρα σεβόταν τη μνήμη του και δάκρυζε στην αναφορά του ονόματός του.
Από τη σκοπιά του προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο για να φανεί χρήσιμος στον αγώνα. Έτσι έγινε σύνδεσμος. Τον στρατολόγησε ο καπετάν Πρόδρομος. Η αναπηρία του του επέτρεπε να κυκλοφορεί κάπως άνετα, παρά τον ασφυκτικό κλοιό γύρω του. Μπορούσε να παρακολουθεί συζητήσεις στο καφενείο, να πηγαίνει με τις πατερίτσες του στους κοντινούς λόφους και να παρατηρεί τη μετακίνηση του κυβερνητικού στρατού και στη συνέχεια να τα μεταφέρει στον καπετάν
Πρόδομο.
Ένα πρωΐ ο Άρης ξύπνησε και έψαχνε απεγνωσμένα να συναντήσει τα μάτια της Ειρήνης. Εκείνη, όμως, είχε γίνει άφαντη! Πουθενά η Ειρήνη...
Άρχισε να κλαίει και να καλεί το όνομά της. Η μητέρα του προσπαθούσε να τον καθησυχάσει.
-Θα γυρίσει, του έλεγε. Να...μπορεί να πήγε κάπου με τους γονείς της... Μην κλαις ψυχή μου! Θα γυρίσει του έλεγε με τρεμάμενη φωνή που η ίδια δεν πίστευε στα λόγια της.
Κάποια στιγμή ο Άρης ξέφυγε απ’την προσοχή της μάνας του, βγήκε στο δρόμο και πήρε το μονοπάτι του βουνού που στην άλλη πλευρά τελείωνε σε απότομο γκρεμό, εκεί που η θάλασσα έσκαζε το κύμα της και άφηνε μια άσπρη λουρίδα.
Έστεκε ο Άρης στην κορυφή του βουνού και κοιτούσε τη θάλασσα εκστατικός και έτσι γαλήνια που φαινόταν από ψηλά, του φάνηκε πως κοίταζε μέσα στα μάτια της Ειρήνης.
«Η Ειρήνη...» ψέλλισε, «η Ειρήνη» και έκανε χαρούλες και τη χαιρετούσε κουνώντας πέρα-δώθε τα χεράκια του.
Όταν η μάνα του Άρη αντιλήφθηκε πως έλειπε ο γιος της, κόντεψε να τρελαθεί. Βγήκε στους δρόμους φωνάζοντας και τρομαγμένη ρωτούσε μήπως είδαν τον Άρη. Χίλιες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της: δηλαδή είναι αλήθεια πως οι αντάρτες αρπάζουν τα μικρά παιδιά και τα στέλνουν σε κομμουνιστικές χώρες; Έως τώρα ήξερε ότι οι ίδιοι οι γονείς τα έστελναν για να τα προφυλάξουν.
-Θεέ μου, τι θα γίνω; Πώς θα το πω στον άντρα μου;
Στην απελπισία της επάνω μια γριούλα την πλησίασε και της λέει πως είδε ένα παιδί ίσαμε πέντε χρόνων να βαδίζει προς το βουνό. Η δύστυχη μάνα άρχισε τρέχοντας να καλεί το όνομα του Άρη. Τρεις-τέσσερεις συγχωριανοί την ακολούθησαν, ένας-δυο την προσπέρασαν. Φθάνοντας στην κορυφή του βουνού βλέπουν τον Άρη όρθιο να κοιτάζει τη θάλασσα και να χειρονομεί.
Εκείνος ακούγοντας τη φωνή της μάνας του να τον καλεί, έστρεψε και φώναζε στη μάνα του δείχνοντας τη θάλασσα.
-Μαμά, η Ειρήνη και μετά κοιτάζοντας ψηλά στον καταγάλανο ουρανό φώναζε «μαμά η Ειρήνη». Μια έδειχνε τη θάλασσα και μια τον ουρανό, φωνάζοντας «μαμά, μαμά, η Ειρήνη».
Εκείνη αγκαλιάζοντάς τον με στοργή του λέει:
-Ναι, παιδί μου, παντού είναι η Ειρήνη!
Κάποιος από τους γείτονες παρατήρησε:
-Μα τι λέει ο μικρός; Έπεσε η Ειρήνη στη θάλασσα και πήγε στον ουρανό;
Κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει σε κανέναν τι ακριβώς εννοούσε ο Άρης, ούτε η ίδια η μάνα του. Κανείς δεν μπορούσε να δώσει μια εξήγηση τι συνέβαινε μες στο μυαλό και την ψυχή του μικρού Άρη.
Η μάνα του στο δρόμο της επιστροφής στο σπίτι τον διαβεβαίωνε πως θα τον φέρνει η ίδια, όταν ο καιρός είναι καλός, για να βλέπει την Ειρήνη.
Μήπως θα έπρεπε να του πούμε την αλήθεια; Ρώτησε τον άνδρα της η Ελένη.
-Όχι, απάντησε εκείνος. Θα του περάσει. Σε λίγο πηγαίνει σχολείο, θα εύρει άλλες φιλενάδες και θα ησυχάσει...
Ο Άρης, όμως, δεν ησύχαζε. Η Ειρήνη του έλειπε αφάνταστα. Κάθε τόσο ζητούσε από τη μητέρα του να τον πάει να δουν την Ειρήνη. Όταν ο ουρανός ήταν καθαρός, εκείνη του έλεγε:
-Να δες την Ειρήνη! Είναι εκεί ψηλά. Ο Άρης κοίταζε τον καταγάλανο ουρανό και παρηγοριόταν, για λίγο, όμως.
-Έλα, ετοιμάσου, φώναξε η μητέρα του. Σήμερα ανοίγουν τα σχολεία. Πρέπει να γραφτείς, να είσαι μαθητής και να μαθαίνεις ένα σωρό πράγματα. Να, κοίτα, σου έφτιαξα και μια σάκκα στον αργαλειό. Μέσα έχει την πλάκα και το κοντύλι σου.
Ο Άρης κρέμασε τη σάκκα στον ώμο του και με βαρειά καρδιά έπιασε το χέρι της μάνας του να πάνε στο σχολείο.
Άν ήταν μαζί μου η Ειρήνη, θα ήταν πολύ καλύτερα! Θα πήγαινα σχολείο με περισσότερη χαρά, σκεφτόταν ο Άρης.
-Άρη, τι κάνεις εκεί, παρατήρησε η δασκάλα.
-Κοιτάζω να δω μήπως είναι η Ειρήνη.
-Όχι, αυτή είναι η Κατινίτσα. Η Ειρήνη είναι αυτή εκεί.
Το πρόσωπο του Άρη για μια στιγμή έλαμψε από χαρά. Έστρεψε να δει την Ειρήνη και αμέσως το βλέμμα του σκοτείνιασε. Ούτε αυτή είναι η Ειρήνη!
-Ναι, καλέ! Ειρήνη με λένε.
-Όχι, δεν είσαι! Είπε και τον έπιασαν τα κλάμματα.
Η δασκάλα προβληματίστηκε. Τι συμβαίνει σ’αυτό το εξάχρονο παιδί και έχει τόση εμμονή με την Ειρήνη;
-Κυρία Ελένη, συμβαίνει κάτι στον Άρη; Γιατί γίνεται ενοχλητικός στα κορίτσια! Είχατε καμιά κόρη και την χάσατε;
-Όχι...Ναι, ναι, την Ειρήνη, μια γειτονοπούλα που γεννήθηκαν την ίδια ώρα και ήταν από μωρά πάντα μαζί, ώσπου ξαφνικά, προ ενός μηνός, εξαφανίστηκε μαζί με τους γονείς της.
-Θεέμου, είπε η δασκάλα. Οι αντάρτες;
Δεν ξέρουμε τι έγινε...Του λείπει, όμως πολύ. Σας παρακαλώ, αν τον ακούσετε να λέει για την Ειρήνη, τη θάλασσα ή τον ουρανό, μην τον μαλώνετε. Σας παρακαλώ...!
Μήπως χρειάζεται γιατρό;
-Για όνομα του Θεού! Τη φίλη του έχασε, δεν είναι τρελό το παιδί μου! Όχι, όχι, γιατρό! Μικρός είναι, θα του περάσει.
-Καλά πώς χάθηκαν έτσι τρεις άνθρωποι;
Η κυρία Ελένη δεν έδωσε σημασία. Πήρε από το χέρι τον Άρη και βάδισαν για το σπίτι τους.
Τι να έλεγα στη δασκάλα; Ότι ο Αντώνης με την οικογένειά του φυγαδεύτηκαν κάπου στο «παραπέτασμα» γιατί κινδύνευε η ζωή του Αντώνη, έτσι που είχε μπλέξει με τους αντάρτες! Πού ξέρω τι σόι είναι η δασκάλα; Αν ήταν από τα μέρη μας, και αυτή θα ήξερε κι εγώ θα την ήξερα.
Όχι! Κανείς δεν πρέπει να μάθει πού πήγε ο Αντώνης με την οικογένειά του!
Ο Άρης σιγά-σιγά συνειδητοποίησε πως αν και όλα τα κοριτσάκια της τάξης του ήταν σαν την Ειρήνη, κανένα από αυτά δεν ήταν η Ειρήνη. Η Ειρήνη του ήταν πίσω από το βουνό, στην απέραντη θάλασσα, στο αχανές γαλάζιο του ουρανού!
Ο καιρός περνούσε και ο Άρης όλο θλιβερά νέα άκουγε από τους γονείς του.
Μην τρέχεις όπου να είναι. Σήμερα ο Στελάκης έπαιζε με ένα παλιοπράγμα που βρήκε και έχασε το φως του. Ευτυχώς δεν σκοτώθηκε, όπως ο Βασιλάκης τις προάλλες. Θυμάσαι το γερο-Θανάση; Όργωνε και ξαφνικά ένας κρότος του έκοψε και τα δυο πόδια.
-Μην τρέχεις, λοιπόν, εδώ κι εκεί και μην αγγίζεις κάτι που δεν ξέρεις τι είναι, ώσπου να περάσει ετούτο το κακό.
Κόσμος πολύς στην πλατεία. Τι συμβαίνει; Ντουφέκια σωρό γύρω από τον πλάτανο, στρατιώτες, χωροφύλακες, άντρες με μακριές γενειάδες άφηναν τα ντουφέκια τους στο σωρό.
Ένας άντρας με στολή και χρυσά κορδόνια που κρέμονταν από τον ώμο του είχε ένα χωνί μπροστά από το στόμα του και μιλούσε. Η φωνή του ακουγόταν πικρή, παράξενη, όπως και τα λόγια του:
Τους νικήσαμε τους κομμουνιστές, τους φάγαμε τους κατσαπλιάδες! Ζήτω ο στρατός! Ζήτω το Έθνος! Ζήτω ο βασιλεύς!
Ακούστηκαν λίγα χλιαρά «ζήτω» από τον συγκεντρωμένο κόσμο και ο άντρας με τη στολή απαιτούσε να φωνάξουν πιο δυνατά, όλο και πιο δυνατά, με πατριωτικό ενθουσιασμό!
Ο κόσμος άρχισε να φεύγει με σκυφτό το κεφάλι. Έφυγε και ο Άρης για να μην τον μαλώσει ο πατέρας του.
Στο σπίτι συζητά ο πατέρας με τη μάνα: τώρα που πέρασε το κακό, μπορεί να έρθει και η Ειρήνη, είπε η μάνα του.
-Η Ειρήνη, ποια Ειρήνη; Ρώτησε ο Άρης.
Οι γονείς του σταυροκοπήθηκαν. Δυο χρόνια που έφυγαν και την ξέχασε την Ειρήνη; Απόρησε η κυρία Ελένη. Δεν σας έλεγα πως ήταν μικρός και θα την ξεχνούσε; Ορίστε. Την ξέχασε! Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της μητέρας του Άρη. Ήταν από χαρά που γιατρεύτηκε ο γιος της, ή ήταν από πόνο που ο γιος της ξέχασε την Ειρήνη; Κανείς δεν ξέρει. Μόνον εκείνος.
Ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος θριαμβεύει στις εκλογές και το κυνήγι των αριστερών συνεχίζεται και μετά τον Εμφύλιο. Σε στρατιωτικές σχολές και γενικά σε θέσεις του Δημοσίου εισέρχονται μόνο δεξιοί και εθνικόφρονες. Οι υπόλοιποι δεν ήταν Έλληνες. Υπάρχει φόβος ότι θα πουλήσουν τη χώρα στους Ρώσσους οι κομμουνιστές.
Όποιος δεν συμπαθούσε το γείτονά του, τον κατέδιδε στην αστυνομία ως κομμουνιστή. Το ρουσφέτι ήταν στην πρώτη γραμμή. Φτωχοί άνθρωποι και ειδικότερα στην επαρχία γίνονται πιόνια στις ορέξεις των γαιοκτημόνων και των κομματαρχών της Δεξιάς, με την ελπίδα ότι θα πάρει μία δημόσια θεσούλα.
Ο Άρης στο σχολείο, εκτός από τα σχολικά μαθήματα διδάσκεται και εθνικοφροσύνη. Τα ερωτήματά του στον πατέρα του μένουν αναπάντητα.
-Τώρα όλα αυτά τέλειωσαν! Εσύ κοίταζε τα μαθήματά σου, του έλεγε.
-Πού πας; Τον ρωτά η μητέρα του.
-Στο βουνό. Πάω να δω τη θάλασσα, να ηρεμήσω γιατί είμαι στενοχωρημένος.
Ένας κόμπος έσφιξε το λαιμό της μάνας.
-Γιατί είσαι στενοχωρημένος; Και τι σου θυμίζει η θάλασσα;
Δεν ξέρω γιατί είμαι στεναχωρημένος και ώρες-ώρες μελαγχολώ χωρίς λόγο. Η θάλασσα με ηρεμεί και δεν ξέρω αν μου θυμίζει κάτι. Απλά, όταν βλέπω το χρώμα της, εκείνο το απέραντο γαλαζοπράσινο χρώμα της ηρεμώ.
-Θέλεις να γίνεις ναυτικός σαν το θείο το Γιάννη;
-Δεν ξέρω, είμαι μικρός ακόμη. Δεν θα αργήσω να αποφασίσω.
-Άραγε θα τα καταφέρει; Θα μπορέσει να γίνει κάτι καλύτερο από τον πατέρα του; Ή θα μείνει και αυτός σε τούτο τον καταραμένο τόπο, ικανοποιημένος με το να μαζεύει ελιές, να φωνάζει στους εργάτες και να παντρευτεί μια ...καθώς πρέπει κοπέλα... Είναι μικρός ακόμη, θα βρει το δρόμο του.
Ο Παπάγος πεθαίνει ξαφνικά και ο Διγενής Γρίβας χάνει τη στήριξή του, όταν πολεμάει με την ΕΟΚΑ για την ανεξαρτησία της Κύπρου από τους Άγγλους.
Ο βασιλιάς διορίζει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή νέο Πρωθυπουργό της Ελλάδας. Λέγεται πως ήταν βαρήκουος και γι’αυτό δεν πήγε στο μέτωπο, όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Ακόμη λέγεται πως υπέγραψε μυστική συμφωνία με Άγγλους και Αμερικανούς για την τύχη της Κύπρου.
Ο πληθυσμός στην ύπαιθρο άρχισε σιγά-σιγά να λιγοστεύει. Όλοι οι νέοι και οι νέες έφευγαν, άλλοι για την Αθήνα, άλλοι για την Αμερική, Αυστραλία, Καναδά, Γερμανία. Μείνανε μόνο γέροι και γριές.
Ο Κώστας με δυσκολία εύρισκε εργάτες απ’τα γύρω χωριά. Το Γυμνάσιο της κωμόπολής τους έκλεισε. Ο Άρης ήταν ο μοναδικός μαθητής στη Β’Τάξη. Ο πατέρας του τον πήγαινε καθημερινά με το τρακτέρ στην κοντινότερη πόλη. Οι συμμαθητές του τον φώναζαν «μηχανοκίνητο».
Ο κ.Κώστας μελετά την πιθανότητα να εγκαταλείψει το σπίτι του και να κατέβει στην Αθήνα οικογενειακώς. Να μπορεί ο Άρης να πάει σε κανονικό Γυμνάσιο, μήπως καταφέρει και σπουδάσει κάτι.
Στις εφημερίδες διαβάζει πως οι Αθηναίοι δίνουν τα σπίτια τους με αντιπαροχή. Έτσι, σιγά-σιγά οι αθηναϊκές αυλές μετατρέπονται σε πυλωτές και μόνο στα μπαλκόνια ανθίζουν πια γαρύφαλα και γιασεμιά. Το τσιμέντο κυριαρχεί σε όλη την Αθήνα, σε όλη την Ελλάδα. Κάπου, σκέφτεται ο Κώστας θα βρει μια δουλειά. Είχε και ένα μικρό κομπόδεμα.
Οι οικοδόμοι απεργούν. Παντού οδοφράγματα, συγκρούσεις με την αστυνομία, συλλήψεις απεργών. Ανάμεσά τους και ο Κώστας, που οδηγείται στον ανακριτή.
-Είσαι κομμουνιστής;
-Όχι, δεν είμαι.
-Πώς δεν είσαι; Εδώ γράφει ότι ήσουν στον ΕΛΑΣ.
-Μα τότε πολεμούσαμε τους Γερμανούς. Δεν ήμασταν όλοι κομμουνιστές. Τον εχθρό πολεμούσαμε!
-Τι συγγένεια έχεις με τον Αντώνη Παύλου; Είναι καταζητούμενος. Πες μας πού βρίσκεται και θα σε αφήσουμε ελεύθερο.- Γείτονες ήμαστε. Κάποτε δούλευε στα χωράφια μου. Τώρα δεν ξέρω πού είναι. Έχω να τον ιδώ από το Μάρτη του 1949.
-Αφού είχες χωράφια, γατί δεν καθόσουν να τα δουλέψεις, παρά ήρθες εδώ να γίνεις οικοδόμος; Η περίπτωσή σου είναι σοβαρή. Θα παραμείνεις εδώ για μια μικρή ανάκριση από τον κύριο Διοικητή.
Ο Κώστας άρχισε ν’ανησυχεί. Τι θα σκέφτονται η γυναίκα και ο γυιος μου; Έπρεπε να είχε γυρίσει στο σπίτι πριν δύο ώρες.
Από ένα άνοιγμα στον τοίχο του δωματίου της ανάκρισης βλέπει έναν συνάδελφό του να φεύγει.
-Γιάννη! Του φώναξε. Πήγαινε, σε παρακαλώ, σπίτι και πες στη γυναίκα μου τι συμβαίνει.
-Μείνε ήσυχος, Κώστα. Μείνε ήσυχος, θα πάω.
Βαδίζει στην Μπουμπουλίνας, ψάχνοντας για λεωφορείο να πάει στο σπίτι. Ξαφνικά πέφτει κατά πρόσωπο με τον Λεωνίδα. Αμηχανία...
-Σύντροφε!
-Σιγά, του λέει ο Κώστας.
-Τι συμβαίνει;
Ο Κώστας του εξιστόρησε όλα τα γεγονότα από τότε που τέλειωσε ο πόλεμος, ως τα σήμερα.
-Και ο Αντώνης πού είναι τώρα;
Ο Κώστας δίστασε λιγάκι. Φοβόταν. Ο Λεωνίδας το αντιλήφθηκε αυτό.
-Μίλα άφοβα! Δεν είμαι της Ασφάλειας! Έχω μια μικρή βιοτεχνία χαρτόκουτων. Θα έρθεις να δουλέψεις μαζί μου. Από αύριο κιόλας!
Ο Αντώνης, όταν ξέσπασε ο Εμφύλιος, αφού δεν μπορούσε να πάει στο βουνό με το ένα πόδι, έγινε σύνδεσμος. Τελικά κάποιος τον κάρφωσε και ευτυχώς φυγαδεύτηκε έγκαιρα έξω. Οι χωροφύλακες λύσσαξαν. Έφαγαν τον κόσμο να τον βρουν. Ταλαιπώρησαν κι εμένα λίγο. Τώρα βρίσκεται κάπου στη Σοβιετική Ένωση.
-Όπως είπαμε. Αύριο σε περιμένω στις οχτώ το πρωΐ. Εδώ είναι και η διεύθυνση. Χάρηκα που συναντηθήκαμε, Κώστα.
-Κι εγώ, Λεωνίδα. Περισσότερο από ό,τι φαντάζεσαι.
Στο σπίτι ο Κώστας έπρεπε να δώσει εξηγήσεις στη γυναίκα του πώς έμπλεξε στο Συνδικάτο των Οικοδόμων. Εκείνη τον άκουγε προσεκτικά, δίχως να βγάλει μιλιά.
-Δηλαδή θα επιστρέψουμε στο σπίτι; Ο Άρης κοντεύει να τελειώσει το Γυμνάσιο Πού θα τον πάμε;
-Μα δεν τέλειωσα ακόμη. Αύριο πιάνω δουλειά στον Λεωνίδα, στη βιοτεχνία του!
-Λεωνίδα;
-Ναι, δεν θυμάσαι που σου μιλούσα για τον υπολοχαγό μου, τον Λεωνίδα, στον ΕΛΑΣ;
-Και ένας πρώην Ελλασίτης έχει βιοτεχνία;
-Γιατί κακό είναι;
-Όχι, αλλά...
-Τι αλλά; Σου λέω πιάνω δουλειά αύριο στις οχτώ.
Ο Κώστας μακάριζε την τύχη του που συνάντησε το Λεωνίδα, τον παλιό συναγωνιστή του. Μ’αυτήν την ανεργία στάθηκε τυχερός στην ατυχία του να συλληφθεί στο συλλαλητήριο. Αν δεν είχε πάει, δεν θα συλλαμβανόταν και δεν θα συναντούσε το Λεωνίδα. Ποιος ξέρει πόσο καιρό θα έμενε άνεργος, περιμένοντας να σταματήσουν τις κινητοποιήσεις οι οικοδόμοι.
Τώρα, όμως, τον απασχολούσε κάτι άλλο: Η Αστυνομία έχει τα δαχτυλικά του αποτυπώματα. Τώρα πια έχει φάκελλο. Η πιο μικρή παράβαση θα του δημιουργούσε προβλήματα. Αλλά μήπως και πριν δεν είχε φάκελλο;
Στην ανάκριση ήταν ολοφάνερο πως γνώριζαν τα πάντα γι’αυτόν. Γνώριζαν για τον Αντώνη, για τη δράση του στην Κατοχή. Αν ήμουν στο χωριό μου, το καταλαβαίνω. Αλλά και εδώ στην Αθήνα να το ξέρουν;
Ο συνάδελφος ο Γιάννης έφυγε γρήγορα από το Τμήμα, άρα δεν θα είχε αναμειχθεί σε καμιά Οργάνωση. Εκτός και αν ήταν με το Ζέρβα. Μα εγώ την πατρίδα υπερασπιζόμουνα. Τον κατακτητή πολεμούσα, δεν ήμουν κομμουνιστής και στον Εμφύλιο δεν βγήκα στο βουνό. Εκτός κι αν ισχύει αυτό που λέει ο Θανάσης ο εργοδηγός: «μια φορά στον ΕΛΑΣ, πάντα Ελασίτης. Και δήλωση να κάνει κάποιος, πάντα είναι υπο παρακολούθηση.»
Ναι, αλλά εγώ γνωρίζω συμπολίτες μου που ήταν στη Μακρόνησο και έκαναν δήλωση και τώρα δουλεύουν σε κρατική υπηρεσία. Και ο Γεράσιμος όταν ήταν νεοσύλλεκτος, στάλθηκε στη Μακρόνησο και κάνοντας δήλωση πήγε στην Κορέα και τώρα είναι χωροφύλακας. Πώς γίνονται έτσι τα πράγματα; Μήπως θα ήταν καλύτερο να έμενα στα χωράφια και στις ελιές μου; Και ο Άρης πώς θα σπούδαζε; Πού θα τελείωνε το Γυμνάσιο;
Ευτυχώς που είναι καλός μαθητής, αλλοιώς αν πάει να μάθει κάποια τέχνη, θα τον εκμεταλλεύονταν, όπως τα άλλα παιδιά που δουλεύουν στην οικοδομή. Μαθητευόμενοι υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, δίχως ασφάλεια, με πληρωμή πέντε(5) δραχμές την ημέρα, και όταν έρχεται ο έλεγχος του ΙΚΑ, τρέχουν να κρυφτούν σαν τα ποντίκια. Πώς θα αποδείξουν αυτά τα παλληκάρια αργότερα ότι εργάζονταν για να αποκτήσουν την άδεια εξάσκησης επαγγέλματος;
Μ’αυτές τις σκέψεις ο Κώστας πήγε να κοιμηθεί για να σηκωθεί την επόμενη για να παρουσιαστεί στη νέα του εργασία.
-Πού είναι ο Άρης;
-Θαρρώ πως έχει πάει στον Πειραιά.
-Πάλι τα ίδια; Τι μανία έχει αυτό το παιδί με τη θάλασσα! Φοβάμαι, όμως, με όλα αυτά που γίνονται γύρω μας. Διαμαρτυρία για την ανεργία, συλλαλητήρια για την Κύπρο. Ο Πειραιάς έχει γεμίσει άνεργους ναυτικούς. Φοβάμαι μην μπλέξει με καμιά παρέα και τον χάσουμε.
-Μην τον φοβάσαι! Ο Άρης μας είναι καλό παιδί! Αποφεύγει τις φασαρίες και τον πολύ κόσμο. Πηγαίνει να δει την ερωμένη του και έπειτα γυρίζει.
-Έχει φιλενάδα; Πότε έγινε αυτό;
-Τη θάλασσα, ντε, ξέχασες;
-Α, ναι, τη θάλασσα, είπε ο Κώστας κι ένας φόβος κυρίεψε την ψυχή του.
Ο Άρης περίμενε στη στάση του λεωφορείου να επιστρέψει στο σπίτι. Η μάνα του του είχε πει να επιστρέψει, πριν να νυχτώσει, γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι και ελλοχεύουν κίνδυνοι.
Δυο αστυνομικοί πλησιάζουν τον Άρη και του ζητούν ταυτότητα. Ο Άρης χλωμός και με τρεμάμενο το χέρι έσυρε την ταυτότητά του από την εσωτερική τσέπη του σακκακιού και την παρέδωσε στον αστυνομικό.
-Γιατί τρέμεις; Έχεις κάνει κάτι; Μη φοβάσαι, ρουτίνα είναι.
Ο Άρης έμεινε σιωπηλός.
-Βρε, βρε, είπε ο άλλος αστυνομικός. Είσαι ο Άρης ο γυιος του Κώστα. Πότε ήρθατε στην Αθήνας
Άφωνος ο Άρης σκέφτεται: ξέρει τον πατέρα μου. Είναι αυτός που είχε πάει στην Κορέα ή κάποιος άλλος που δεν έχω ακούσει γι’αυτόν; αναρωτήθηκε.
-Ξέρετε, ψέλλισε ο Άρης, μ’αρέσει να βλέπω τη θάλασσα και από εκεί που μένουμε η πιο κοντινή θάλασσα είναι ο Πειραιάς. Κατεβαίνω συχνά, γιατί η θάλασσα με ηρεμεί και όταν επιστρέφω στο σπίτι μελετώ τα μαθήματά μου με μεγαλύτερη άνεση.
-Είσαι φοιτητής; Ρώτησε ο ένας από τους αστυνομικούς.
-Όχι, απόφοιτος της Έκτης Γυμνασίου. Αν περάσω στις εξετάσεις που έδωσα, το Σεπτέμβριο θα είμαι φοιτητής.
-Σε ποια επιστήμη έδωσες εξετάσεις;
-Ιατρική, απάντησε ο Άρης. Τώρα το άγχος είχε περάσει και μιλούσε με αρκετή άνεση, λες και γνώριζε τους συνομιλητές του χρόνια.
-Να προσέχεις, νεαρέ δόκιμε φοιτητή! Να προσέχεις! Και μακριά από συλλαλητήρια και τέτοια, γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι, είπε ο ένας αστυνομικός επιστρέφοντας την ταυτότητά του.
-Δεν μου αρέσουν εμένα αυτά!
-Περίεργο, γιατί στον πατέρα σου αρέσουν και πολύ μάλιστα.
Ο Άρης δεν απάντησε. Επιβιβάστηκε στο λεωφορείο και προσπάθησε να φέρει στη μνήμη του τυχόν περιστατικά που ενέπλεκαν τον πατέρα του σε προστριβές με την αστυνομία. Το μόνο που θυμήθηκε ήταν το περιστατικό της κράτησής του στο Τμήμα, μετά τη σύγκρουση των οικοδόμων-Αστυνομίας, στο κέντρο της Αθήνας. Τίποτε άλλο. Θυμήθηκε την επιστροφή τους από κάποιο χωριό στο δικό τους, τη συνάθροιση στην πλατεία, με τους στρατιώτες και τον κόσμο που πετούσαν τα όπλα τους στη ρίζα του καψαλισμένου πλάτανου. Λίγες σκόρπιες μνήμες, μια χούφτα μνήμες, δηλαδή, ένα κοριτσάκι που έπαιζαν μαζί και που είχε να το δει εννιά-δέκα χρόνια, και τίποτε το σπουδαιότερο.
Φτηνά τη γλίτωσα, σκέφτηκε. Ευτυχώς που δεν με πήγαν στο Τμήμα για «αναγνώριση στοιχείων ταυτότητας», έτσι έλεγαν το φακέλλωμα.
Θυμήθηκε τον συμμαθητή του, τον Πέτρο, που είχε πάει στην Κηφησιά με δυο άλλα παιδιά και τους έπιασαν μυστικοί αστυφύλακες, μόλις κατέβηκαν από το τραίνο. Τους πήγαν στο Τμήμα, τους μουτζούρωσαν τα δάχτυλά τους με μελάνι και μετά τους άφησαν να φύγουν. Η δικαιολογία που τους έπιασαν ήταν πως εκεί που θα πήγαιναν έγινε κάποια ληστεία και ήθελαν να εξακριβώσουν, αν αυτά τα παιδιά γνώριζαν κάτι.
Όταν ο Πέτρος ρώτησε το θείο του αν έγινε κάποια ληστεία εκεί κοντά τους, εκείνος δεν γνώριζε το παραμικρό. Σύστησε, όμως, στον Πέτρο να προσέχει και να αποφεύγει τα συλλαλητήρια και τις διαδηλώσεις, γιατί ήταν επικίνδυνα για τη σωματική του ακεραιότητα.
Ο Άρης άκουγε που και που να συζητούν οι γονείς του και να αναφέρονται σε κάτι όρους, όπως αστυνομοκρατία, κομμουνιστοφοβία και όταν τους ζητούσε εξηγήσεις εκείνοι του έλεγαν πως ήταν πολύ μικρός και να κοιτάζει τα μαθήματά του.
-Ναι, είμαι μικρός, αλλά σιγά-σιγά μεγαλώνω και πρέπει να μάθω τι γίνεται γύρω μου. Ο πατέρας μου έχει καθήκον να μου πει! Στο σχολείο μιλάνε για τα Δεκεμβριανά, για ΕΑΜοβούλγαρους και κατσαπλιάδες και για κομμουνιστές που θα πουλήσουν την Ελλάδα στους Ρώσσους. Πως οι κομμουνιστές θα μας πάρουν τα σπίτια μας, θα πάψει να υπάρχει ο θεσμός της οικογένειας και πολλά άλλα.
Ναι, αλλά πόσα από αυτά είναι αλήθεια;
Όταν μιλούσε ο δάσκαλος γι’αυτά τα πράγματα δεν θα έπρεπε να σκεφτόμουν μόνο τη θάλασσα και τον ουρανό. Έπρεπε να πρόσεχα περισσότερο. Έπρεπε να ήμουν πιο πιεστικός στον πατέρα μου για να μου εξηγήσει επακριβώς τι είχε γίνει στα χρόνια που ήμουν μικρός και δεν τα θυμάμαι από μόνος μου.
Οι εφημερίδες γράφουν πως σύντομα θα γίνουν οι δίκες των κομμουνιστών. Κάτι αναφορές για την εκτέλεση κάποιου Νίκου Μπελογιάννη. Ποιος ήταν αυτός και γιατί τον εκτέλεσαν;
Τις προάλλες που πήγα στο περίπτερο για να πάρω τσιγάρα του πατέρα μου, ένας μιλούσε με κάποιον στο τηλέφωνο και ήταν εξοργισμένος. Τα λόγια του ακόμα ηχούν στ’αυτιά μου: «Το γιο μου, ενώ κατατάχτηκε στο ναυτικό, τον έστειλαν στο πεζικό μουλαρά. Γιατί; τι φταίει το παιδί; Λες ότι δεν έχεις δουλειά, σε λένε κομμουνιστή. Πεινάς, είσαι κομμουνιστής. Λες ότι η αγορά είναι ακριβή, είσαι κομμουνιστής!»
Τα είπα στον πατέρα μου και η απάντηση ήταν: «να κοιτάζω τα μαθήματά μου!»
Ο Άρης κοίταζε μια τον ουρανό, μια τη θάλασσα και μια ανεξήγητη γαλήνη κυριαρχούσε στο είναι του και έφθανε ως τα μύχια της ψυχής του.
Το συναίσθημα αυτό το εξομολογούνταν στη μητέρα του. Εκείνη, όμως, το γνώριζε. Γνώριζε ότι όταν έφυγε η Ειρήνη, ότι τον είχε χάσει και θυμόταν καλά πως τον βρήκε πάνω στο βουνό να αγναντεύει τη θάλασσα. Η μάνα του γνώριζε πως έψαχνε να βρει τα μάτια της Ειρήνης στο χρώμα του ξάστερου ουρανού και στο γαλάζιο της θάλασσας. Το ήξερε, όταν μωρό έκλαψε και μόλις αντίκρυζε τα μάτια της Ειρήνης, σταματούσε κι άρχιζε τα γελάκια και τα παιχνίδια μαζί της.
Το ήξερε, όταν πρωτοπήγε στο σχολείο και η Ειρήνη είχε φύγει, κοίταζε τα κοριτσάκια στα μάτια, μήπως αναγνωρίσει τα μάτια της Ειρήνης. Τι, όμως, να τού’λεγε;
-Θα την βρεις, παιδί μου, μια μέρα, θα την βρεις...
Δύσκολα χρόνια. Η ανεργία στο ζενίθ. Η ύπαιθρος ερήμωσε πλέον. Όσοι δεν πήγαν μετανάστες, μαζεύτηκαν στην Αθήνα, ελπίζοντας πως θα κάνουν την τύχη τους.
Ο Άρης φοιτητής Ιατρικής πια. Ευτυχώς που ο πατέρας του έχει δουλειά. Η μάνα του, όσο και να προσπάθησε να βρει μια δουλειά να ξαλαφρώσει λίγο τον Κώστα και να έχει ο Άρης της τα απαραίτητα σαν φοιτητής, στάθηκε αδύνατο.
Ένας φίλος του Άρη του σύστησε δυο-τρεις μαθητές Γυμνασίου και τους έκανε ιδιαίτερα μαθήματα-Αρχαία και Λατινικά. Είχε όμως κι εκείνος τα δικά του μαθήματα. Ξενυχτούσε διαβάζοντας. Ευτυχώς που η νέα Κυβέρνηση κατάργησε τα δίδακτρα σε όλα τα επίπεδα σπουδών και έτσι κάπως ανακουφίστηκε η οικογένεια του Άρη. Σταμάτησε μάλιστα να παραδίδει και τα ιδιαίτερα.
Το πολιτικό κλίμα άρχισε να βαραίνει. Καταγγελίες σε κυβερνητικά στελέχη στολίζουν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Μια έριδα ξεσπά μεταξύ του Πρωθυπουργού και του βασιλιά που κατέληξε στην αποπομπή του Πρωθυπουργού και αργότερα στη Δικτατορία.
Νέο κύμα μεταναστών. Όσοι μπορούσαν έφυγαν, άλλοι νόμιμα, άλλοι παράνομα.
Οι συλλήψεις ήταν πλέον σε καθημερινή βάση. Η Χούντα συλλάμβανε όλα τα πολιτικά δημοκρατικά στελέχη. Τους έθεσε σε κατ’οίκον περιορισμό. Τους αριστερούς τους εξορίζει στα ξερονήσια. Όποιος αντιδρούσε ή φερόταν ενάντια στη Δικτατορία, φυλακιζόταν και βασανιζόταν άγρια.
Ο Άρης κόντευε να τελειώσει τη στρατιωτική του θητεία. Συλλαμβάνεται από τη στρατιωτική αστυνομία και απολύεται τρεις μήνες αργότερα, αφού είχε λήξει η θητεία του και επιστρέφει τελικά στο σπίτι τους.
-Πού είναι ο πατέρας; Ρώτησε τη μάνα του.
-Δεν έλαβες το γράμμα; Πάλι εξορία. Είναι η Τρίτη φορά που ήρθε η Ασφάλεια και τον πήρε. Ευτυχώς που κάθε φορά που επιστρέφει, ο εργοδότης του τον ξαναπαίρνει στη δουλειά του. Έως πότε, όμως; Του είπα να φύγει στο εξωτερικό ώσπου να πέσει αυτή η καταραμένη κυβέρνηση, αλλά δεν ήθελε ν’ακούσει τίποτε. Φοβούνταν για μένα.
-Μην ανησυχείς, μάνα και όλα θα γίνουν καλά μια μέρα, θα δεις!
-Μακάρι. Ο κόσμος δεν αντέχει άλλο...
Ο Άρης πολλές φορές συλλογιζόταν τι ήταν αυτό που έκανε τον πατέρα του να εγκαταλείψει τις ελιές και τα χωράφια του και να έρθει στην Αθήνα να γίνει οικοδόμος. Αλλά δεν πήρε ποτέ απάντηση, όσες φορές κι αν ρωτούσε τον πατέρα του. Εκεί στο χωριό του είχε την περιουσία του, τους συμπολίτες του που τον εκτιμούσαν, τη γυναίκα του που τον βοηθούσε στις αγροτικές δουλειές. Τι ήθελε να κουβαληθεί στην Αθήνα; Για μένα, λέει. Τόσα και τόσα παιδιά σπουδάζουν μόνα τους εδώ. Εγώ, δηλαδή τι είμαι; Τι φοβούνταν; Μήπως παραστρατήσω; Αν θέλω, και εδώ που είναι οι γονείς μου, μπορώ κάλλιστα να τα πάω στραβά. Τόσοι πειρασμοί υπάρχουν. Και να είχε οικονομική άνεση, να μην εργαζόταν τουλάχιστον, θα έλεγα κι εγώ πως ήθελε να ζήσει « σαν άνθρωπος».
Αλλά πώς να ζήσει κανείς μ’αυτήν την ανέργία και τώρα είναι πάλι στην εξορία. Αν έμενε στο χωριό, ίσως, και να μην τον ενοχλούσαν. Ίσως να τον παρακολουθούσαν, αλλά για εξορία δεν νομίζω να τον είχαν στείλει. Τόσο επικίνδυνος κομμουνιστής είναι ο πατέρας μου; Κι εγώ σε τι έφταιξα; Ποτέ δεν μου είχε μιλήσει για τον κομμουνισμό. «Να κοιτάζεις τα μαθήματά σου, μην πηγαίνεις στα συλλαλητήρια, μην μπλέκεις πουθενά». Αυτό μόνο το τροπάριο ήξερε. Μόνο που μόνος του με έμπλεξε άθελά του.
Και για δουλειά τι θα γίνει; Θα με πάρουν σε κάποιο νοσοκομείο; Ή μόλις καταθέσω τα χαρτιά μου, θα μου πουν πως δεν υπάρχει θέση για μένα; Θα δοκιμάσω κι ό,τι γίνει.
Την άλλη μέρα με χαρτί και μολύβι, πίνοντας τον καφέ του στο καφενείο της γειτονιάς, ξεσηκώνει όλα τα τηλέφωνα από τις μικρές αγγελίες που ζητούν ιατρούς. Ακόμη και διαφημίσεις κλινικών. Ξάφνου αντιλαμβάνεται εμπρός του μια σκιά. Πάγωσε. Ποιος να είναι άραγε; ΕΣΑ, Ασφάλεια. Δεν τολμούσε να σηκώσει το κεφάλι του για να αντικρύσει τον ακάλεστο επίσκέπτη.
-Άρη!!!
Σήκωσε το κεφάλι του δειλά.
-Εδώ κοντά μένεις;
-Ναι... εδώ παρακάτω ψέλλισε ...
-Ακόμα ντροπαλός είσαι. Εύγε! Θα προκόψεις! Να καθήσω;
-Παρακαλώ...
-Λοιπόν τι νέα; Τι σπούδασες; Τελείωσες τις σπουδές σου;
-Ναι, ναι, πως. Είμαι πτυχιούχος γιατρός.
-Τα συγχαρητήριά μου!
-Ευχαριστώ...(Τι διάολο θέλει ετούτος εδώ τώρα; Θα μου κάνει μάθημα εθνικοφροσύνης; Πού το πάει;)
-Με θυμάσαι;
-Βεβαίως! Είστε ο αστυνομικός του Πειραιά, ο συγχωριανός μου. Αλλά και σεις δεν έχετε άσχημη μνήμη, να με θυμάστε μετά τόσα χρόνια!
-Η δουλειά μου, βλέπεις. Αυτή είναι η δουλειά μου.
-Ναι, βέβαια.
-Εσένα ποια είναι η δουλειά σου
-Μα... γιατρός, αλλά δεν έχω δουλειά. Μόλις απολύθηκα από το στρατό. Τώρα ψάχνω. Ορίστε και τα τηλέφωνα...
-Δεν χρειάζονται τα τηλέφωνα. Αφού με ξέρεις, δεν θα τα χρειαστείς.
-Μα, εγώ δεν θέλω να γίνω αστυνομικός!
Ο άλλος γέλασε.
-Όχι, όχι, δεν εννοούσα αυτό. Θα πας στον Ευαγγελισμό ή όχι, καλύτερα να πάμε μαζί! Αύριο το πρωΐ στις εννιά να είσαι στην κεντρική είσοδο του νοσοκομείου και θα πάμε μαζί να δούμε τον Διευθυντή.
-Να κεράσω κάτι;
-Όχι, εγώ θα κεράσω. Εσύ μόλις απολύθηκες, είπε και παρήγγειλε δύο σασπαρέλες.
Οι θαμώνες του καφενείου, γνωρίζοντας τον Άρη, στην αρχή είδαν κάπως περίεργα τον συνομιλητή του. Μετά, όμως που είδαν πως η συζήτησή τους ήταν κάπως εγκάρδια, ηρέμησαν.
Ευτυχώς που είναι με πολιτικά, αλλοιώς, άντε να λύσεις την παρεξήγηση και να εξηγήσεις τι δουλειά έχεις εσύ με έναν μπάτσο, ενώ ο πατέρας σου είναι εξόριστος από τη Χούντα.
-Μάνα έπιασα δουλειά στον Ευαγγελισμό!
-Είσαι με τα καλά σου, παιδί μου; Γίνονται αυτά τα πράγματα;
-Γίνονται, μάνα, είπε και της διηγήθηκε πώς τον πλησίασε ο συγχωριανός τους ο αστυφύλακας, πώς πήγαν μαζί στο Νοσοκομείο και μίλησαν με τον Διευθυντή, ο οποίος έμεινε ευχαριστημένος με την επίδοσή του ως φοιτητής της Ιατρικής Σχολής.
...Μόνο που μου έκανε μια σύσταση.
-Ε..., να μη μιλάω ενάντια στη Χούντα και πως θα προσπαθούσε να φέρουν τον πατέρα από τη Γιάρο στο Νοσοκομείο. Θα επικαλεστούν πρόβλημα υγείας.
-Μακάρι, παιδί μου, μακάρι. Να δούμε κι εμείς μιαν άσπρη μέρα. Κι εσύ να πηγαίνεις με τα νερά τους. Ακούς; Να είσαι προσεχτικός. Κράτα τα «πιστεύω» σου. Μην τα προδώσεις!...Κι αν κάποτε σε βάλουν σε δοκιμασία, φύγε από εκεί, όσο πιο γρήγορα μπορείς.
-Όχι, μάνα. Όχι πια κακές σκέψεις. Το σύστημα θα καταρρεύσει αργά ή γρήγορα. Καιρός είναι να παίξουμε και λίγο θέατρο. Απόψε θα πάμε να το γιορτάσουμε!
-Να πας με τους φίλους σου, παιδί μου! Εμένα ο καβαλιέρος μου είναι εξόριστος.
-Μάνα...
-Δεν το λέω για να σε πικράνω. Αλλά δεν μπορώ.
-Μα δεν θα πάμε στα μπουζούκια. Θα πάμε σε ένα εστιατόριο να φάμε και να πιούμε ένα κρασάκι. Αυτό, τουλάχιστο, στο οφείλω, για τα τόσα που έχετε κάνει για μένα.
-Τότε, ας μη χαλάμε την ωραιότητα του γεγονότος, ας πάμε...
Στο χώρο της δουλειάς ο Άρης προσπαθούσε να είναι φιλικός με τους συναδέλφους του και με το υπόλοιπο προσωπικό. Ένοιωθε, όμως, μια ψυχρότητα απέναντί του και ένα είδος επιφυλακτικότητας. Αναρωτιώταν εάν τον είχε ’δεί κανείς να μπαίνει στο νοσοκομείο την ημέρα της συνέντευξης με τον αστυφύλακα. Αλλά και πάλι αυτός ήταν με πολιτικά ρούχα και τον είχε συνοδέψει μέχρι το γραφείο του ο ίδιος ο διευθυντής.
Παρ’όλα αυτά προσπαθούσε να είναι προσεκτικός και να μην πρόδιδε τα συναισθήματά του, μόνο και μόνο για να κάνει φίλους.
Με τον καιρό, το κλίμα άλλαξε. Άρχισαν τα χαμόγελα, τον καλωσόριζαν, όταν έμπαινε, τον αποχαιρετούσαν, όταν έφευγε, ώσπου ο πάγος έσπασε τελείως και είχε την αίσθηση ότι γνωρίζονταν από χρόνια.
Ο πατέρας νοσηλευόταν με κατάθλιψη και αδενοπάθεια, αμίλητος, ακόμη κι όταν τον επισκεπτόταν ο Άρης, κατά πολύ αραιά διαστήματα. Το ίδιο και η μητέρα του ερχόταν μια δυο φορές την εβδομάδα και έφευγε βιαστικά, όπως όταν ερχόταν.
Μερικοί απορούσαν με τη στάση του Άρη προς τον πατέρα του κι εκείνος δικαιολογούσε τη συμπεριφορά του ως «συνταγή ψυχιάτρου». Ευτυχώς που ο αστυφύλακας είχε προνοήσει για όλα: ο πατέρας δεν είχε εισαχθεί με συνοδεία στρατιωτών ή αστυφυλάκων και έτσι δεν ενέπνευσε καμία ανησυχία.
Εκείνη την ημέρα, 16 Νοεμβρίου 1973, και λίγο πριν λήξει η βάρδιά του, ο Άρης δέχθηκε την επίσκεψη του διευθυντή.
-Θέλω να πάρεις μαζί σου τον Πανταζή και ένα ασθενοφόρο και να πάτε στο Πολυτεχνείο για ένα περιστατικό που αρνούνται οι φοιτητές να τον φέρουν εδώ στο νοσοκομείο.
-Μα εκεί δεν είναι τόσο ευχάριστο το περιβάλλον.
-Ευχάριστο ή όχι, πρέπει να γίνει. Φεύγετε αμέσως. Πάρτε μαζί σας τα απαραίτητα για χειρουργείο, ακόμη και για ακρωτηριασμό.
-Εσύ μείνε στο ασθενοφόρο, είπε ο Άρης στον οδηγό. Αν σε χρειαστούμε, θα σε φωνάξουμε.
Ο οδηγός κατσούφιασε λίγο και κάτι μουρμούρισε μέσα στα δόντια του και πήγε να ξαπλώσει στο κρεββάτι του ασθενοφόρου.
-Πού είναι ο ασθενής; Ρώτησε ο Άρης έναν φοιτητή που στεκόταν στην είσοδο.
-Στο ιατρείο του Πολυτεχνείου, απάντησε εκείνος. Είναι σε κακό χάλι.
Βρήκαν τον ασθενή ξαπλωμένο στο κρεββάτι. Ήταν ωχρός και οι συσπάσεις του προσώπου του φανέρωναν πως έκανε προσπάθεια να αντέξει τον πόνο.
-Πού πονάς; Ρώτησε ο Άρη; Εκείνος έδειξε προς το μέρος της κοιλιάς.
-Στομάχι ή κοιλιά; Εκείνος σήκωσε τους ώμους. Απροσδιόριστο, είπε. Δεν ξέρω εάν είναι η κοιλιά ή το στομάχι.
-Τι έφαγες;
-Μια κονσέρβα, κορν-μπηφ ή κάτι τέτοιο.
-Δηλητηρίαση, είπε ο Πανταζής στον Άρη. Τι στο καλό είπε ο Διευθυντής να πάρουμε μαζί μας και σύνεργα ακρωτηριασμού;
-Όταν τηλεφωνήσατε στο νοσοκομείο, δεν είπατε τι συμπτώματα παρουσίασες;
-Δεν ξέρω. Ο υπεύθυνος τηλεφώνησε.
-Να σου κάνουμε μία ένεση και να σε πάμε στο νοσοκομείο. Έχουμε έξω το ασθενοφόρο.
-Όχι, δεν πάω στο νοσοκομείο. Θα με συλλάβει η Αστυνομία.
-Μα χρειάζεσαι παρακολούθηση. Πρέπει να κάνουμε εξετάσεις αίματος και, αν χρειαστεί, να σου κάνουμε πλύση στομάχου.
-Δεν νομίζω να χρειαστεί. Έχω κάνει τρεις φορές εμετό. Μπορείτε κι εδώ να με παρακολουθείτε!
-Τι έγινε; Θα γίνει καλά; Ακούστηκε μια φωνή.
-Πρέπει να τον πάμε στο νοσοκομείο, επέμενε ο Άρης.
-Α, όχι! Αυτό δεν γίνεται. Θα σας φιλοξενήσουμε απόψε εδώ και αύριο, αν είναι καλά, να φύγετε ή αν χειροτερέψει, τον πάτε μαζί σας.
-Ένα τηλέφωνο να ειδοποιήσουμε τους δικούς μας, είπε ο Πανταζής.
-Στο βάθος του διαδρόμου.
-Συμβαίνει κάτι; Ρώτησε ο Άρης το συνάδελφό του.
-Όχι. Απλά έχω ένα κακό προαίσθημα. Σαν κάτι να μου λέει ότι πρέπει να φύγουμε από ’δώ.
-Το ότι πρέπει, δεν το συζητάω, αλλά βλέπεις είναι και το καθήκον.
-Τι στο καλό φοβάται ο φοιτητής; Δεν είναι και κανένας εγκληματίας!
-Πήγαινε να φωνάξεις τον οδηγό να είμαστε όλοι μαζί και κοίταξε να ’βρεις κάτι να φάμε.
Ο Πανταζής γύρισε με τον οδηγό και μερικά σάντουιτς. Βολέφτηκαν μέσα στο ιατρείο και ξάπλωσαν να ξεκουραστούν.
Η ώρα είχε φθάσει δέκα το βράδυ. Στους διαδρόμους πηγαινοέρχονταν οι φοιτητές και συνομιλούσαν άλλοτε δυνατά και άλλοτε σιγανά, λες και δεν ήταν όλοι τους βέβαιοι γι’αυτό που κάνουν.
-Κοιμάσαι; Ρώτησε ο Άρης τον Πανταζή.
-Όχι, σκέφτομαι.
-Τι σκέφτεσαι; Λες μ’αυτά τα συνθήματα που φωνάζουν οι φοιτητές, να πέσει η χούντα;
-Δεν νομίζω. Απλά σκέφτομαι αν ήμουν εγώ φοιτητής τι θα έκανα. Θα λάμβανα μέρος στο κίνημα ή θα ήμουν αμέτοχος;
-Εσύ τι θα έκανες;
Ο Άρης άργησε να απαντήσει. Από μέσα του γνώριζε πολύ καλά τι θα έκανε, αλλά του ήταν κάπως δύσκολο να το εκμυστηρευτεί στο συνάδελφό του. Δεν τον γνώριζε και τόσο καλά. Στο τέλος πήρε την απόφασή του. Θα εκδηλωθώ, σκέφτηκε, και ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει.
-Θα συμμετείχα!
Το είπε με τόση σιγουριά και κάπως δυνατά που το άκουσε ακόμη και ο άρρωστος φοιτητής. Άρχισαν να γελούν, λες και είπε κάποιο αστείο.
-Κι εμείς φοβόμαστε να σου εκδηλωθούμε νομίζοντάς σε για χουντικό, είπε ο οδηγός.
-Ποιοι εμείς;
-Να εγώ, ο κύριος Πανταζής και πολλοί άλλοι από το προσωπικό του Νοσοκομείου.
-Πώς είσαι; Ρώτησε ο Άρης τον άρρωστο.
-Πολύ καλύτερα. Δεν πονάω πια και η διάθεσή μου έχει καλυτερεύσει. Πηγαίνετε, όποτε θέλετε.
-Είσαι βέβαιος; Τον ρώτησαν και οι τρεις με μια φωνή.
-Ναι, ναι, είμαι καλά! Πηγαίνετε. Ευχαριστώ πολύ!
Ετοίμασαν τα πράγματά τους και κατευθύνθηκαν προς το ασθενοφόρο. Έβαλαν τα σύνεργα στη θέση τους και ετοιμάζονταν να μπουν στο ασθενοφόρο. Άκουγαν τα συνθήματα από τα μεγάφωνα που τα μετέδιδε μια γυναικεία φωνή. Ο δρόμος ήταν γεμάτος στρατιωτικούς, αστυνομικούς και πλήθος κόσμου.
-Εεεε, πού πηγαίνετε εσείς; Ακούστηκε μια φωνή.
-Να φεύγουμε. Ο άρρωστος είναι τελείως καλά και δεν μας χρειάζεται πια.
-Σας ευχαριστούμε για ό,τι κάνατε για το φίλο μας, αλλά δεν γίνεται να φύγετε. Μόλις ανοίξουμε την πύλη, θα ορμήσει ο στρατός και η αστυνομία. Δεν γίνεται να φύγετε απόψε. Αύριο... βλέπουμε...
Εκνευρισμένοι επέστρεψαν στο ιατρείο της Σχολής. Δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να μείνουν και να προσπαθήσουν να διανυχτερεύσουν εκεί.
Τραντάχτηκαν από έναν φοβερό ήχο που προερχόταν από το προαύλιο του Πολυτεχνείου. Πυροβολισμοί και κραυγές.
-Αδέλφια, μη μας σκοτώνετε! Μην πυροβολείτε! Είμαστε άοπλοι.
Ο Άρης και οι σύντροφοί του έτρεξαν να μπουν στο ασθενοφόρο. Ήθελαν να εξηγήσουν ότι δεν ήταν με τους κινηματίες, ότι ήταν γιατροί και ήλθαν να περιθάλψουν έναν ασθενή.
Ο Άρης, πιάνοντας τη λαβή της πόρτας του ασθενοφόρου ένοιωσε ένα τρομερό κάψιμο στα πλευρά του και σωριάστηκε δίπλα από το ασθενοφόρο. Το κεφάλι του βούιζε απ’τις φωνές και τους πυροβολισμούς. Πονούσε αφάνταστα.
Ο Πανταζής έτρεξε δίπλα του. Ξάφνου ο Άρης βλέπει δυο μάτια να τον κοιτάζουν. Δυο μάτια που είχαν το χρώμα του ουρανού και της θάλασσας, που θα μπορούσε να βυθιστεί μέσα τους. Δυο μάτια τόσο γνώριμα! Σκίρτησε. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά και γρήγορα, που κόντευε να σπάσει.
-Η θάλασσα, ο ουρανός...
Προσπάθησε να φωνάξει ένα όνομα: Ειρήνη!...με όση δύναμη του είχε απομείνει. Η λέξη, όμως βγήκε τόσο αδύναμη από το στόμα του που μόνον ο Πανταζής, που ήταν σκυμμένος πάνω του, μπόρεσε να την ακούσει.
-Παραμιλάει, λέει στον δηγό.
-Έλα να τον βάλουμε στο ασθενοφόρο και να’βρω κάποιον να μας επιτρέψει να φύγουμε. Εσύ βάλε τη μηχανή σε λειτουργία μαζί και τη σειρήνα.
Ο κόσμος έτρεχε παντού. Δυσκολεύτηκαν πολύ να βγουν από την αυλή στο δρόμο και ακόμη περισσότερο ώσπου να φθάσουν στο νοσοκομείο. Παντού ηχούσαν σειρήνες ασθενοφόρων και περιπολικών. Στρατιώτες παντού, λες και γινόταν πόλεμος.
Η Ειρήνη αντικρύζοντας τον πληγωμένο στο έδαφος ένοιωσε ένα σκίρτημα στην καρδιά. Αναρωτιώταν αν είχε και πού ξανασυνατήσει αυτόν τον νέο. Άδικος κόπος. Δεν μπορούσε να θυμηθεί κάτι.
-Και όμως, εγώ τον γνωρίζω! Το ξέρω πως τον έχω δει! Πότε, όμως; Στην Πράγα; Στην Ελλάδα αποκλείεται. Έφυγα τόσο μικρή που δεν θυμάμαι απολύτως τίποτε. Πρέπει, όμως, να θυμηθώ!
Έφερε στη μνήμη της όλους τους συμφοιτητές της στο Πανεπιστήμιο. Τίποτε. Τους νέους στην Ελληνική Παροικία, όταν πήγαιναν σε κάποια χοροεσπερίδα που διοργάνωνε ο Σύλλογος Ελλήνων φοιτητών της Πράγας. Τίποτε...
Θα ξεκινήσω από την αρχή, σκέφτηκε. Από τη νύχτα που κοιμισμένη με σήκωσε η μάνα μου και ξύπνησα σε ένα αυτοκίνητο Φθάσαμε σε ένα μέρος που μιλούσαν διαφορετικά και ύστερα σε ένα άλλο και σε κάποιο άλλο, ώσπου φθάσαμε στην Πράγα, στο σπίτι που μεγάλωσα.
Ρωτούσα συχνά τη μάνα μου: πότε θα ερχόταν ο Άρης να παίξουμε, όπως πρώτα. Πάντα μου έλεγε τα ίδια: Μην ανησυχείς, όπου νάναι θα έρθει και ο Άρης, μαζί με τους δικούς του, και θα είμαστε όπως παλιά!
Ο Άρης, όμως, δεν ήλθε και η όψη του άρχισε να ξεθωριάζει στη μνήμη μου, ώσπου έσβησε σχεδόν τελείως. Πήγαινα σχολείο, έκανα νέους φίλους και φίλες. Όσο ζούσαν οι γονείς μου δεν μιλούσανε ποτέ για τη ζωή τους στην Ελλάδα, λες και ήθελαν να ξεχάσουν την προηγούμενη ζωή τους στην πατρίδα.
-Θα μας σκότωναν, είπε κάποτε η μητέρα. Αν όχι εσένα κι εμένα, όμως τον πατέρα θα τον σκότωναν στα σίγουρα!
-Δηλαδή είμαστε κομμουνιστές! Μα αυτό είναι υπέροχο! Γι’αυτό μας δέχθηκαν εδώ, επειδή είμαστε σύντροφοι!
-Μην σε απασχολεί και τόσο αυτό. Κοίταξε να σπουδάσεις και μετά θα έχεις το χρόνο να μάθεις το τι έγινε στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο...
-Θα τους σκότωναν, σκέφτηκε η Ειρήνη. Όπως σκότωσαν τόσους, σήμερα στο Πολυτεχνείο! Όπως χτύπησαν και το νεαρό στο ασθενοφόρο. Πρέπει να τον βρω! Σήμερα κιόλας! Θα πάρω γραμμή όλα τα νοσοκομεία.
-Λυπούμαστε πολύ! Δεν επιτρέπεται να επισκεφθείτε τους θαλάμους. Πέστε μου το όνομα του ασθενή και το βαθμό συγγένειας και θα σας πω σε ποιον θάλαμο νοσηλεύεται.
Όλα τα γειτονικά νοσοκομεία έδιναν την ίδια απάντηση: πέστε μου ποιον ζητάτε και θα σας πάμε στον θάλαμο που νοσηλεύεται, αν νοσηλεύεται εδώ.
Η Ειρήνη τότε σκέφτηκε πως αν σύχναζε στους θαλάμους καπνίσματος των νοσοκομείων εναλλάξ κάθε μέρα και σε άλλο, τότε ίσως και να τον πετύχαινε. Νέος είναι. Δεν μπορεί, θα καπνίζει, σκέφτηκε.
Έβαλε το σχέδιό της σε εφαρμογή. Μια μέρα στο καθένα. Μια ολόκληρη μέρα. Τίποτε, όμως. Πέρασε μια βδομάδα χωρίς αποτέλεσμα. Απελπίστηκε και εγκατέλειψε την προσπάθειά της. Εκτός αυτού τρεις μόνον μέρες της είχαν μείνει πριν επιστρέψει και πάλι στην Πράγα.
Και τι κατάφερα σαράντα μέρες στην Ελλάδα; Γιατί, αλήθεια, έστειλαν εμένα εδώ, σε μια χώρα με δικτατορική κυβέρνηση; Όλες οι επαφές μου ήταν με καθηγητές Πανεπιστημίων, που οι περισσότεροι ήταν άσχετοι με το αντικείμενο των συνομιλιών και των σεμιναρίων. Γιατί, άραγε, έστειλαν εμένα; Μυστήριο! Όπως και να έχει το πράγμα, κάτι καλό βγήκε από την όλη υπόθεση. Γνώρισα την πραγματική μου πατρίδα. Όχι, όμως, και τη γενέτειρά μου. Πώς λεγόταν το μέρος των γονιών μου; Ούτε και που κοίταξα στο χάρτη να δω πού βρίσκεται. Θα το κάνω στην Πράγα, που θα έχω όλον τον χρόνο στη διάθεσή μου. Ίσως βρω κάτι τι που θα με διευκόλυνε, στα πράγματα της μαμάς. Το κουδούνι του τηλεφώνου διέκοψε τις σκέψεις της.
Της ζητούσαν να επιστρέψει όσο το δυνατόν γρηγορότερα, γιατί στην Ελλάδα, όπως μάθαιναν, η κατάσταση θα πήγαινε προς το χειρότερο.
Έφυγε την επομένη με την υπόσχεση στον εαυτό της να γυρίσει πάλι στην Ελλάδα, όταν αποκατασταθεί η ηρεμία.
Κάθισε συλλογισμένη στο κάθισμα του αεροπλάνου και έκλεισε τα μάτια της. Δυο μάτια ήρθαν στο νου της. Δυο μεγάλα καστανά μάτια με χρυσές πιτσίλιες που την ακολουθούν παντού, από όταν ήταν πολύ μικρή. Δυο μάτια που ήταν ίδια μ’εκείνα του νέου που κοίτονταν λαβωμένος δίπλα στο ασθενοφόρο και ασυναίσθητα ένα όνομα ψέλλισαν τα χείλη της: «Άρης». Τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα.
....................................................................................................................................
Τι ασυναρτησίες έλεγες, όταν χτυπήθηκες; Ρώτησε τον Άρη ο Πανταζής. «Ο ουρανός, η θάλασσα». Και ποια είναι αυτή η Ειρήνη, παρακαλώ; Ειρήνη λένε την φιλενάδα σου; Και γιατί το έχεις κρυφό;
-Παραληρούσα στ’αλήθεια; Δεν θυμάμαι τίποτε. Μόνο που νόμισα ότι είδα μια γνωστή μου που είχα να την δω γύρω στα εικοσιπέντε χρόνια.
-Και η θάλασσα, ο ουρανός; Έτσι την έλεγες τότε, όταν ήσουν επτά, οκτώ χρονώ;
-Πέντε.
-Τι πέντε;
-Πέντε χρόνων ήμουν. Από τότε δεν την ματαείδα.
-Είχες φιλενάδα στα πέντε σου;
-Όταν αναρρώσω, θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω, είπε ο Άρης κι έπεσε σε συλλογισμό.
-Ώστε αυτή ήταν! Η Ειρήνη! Τώρα κατάλαβε γιατί πήγαινε στη θάλασσα, γιατί κοίταζε τον καταγάλανο ουρανό και ηρεμούσε... Τώρα, βλέποντας τα δυο εκείνα μάτια, κατάλαβε γιατί έπαιρνε τις θάλασσες και τα βουνά για να είναι πιο κοντά στον ουρανό! Ήθελα να νοιώθω την Ειρήνη πιο κοντά μου. Και τη στιγμή που βρέθηκε τόσο σιμά μου, εγώ ήμουν ανήμπορος να αντιδράσω. Πρέπει να την βρω οπωσδήποτε!
Πέρασαν χρόνια. Η Δημοκρατία στην Ελλάδα έχει αποκατασταθεί προ πολλού. Ο Άρης γκριζομάλλης και μόνος αποφάσισε να εγκαταλείψει την Αθήνα και να επιστρέψει στον τόπο του.
Ανακαίνισε το πατρικό σπίτι, έδωσε τα κτήματα και τις ελιές με ένα μικρό ενοίκιο σ’έναν γείτονα και προσπάθησε να αποτοξινωθεί από το άγχος της πόλης.
Άρχισε να κάνει μακρινούς περιπάτους και να απολαμβάνει την υπέροχη φύση.
Ημέρα Κυριακή και απολάμβανε τον καφέ του στην πλατεία του χωριού, εκείνο το δροσερό πρωινό του Σεπτέμβρη. Μόλις είχε τελειώσει η λειτουργία και οι θαμώνες πλήθαινα στα διπλανά τραπεζάκια. Κάποια στιγμή το βλέμμα του πέφτει πάνω σε δυο καταγάλανα μάτια. Σκίρτησε για μια ακόμη φορά και πήγε να σπάει η καρδιά του. Σηκώθηκε και πλησίασε την τόσο γνωστή-άγνωστη, σαν μεθυσμένος.
-Τι σας συμβαίνει, κύριε;
-Από εδώ είστε;
-Ναι, εδώ γεννήθηκα. Σ’ένα τράφο, μια μέρα που έβρεχε βόμβες. Έτσι μου έλεγε η μάνα μου...
-Ειρήνη!!!
-Άρη...
Αγκαλιασμένοι κάθισαν στο παγκάκι κάτω από τον τραυματισμένο από τις βόμβες πλάτανο και ορκίστηκαν να μην χωρίσουν ποτέ πια...