Γρηγόρης Μοναστηριώτης - Γάκης

Ο ΓΙΑΓΚΟΣ

Το ποστάλι από την Κρήτη πλεύρισε στο νούμερο πέντε, στην Ακτή Μιαούλη. Ο Γιάγκος, ένας ψηλός μελαχροινός νέος, με πυκνά κατσαρά μαλλιά και μ’ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη, ακούμπησε στα ρέλια και παρακολουθούσε τους επιβάτες που κατέβαιναν την ξύλινη σκάλα του βαποριού. Δίπλα του είχε αποθέσει το ναυτικό του σάκκο με τα «προικιά» του που του είχανε μείνει μετά από εικοσιεφτάμηνη θητεία στο ναυτικό. Φορούσε τη στολή του ναύτη, χωρίς το καπέλλο και την κολαρίνα. Όταν πήγε να τα παραδώσει στην υπηρεσία, ο οπλονόμος του είπε να τα κρατήσει για ενθύμιο, αλλά να μην τα φοράει, γιατί τώρα ήταν πολίτης πια. Ελεύθερος!
Όταν ο κόσμος άρχισε να αραιώνει κάπως, ο Γιάγκος σήκωσε με το αριστερό του χέρι το σάκκο και τον πέταξε στον ώμο του. Φτάνοντας στη σκάλα έστριψε προς την πρύμνη και έκανε μία κίνηση να φέρει το χέρι προς το μέτωπο για να χαιρετίσει τη σημαία, όπως χαιρετίζουν οι ναύτες. Γρήγορα, όμως, αντιλήφθηκε ότι βρισκόταν σε επιβατικό πλοίο και το σπουδαιότερο πως ήταν πια πολίτης.
Παρατήρησε, όμως, πως μερικά βλέμματα τον κοίταζαν κάπως περίεργα και για να δικαιολογήσει την άσκοπη κίνηση, πέρασε τα δάχτυλα στα κατσαρά μαλλιά του. Στη στάση του λεωφορείου μερικοί γνωστοί του ευχήθηκαν «καλός πολίτης». Ο Γιάγκος δεν χρειαζόταν να τους ευχαριστήσει. Το μόνιμο χαμόγελο στα χείλη και η λάμψη του προσώπου του, από τη χαρά που ένοιωθε, φανέρωναν την ευγνωμοσύνη του.
Πέταξε το σάκκο σε μια γωνιά του δωματίου και ξάπλωσε στο ράντζο που το είχε αγοράσει την ημέρα που είχε έρθει στον Πειραιά, πριν οχτώ χρόνια. Άναψε τσιγάρο και έφερε το βλέμμα γύρω στο δωμάτιο λες και το έβλεπε για πρώτη φορά.
Από την εσωτερική τσέπη της μπελαμάνας τράβηξε το Απολυτήριο. Άρχισε να διαβάζει: Βασιλικόν Ναυτικόν. Β.Π.... Φύλλον Απολύσεως και Πορείας, Αριθμός Γενικού Μητρώου... Όνομα: Γιάγκος... Τόπος γεννήσεως κλπ, κλπ. Ετροφοδοτήθη μέχρι και την 11.04.1964. Εμισθοδοτήθη μέχρι και την 11.04.1964. Εδώ ο Γιάγκος έβαλε τα γέλια. Τι εμισθοδοτήθη και ετροφοδοτήθη, ρε παιδιά; Κοροϊδευόμαστε, τώρα; Μισθός πενήντα δύο δραχμές το μήνα; Όσο για φαΐ, ε, μπορεί να μην είναι της προκοπής, αλλά η αλήθεια, μας τάιζαν. Τώρα τι γίνεται; Σήμερα, άντε ακόμα αύριο και μετά τι θα φάμε;
Με τις πενήντα δύο δραχμές που μας δώσανε για δώρο; Πώς απολύεις έτσι, κυρία Πατρίδα, ένα στρατεύσιμο και του δίνεις πενήντα δύο φράγκα; Τι να πρωτοκάνει; Να πάει στο χωριό; Πώς; Τα ναύλα είναι με το καράβι 90 φράγκα και με το λεωφορείο 110. Κι άλλες είκοσι δραχμές για το λεωφορείο από την πόλη στο χωριό. Δεν φθάνουνε. Καλά για φαΐ. Σήμερα θα τη βολέψουμε στης κυρα-Κατίνας. Έχει, βλέπεις, κι εκείνη την ανηψιά πού΄χει μια μύτη σαν παπαγάλου και μας καλοπιάνει: «Γιάγκο μου, πάρε κουλουράκια πού ’φτιαξε η Σοφία μου...Γιάγκο μου να φέρεις τα ρούχα σου να τα πλένει η Σοφία μου... και μη θαρρείς πως θέλει τίποτα το κορίτσι.» Από καλωσύνη της, ρε κυρά-Κατίνα; Εδώ μυρίζει γάμος από χίλια μέτρα. Και εδώ που τα λέμε κι η Κλειώ να μην ήτανε, τι να κάνω την ανηψιά σου; Πώς θα την κυκλοφορώ στο δρόμο; Με κουκούλα; Επειδή έχει σπίτι; Και τι μ’αυτό, δικό της είναι; Άιντε, κύριε πατέρα της Σοφίας, επειδή εγώ είμαι μάγκας και πουλαράς, σου κάνω τη χάρη να παντρευτώ την κόρη σου και συ πήγαινε μαζί με την κυρά σου να πνιγείς! Και στην πιο μικρή, τι θα δώσεις; Τον αέρα; Ξέρω... Θα μου πεις ο Θεός έχει. Μέχρι που να παντρευτεί η μικρή, ο Θεός θα τα βολέψει. Όχι, κύριε Νίκο. Ο Θεός δε βολεύει τίποτα. Τουλάχιστον με μένα. Δεν ανακατεύομαι στις δουλειές του κι ούτε τον αφήνω να ανακατευτεί στις δικές μου. Και για να είμαι ειλικρινής και σπίτι να είχαν οι γονείς της Κλειώς ποτέ δεν θα μπορούσα να τους έστελνα στο νοίκι, εγώ ο πουλαράς.
Όχι, κυρά-Κατίνα. Δεν σου γίνεται το χατήρι, όσο και να με ταΐζεις. Εγώ και η Κλειώ συμφωνήσαμε. Θα με περιμένει να βρω μια σίγουρη δουλειά και μετά παντρευόμαστε. «Σίγουρη δουλειά» επανέλαβε σαν ηχώ ο Γιάγκος. Πού να βρεις σίγουρη δουλειά, όμως; Κι αυτή η τέχνη η έρμη που μπορεί μεν να ήταν καλή, αλλά δεν είχε πέραση. Κάτι πρέπει να κάνω, συλλογίστηκε.
Ξανασκέφθηκε την πιθανότητα να πάει στο χωριό. Έτσι για λίγες μέρες. Πάσχα έρχεται. Θα είναι ωραία. Άδειασε τις τσέπες του. Πενήντα, εξήντα, εξήντα εφτά δραχμές. Όχι, τα ναύλα δεν φτάνουν. Αλλά και όταν φτάσει στο χωριό, τι θα κάνει; Θα περιμένει χαρτζιλίκι από τον πατέρα; Όχι! Το χωριό αποκλείεται. Πρέπει να βρω δουλειά. Πλησίασε το τραπεζάκι που ήταν κοντά στο παράθυρο. Πάνω του ήταν ένα τραντζίστορ. Του το είχε δώσει ένας ξάδελφός του που έκανε ταξίδια Ιταλία-Ελλάδα. Γύρισε το διακόπτη και βρήκε ένα σταθμό. Εκείνη την ώρα έπαιζε ένα τραγούδι γνωστό. Γνωστό και παλιό. Το θυμόταν από το χωριό:«Aπόψε που υπάρχουνε τα τάληρα». Ποια τάληρα τσαμπουνάς, βρε τζιτζιφιόγκο; μουρμούρισε ο Γιάγκος, εδώ δεν υπάρχει σάλιο.
Ο Γιάγκος από μικρός αντιπαθούσε αυτά τα τραγούδια που μιλούσαν για τάληρα και ρομαντισμούς, γιατί η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Η φτώχεια, η πείνα, μαστίζει το λαό κι αυτοί μας πιπιλάνε με τα τάληρα και τα πλατς και πλουτς τα κουπιά μέσα στο κύμα και αηδίες, συνήθιζε να λέει.
«Και τώρα το δελτίον ειδήσεων: Ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών κλπ.κλπ, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας κλπ.κλπ. Το Συμβούλιο Εκκλησιών, καθώς και η ΔΕΜΕ δέχονται αιτήσεις για μετανάστες στην Αυστραλία. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επισκεφθούν τα Γραφεία των ανωτέρω Οργανισμών που παραδίδονται πληροφορικά σεμινάρια, καθώς και προβολή ταινιών μικρού μήκους, γύρω από τη ζωή και το χώρο της δουλειάς των μεταναστών στην Αυστραλία. Τέλος των ειδήσεων.»
Ο Γιάγκος έξυσε το κεφάλι του. Αυστραλία-Αυστραλία, μουρμούρισε. Κάπου το έχω ξανακούσει. Κάτω από το ράντζο του είχε μια ξύλινη βαλίτσα με κάτι μικροπράγματα και μερικά βιβλία που τα είχε πετάξει μέσα εκεί, πριν παρουσιαστεί για στρατιώτης.
Την άνοιξε και άρχισε το ψάξιμο. Ούτε παγκόσμιο χάρτη βρήκε, ούτε κανένα βιβλίο Γεωγραφίας των Ηπείρων. Τίποτα! «Αυστραλία-Αυστραλία», ξανασκέφτηκε. Αμ, βέβαια! Είναι η χώρα με τις φραγκοσυκιές. Αυτό είναι. Το θυμάμαι καλά. Κάποτε, λέει η Αυστραλία είχε γεμίσει φραγκοσυκιές και έστειλαν έναν Εγγλέζο ή ξέρω ΄γώ τι, να καθαρίσει τον τόπο από τις φραγκοσυκιές. Μάλιστα το βιβλίο της Γεωγραφίας είχε και τη φωτογραφία του. Ήταν ένας ψηλός και λιγνός μεσόκοπος με παχιά γενειάδα και κρατούσε ένα μπαστούνι σαν του παπα-Κώστα και φορούσε ψηλό καπέλο. Μα αυτή η χώρα είναι στου διαόλου τη μάνα! Για να πας, θα θέλεις τουλάχιστον ένα μήνα γεμάτο. Ήταν τα μόνα πράγματα που του είχαν κάνει εντύπωση. Ο ψηλός μεσόκοπος με το ψηλό καπέλο και το μπαστούνι και η απόσταση. Κοίταξε το ρολόι. Η ώρα ήταν πέντε και δέκα. Ας περάσω μια βόλτα από της Κλειώς το σπίτι. Μπορεί να κάθεται έξω στην αυλή, σκέφτηκε ο Γιάγκος. Σ΄όλο το δρόμο σκεφτόταν την Αυστραλία. Προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι περισσότερο. Τίποτε, όμως. Άδικα έσπαζε το κεφάλι του.
Η Κλειώ σκούπιζε την αυλή. Μόλις στον αντίκρυσε προς το δρόμο, άρχισε να κουνάει τη σκούπα μπροστά της, όπως κουνιέται το βαρίδι στο εκκρεμές. Ο Γιάγκος βράδυνε, κάπως, το βήμα του. Όταν την πλησίασε αρκετά, της είπε: «Στις εφτά πίσω από το φούρνο». Δεν περίμενε για απάντηση. Ο Γιάγκος ήξερε πως η Κλειώ θα ερχόταν στα σίγουρα.
Ακουμπισμένος στον πίσω τοίχο του φούρνου, σε μια σκοτεινή γωνιά, ο Γιάγκος περίμενε από τις εφτά παρά τέταρτο να φανεί η Κλειώ. Στο δρόμο δίπλα από το φούρνο έπαιζαν μερικοί πιτσιρίκοι. Θυμήθηκε για λίγο τα παιδικά του χρόνια. Όταν κι εκείνος ήταν ξέγνοιαστο παιδάκι κι έπαιζε με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Τώρα, όμως, δεν είναι πια παιδάκι. Δεν είναι ξέγνοιαστος. Πήρε την απόφασή του. Όταν έρθει η Κλειώ θα της μιλήσεις για τα σχέδιά του. Θα της πει τα όνειρά του. Μικροί είναι ακόμα. Θα πάει ο Γιάγκος να δουλέψει στην Αυστραλία για πέντε χρόνια. Όταν γυρίσει θα είναι εικοσιοχτώ χρονώ και η Κλειώ εικοσιδύο. Θα δουλέψει σκληρά και υπερωρίες για να χτίσουν ένα σπιτάκι, όπως το θέλουν. Θα ανοίξει και μια δική του δουλειά και θα ζήσουν ευτυχισμένοι.
Η Κλειώ ήρθε κατά τις εφτά και είκοσι. Φιλήθηκαν και ζάρωσαν σε μια σκοτεινή γωνιά, πίσω από κάτι βαρέλια. Αν και η βραδιά ήταν γλυκιά, η Κλειώ έτρεμε σαν χρονιάρικο δενδράκι, όταν το φυσά ο βοριάς. Ο Γιάγκος την τράβηξε στην αγκαλιά του. Εκείνη ακούμπησε στο πλατύ του στήθος κι όπως ο Γιάγκος την τύλιξε με τα δυο πελώρια χέρια του, δεν διακρινόταν καθόλου. Η ανάσα της του ζέσταινε το στήθος. Ο Γιάγκος υποχρεώθηκε να ακουμπήσει το μάγουλό του στο κεφάλι της γιατί, αν στεκόταν σε φυσιολογική στάση, ήταν σίγουρος πως η καυτή του ανάσα θα της έκαιγε το χαριτωμένο κεφαλάκι. Έμειναν έτσι αμίλητοι για λίγο.
Η Κλειώ έσπασε πρώτη τη σιωπή:
-Καλός πολίτης.
-Ευχαριστώ, απάντησε εκείνος.
-Πότε θα με παντρευτείς;
-Πρέπει να βρω δουλειά, πρώτα.
-Όπως νομίζεις. Ξέρεις, νομίζω πως σ΄αγαπώ περισσότερο απ΄ό,τι φαντάζομαι.
-Κι εγώ σ΄αγαπώ περισσότερο απ΄ό,τι νομίζεις.
-Θυμάσαι, την πρώτη φορά που μου μίλησες; Μ΄αρέσεις μου είπες.
-Αφού σ΄αρέσω να με παντρευτείς, μου απάντησες.
-Γιατί όχι; Μόλις απολυθώ, μου είπες. Θυμάσαι;
-Θυμάμαι Κλειώ αγάπη μου. Θέλω να σου πω κάτι και να μ΄ακούσεις προσεκτικά. Στην Αυστραλία ζητούν εργάτες. Λέω να πάω για πέντε χρόνια να δουλέψω εκεί. Κι όταν γυρίσω, μια ζεστή φωλιά θε να σου χτίσω.
-Πόσο μακριά είναι;
-Δεν ξέρω, αλλά είναι αρκετά μακριά. Και ναυτικός να γίνω, πάλι μακριά σου θα είμαι τον περισσότερο καιρό. Ενώ έτσι σε πέντε χρόνια γυρίζω, παντρευόμαστε και μένουμε αιώνια μαζί
Ο Γιάγκος ένοιωσε τα δάκρυά της να του καίνε το στήθος.
-Έλα, μην κάνεις έτσι. Ησύχασε. Δεν έφυγα ακόμη.
-Μόλις τώρα σε ρήκα και αμέσως φεύγεις, του είπε ανάμεσα στα αναφιλητά της.
Φιλήθηκαν και χώρισαν.
Ήταν όλα έτοιμα. Διαβατήριο, απαραίτητα χαρτιά μετανάστευσης και μια κομψή βαλιτσούλα που του έδωσε ένας φίλος του παπουτσής. Όλα έτοιμα πάνω στο τραπεζάκι του μικρού δωματίου. Δεν παράλειψε να αποχαιρετήσει κανέναν. Υποσχέθηκε πως κάτι θα έφερνε σε όλους από τη μακρυνή χώρα.
Την Κλειώ την είδε την παραμονή του ταξιδιού.
Ήταν αμίλητοι. Σφιχταγκαλιασμένοι, βουβοί, άφησαν τους χτύπους της καρδιάς να πουν όσα τα χείλη δεν μπορούσαν. Κάπου-κάπου η Κλειώ άφηνε έναν αναστεναγμό. Τότε ο Γιάγκος την έσφιγγε λίγο πιο δυνατά στην αγκαλιά του, σημάδι κατανόησης και παρηγοριάς. Δεν έμειναν περισσότερο από τη συνηθισμένη ώρα. Χώρισαν έτσι βουβοί, όπως ανταμώθηκαν.
Εκεί στη σκοτεινή γωνία του φούρνου, πίσω από τα βαρέλια, απόψε δόθηκε ένας όρκος. Μέστωσε μια αγάπη. Απόψε έγινε η ενσωμάτωση του Γιάγκου και της Κλειώς. Τίποτε πια δεν μπορεί να τους χωρίσει. Τον όρκο τον έδωσαν οι καρδιές κι όχι τα χείλη. Κι όταν ορκίζονται οι καρδιές, ο όρκος δύσκολα πατιέται.
Ο Γιάγκος ακουμπισμένος στη γέφυρα κάτω από το φιλιστρίνι του πηδαλιούχου, παρακολουθεί την κίνηση στην προκυμαία. Φωνές, χειρονομίες, γέλια, κλάμματα, όλα μαζί γίνονται κόμπος στο λαιμό. Κοιτάζει γύρω του. Οι συνεπιβάτες τους σηκώνουν στα χέρια, γελούν, φυσούν τις μύτες ή κοιτάζουν τον ουρανό.
Κοίταξε κι εκείνος. Τίποτε δεν είδε. Χάος απέραντο, άγνωστο. Πού πάει; Πού πάνε; Άγνωστο...
Στην προκυμαία δν είναι κανείς δικός του. Ούτε η Κλειώ. Πού να τολμήσει να έρθει η Κλειώ στην προκυμαία. Τι δουλειά έχεις εσύ στην προκυμαία; θα της έλεγε ο πατέρας της. Κι όταν πήγαινε χωρίς να του το πει πάντα θα υπάρχει ο φόβος μην τυχόν και τη δει κανείς γνωστός.
Ο Γιάγκος ένοιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος. «Είμαι ένας λιποτάχτης», συλλογίσθηκε. Όλοι μας εδώ μέσα είμαστε λιποτάχτες. Προσπαθούμε να ξεφύγουμε από κάτι. Από έναν αόρατο εχθρό. Ίσως και από έναν φτιαχτό αόρατο εχθρό. Γιατί δεν καθόμαστε να δουλέψουμε στην πατρίδα μας; Δεν έχει δουλειά; Ας δημιουργήσουμε δουλειά. Κοιτάξτε μας. Μας έχουν φορτώσει σαν την κοπριά και μας πάνε για λίπασμα σ΄άλλη χώρα. Κι εσείς γελάτε, κι εσείς κλαίτε. Κι εμείς χαιρόμαστε που φεύγουμε γιατί θα γυρίσουμε μια μέρα πλούσιοι.
Η καμπάνα της γέφυρας κτυπάει τρεις φορές. Οι κάβοι λύνονται. Η προπέλα αναταράζει τα νερά. Η μπουρού σκίζει την καρδιά της Κλειώς. Τα μεγάφωνα δίνουν οδηγίες στους ναύτες και τους επιβάτες.
Τα νησιά του Σαρωνικού σαν πετράδια στολίζουν τον κόρφο της Αθήνας. Ο Γιάγκος σέρνει το φυλαχτό από τον κόρφο του. Μέσα στο μαύρο πανί έχι μια τούφα μαλλιά της Κλειώς. Το φέρνει στα χείλη του. Το φιλεί. Το φέρνει στα μάτια του και σκουπίζει ένα δάκρυ. Το πιέζει στην καρδιά του και μουρμουρίζει: «Γρήγορα θα γυρίσω και μια ζεστή φωλιά θε να σου χτίσω».
Οι επιβάτες όρθιοι με μαντήλια στα μάτια ή τη μύτη στέκονται ένα γύρο από την κουβέρτα, κοιτάζοντας ο καθένας κατά τον τόπο του.
Δεξιά η Πελοπόννησος, αριστερά οι Κυκλάδες, πίσω τους η Αθήνα, η Ελλάδα, μπροστά η Κρήτη κι ύστερα τίποτε.
Οι γνώσεις σταματούν. Αρχίζει το άγνωστο. Μέρα με την ημέρα πλουτίζουν τις γνώσεις τους. Ακούν πράγματα που δεν τα είχαν ξανακούσει. Να το τελευταίο ελληνικό νησί. Η Γαύδος, κάτω από την Κρήτη. Θαρρώ πως έχει φυλακές πάνω. Παλιά ήταν λεπρονήσι. Πήγαιναν και άφηναν εκεί τους λεπρούς για να πεθάνουν.
Και η Κύπρος; Κατά πού πέφτει η Κύπρος; Δεν είναι η Κύπρος το τελευταίο ελληνικό νησί; Να! Εκεί κάτω αριστερά μας. Περνάμε από μακριά. Δεν διακρίνεται από εδώ. Είχε πια σουρουπώσει. Στον απριλιάτικο ουρανό μερικά ασπροσύννεφα ταξίδευαν ρέμπελα κατά την όρεξη του αέρα. Το πέλαγος ήταν ήσυχο, σκοτεινό. Όμως, τούτο το πέλαγος με φοβίζει. Τούτο δεν μοιάζει καθόλου με το πέλαγος του νησιούτου που έβλεπες το βυθό. Που έβλεπες τις πίνες σαν πουλάκια καρφωμένα στην άμμο, που έκανες χάζι τα καβούρια. Τούτο το πέλαγος είναι σκεπασμένο με σκούρο πάπλωμα που δεν αφήνει να διακρίνεις τι κρύβει μέσα του.
Στο Άντεν μπήκαν κι άλλοι ταξιδιώτες. Μερικοί ήταν Έλληνες από το Κογκό. Στο Κολόμπο ο Γιάγκος κατέβηκε να ξεμουδιάσουν τα πόδια του. Πεθύμησε τη στεριά. Μελαμψοί πραγματευτάδες, ντυμένοι σε άσπρη κελεμπία που ήταν μαύρη από τη λίγδα, διαλαλούσαν τις ψεύτικες πραμμάτειες τους σ΄ένα κράμμα από καμιά δεκαριά γλώσσες.
Το πλοίο σαλπάρει πάλι. Προορισμός Φρημάντλ Αυστραλίας. Από ΄κεί Μελβούρνη και ύστερα Σύδνεϋ.
Τώρα το άγνωστο γίνεται πιο αισθητό. Η απεραντοσύνη του ωκεανού σε κάνει να νοιώθεις μια ανασφάλεια. Το καράβι έχασε κάπως τη σταθερότητά του και άρχισε τα σκαμπανεβάσματα. Ο καπετάνιος έδωσε εντολή να μην περιφέρονται οι επιβάτες στα καταστρώματα.
Το «Φλαμίνια» ας το πούμε έτσι το καράβι που έφερε το Γιάγκο στην Αυστραλία πλεύρισε στον ντόκο οκτώ. Στην προβλήτα επικρατεί σχετική ησυχία. Δεν γίνεται εδώ το κακό και ο σάλος που γίνεται στον Πειραιά.
Μερικά μάτια είναι δακρυσμένα. Γιατί; αναρωτήθηκε ο Γιάγκος. Κλαίνε από χαρά ή λύπη; Όσοι είχαν έρθει με πρόσκληση τους παρέλαβαν οι γνστοί τους, οι συγγενείς τους. Τους έβαλαν στο «κάρο», όπως έλεγαν το αυτοκίνητό.
Όσοι ήρθαν με τη ΔΕΜΕ τους παρέλαβε μια επιτροπή με ένα διερνηνέα που ούτε Ελληνικά μιλούσε ούτε Αγγλικά και τους οδήγησε σε κάτι λεωφορεία. Θα τους πήγαιναν λέει σε έναν καταυλισμό, ώσπου να τακτοποιηθούν και να βρουν δουλειά.
Εκεί θα έμεναν ένα ή δύο μήνες, ανάλογα με την τύχη του καθενός ή την ειδικότητά του. Τους υπενθύμισαν ακόμη μια φορά τις υποχρεώσεις τους. Είναι λέει απαραίτητο να δουλέψετε δυο χρόνια στην εργασία που θα σας στείλουν. Αν δεν σας αρέσει και θελήσετε να φύγετε, θα πρέπει εκτός από τα ναύλα της επιστροφής σας, να πληρώσετε και τα έξοδα που έκανε η ΔΕΜΕ για να σας φέρει εδώ.
Υπάρχει αρκετή δουλειά. Όρεξη να έχετε μόνο. Και πολλά λεφτά. Στα τελευταία λόγια μερικοί χαμογέλασαν. Άλλοι έξυσαν το κεφάλι τους. Ίσως να άρχιζαν τους υπολογισμούς. Ένα αγοράκι τεσσάρων-πέντε χρόνων έβαλε τα κλάμματα. Τραβούσε τη μητέρα του από το φουστάνι και ρωτούσε πότε θα πάνε σπίτι τους. Ο πατέρας το μάλωσε. Ο Γιάγκος έρριξε ένα βλέμμα στον καταυλισμό. Του θύμισε στρατιωτικό Κέντρο Διερχομένων. Για την ακρίβεια κέντρο εκπαίδευσης νεοσύλλεκτων. Δεν πρόλαβε να απολυθεί και ξαναβρέθηκε στρατιώτης ντυμένος πολιτικά. Το είπε σ΄ένα διπλανό του. Εκείνος πέταξε χωρατεύοντας: «Λες να μας κουρέψουν κι όλας;»
Ο Γιάγκος αρκέστηκε να χαμογελάσει. «Μπονεγκίλα», σκέφτηκε. Εδώ Μπονεγκίλα. Στρατόπεδο συγκέντρωσης μεταναστών. Σταθμός απελπισίας. Αφετηρία ελπίδας. Τα πόδια ακόμα τρέμουν από το κούνημα του καραβιού. Από την πρώτη κι όλας μέρα, άρχισε η εκπαίδευση.
Μαθαίνεις να πίνεις τσάι με γάλα, το φημισμένο « κάπα τι» που μοιάζει σα να κατούρησε γάιδαρος στο μαστέλο της μπουγάδας. Σε χαιρετούν ή σε βρίζουν , δεν ξέρεις. Εσύ χαμογελάς, δεν έχουν λόγους να σε βρίσουν. Τα λίγα Αγγλικά που έμαθες δεν αρκούν να καταλάβεις. Μετά το πρωινό τσάι, το μάθημα αγγλικής γλώσσας, τραγουδώντας πατριωτικά τραγούδια: «It is a long way to Teperery» και «Waltzing Matilda», σίγουρος τρόπος να μάθει κανείς μια ξένη γλώσσα, σίγουρος τρόπος να σου εμπνεύσουν το αυστραλιανό εθνικό φρόνημα.
Εδώ Μπονεγκίλα. Σταθμός μιζέριας, αφετηρία ελπίδας. Εδώ σταματά το παρελθόν. Ξεχνιούνται όλα. Στόχος: εκπλήρωση πόθων. Όπως καθόταν έτσι σε μια γωνία του καταυλισμού, προσπαθώντας να ταξινομήσει τις σκέψεις του, τα όνειρά του μην ξέροντας από πού να πρωτοαρχίσει, μια φωνή δίπλα του διακόπτει τους συλλογισμούς.
Ο Γιάγκος γύρισε το βλέμμα προς τη φωνή. Μια γέρικη σιλουέττα μ΄ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη στέκεται δίπλα του. -Ρωμιός; ξαναρώτησε η φωνή. Ο Γιάγκος σέφτηκε πως τούτο το παράξενο γεροντάκι πρέπει να είναι Κωνσταντινοπολίτης ή Αλεξανδρινός. Μόνο αυτοί αποκαλούν τους Έλληνες Ρωμιούς. Το πρόσωπο του Γιάγκου έλαμψε από χαρά.
-Ναι, βιάστηκε να απαντήσει.
Η φωνή συνέχισε, σαν να μην είχε ακούσει την καταφατική απάντηση του Γιάγκου: « Όταν φύγεις από ΄δώ και πας εκεί, ξέρεις, έξω στον κόσμο, θάψε την ψυχή σου, θάψε ό,τι πολύτιμο έχεις. Γονιούς, πατρίδα, φίλους, αγαπημένη. Έτσι μόνο θα πετύχεις. Το βάρος είναι μεγάλο. Θα σε γονατίσει.»
Ο Γιάγκος έμεινε σύξυλος. Ακίνητος μη μπορώντας να αρθρώσει λέξη, έβλεπε τη σιλουέττα να απομακρύνεται σέρνοντας τα βήματα. Εκεί στην Μπονεγίλα ο Γιάγκος έβλεπε τα όνειρά του. Και τώρα ήρθε αυτός ο γέρος να του τα διαλύσει με δύο λέξεις. Στ΄αυτιά του βουΐζει η απαίσια λέξη: «Θάψε... θάψε... θάψε».
Πώς να θάψω τους γονείς μου, την πατρίδα μου, την αγαπημένη μου; Εγώ γι΄αυτούς ξενιτεύθηκα. Για λίγο. Να δουλέψω όσο μπορώ για να γυρίσω όσο πιο γρήγορα μπορώ κοντά τους. Πώς μπορώ να τους ξεχάσω; Πώς μπορώ να τους θάψω;
Όχι κάποιο λάθος θα κάνει ο γέρος. Κάτι θα του συμβαίνει. Ίσως και να είναι τρελός. Ναι, αλλά γιατί τρελλάθηκε; Τι συμβαίνει; Πώς όμως; Εδώ δεν μένουν για πολύ καιρό Έλληνες. Και με τα λίγα Αγγλικά που ξέρω, ίσως να μην καταλάβουν τι θα μου πουν οι Αυστραλοί. Ίσως, να μην ξέρουν και οι ίδιοι. Ίσως να μη μάθω ποτέ τι έχει συμβεί στο γέρο για να μιλάει έτσι. Για ένα πρέγλα, όμως, είμαι σίγουρος. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη μάνα μου, τον πατέρα μου, τους φίλους και την Κλειώ. Και περισσότερο απ΄όλα ποτέ δεν θα ξεχάσω την πατρίδα μου.
Αυστά τα πράγματα δεν γίνονται. Κανείς δεν ξεχνάει την πατρίδα του. Ποτέ!
Σε λίγες μέρες ο Γιάγκος άκουσε απ΄τα μεγάφωνα να τον καλούν στα γραφεία.
-Έλα, τυχεράκια, φεύγεις, του είπαν μερικοί γνωστοί.
Ο Γιάγκος τους χαμογέλασε όπως πάντα και άθελά του ήρθε στο νου του η ημέρα της απόσπασής του, μετά την ορκωμοσία. «Θα πας στην Κρήτη. Στο Ναύσταθμο της Σούδας. Εκεί είναι παροπλισμένο το ΗΦΑΙΣΤΟΣ. Θα παρουσιαστείς στον οπλονόμο, του είπαν, εκείνος θα σου δώσει νέες οδηγίες σε ποια υπηρεσία τελικά θα καταταχθείς.» Ο παραλληλισμός του φάνηκε ατόφιος. Στρατιωτικό σκέτο, σκέφτηκε. Τουλάχιστον στο ναυτικό ήξερα πως θα υπηρετήσω ειοσιεφτά μήνες. Σε τούτο το στρατιωτικό, πόσο θα υπηρετήσω; Θα είναι πέντε χρόνια, όπως υπολογίζω; Ή θα είναι καμμιά πενηνταριά;
Κτύπησε την πόρτα του γραφείου, κάπως δειλά.
-Εμπρός, ακούστηκε από μέσα μια φωνή.
Άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Είμαι ο Γιάγκος...
-Ναι, ναι, ξέρω, τον διέκοψε ο υπάλληλος. Πας για το Σύδνεϋ. Εδώ είναι η διεύθυνση και το όνομα του προϊσταμένου. Μπορείς να πηγαίνεις. «Καλή τύχη». -Ευχαριστώ, μουρμούρισε ο Γιάγκος. Ο υπάλληλος του φέρθηκε κάπως ψυχρά, σκέφθηκε. Αλλά πάλι ποιος ξέρει τι σκοτούρες θα έχει και αυτός, τον δικαιολόγησε στο νου του. Κατεβαίνοντας τις σκάλες του γραφείου, άρχισε να ψιχαλίζει. Τάχυνε το βήμα του και μπήκε στο δωμάτιό του για να μαζέψει τα πράγματά του.
Η ώρα ήταν τέσσερις παρά δέκα. Το τραίνο φεύγει στις πέντε. Είχε καιρό. Μάζεψε τα πράγματά του και έφτιαξε το δωμάτιό του να το βρει ο επόμενος επισκέπτης τακτοποιημένο. Βγήκε από το δωμάτιο και πήγε προς την καφετέρια να αποχαιρετίσει κανένα γνωστό από το καράβι. Στην είσοδο του καταυλισμού στάθηκε για λίγο και έστρεψε το βλέμμα προς τα παραπήγματα.
Τα ξύλινα κτίρια σχημάτιζαν ένα τεράστιο Π με μία μεγάλη τετράγωνη πλατεία. Στη μέση της πλατείας στηριγμένα σε ξύλινες κολώνες βρίσκονταν διάφορα γραφεία. Του θύμισε ένα πολεμικό έργο με Γερμανούς που είχε δει στον Πειραιά λίογο πριν απολυθεί. Έξω στην καφετέρια είχαν βγει δυο-τρεις πιο στενοί γνωστοί του. Σήκωσε το χέρι σα σε χαιρετισμό και απομακρύνθηκε από τον καταυλισμό.
Στο σταθμό έδως μια από τις λίρες που του είχε δώσει ο υπάλληλος στο μεταναστευτικό γραφείο που ζήτησε μονό εισιτήριο για Σύδνεϋ. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν ολομόναχος σε μια αχανή ήπειρο και ένοιωθε μια ανασφάλεια για τον εαυτό του. Μέχρι τώρα καλά τα κατάφερνε με τα λίγα Αγγλικα που είχε μάθει. Από ΄δώ και ύστερα αρχίζουν τα δύσκολα. Πεθύμησε καφέ. Η ώρα, όμως, δεν του το επέτρεπε. Το τραίνο έφευγε σε δέκα λεπτά. Δεν είχε ξαναταξιδέψει με τραίνο άλλη φορά, εκτός από τον ηλεκτρικό Πειραιά-Πέραμα ή καμμιά φορά που πήγαινε Πειραιά-Αθήνα. Μια φορά είχε πάει μέχρι την Κηφισσιά.
Πηγαίνοντας προς το κουπέ του, πρόσεξε πως η τραπεζαρία ήταν στο επόμενο βαγόνι. Πέταξε τα πρέγματά του σ΄ένα απ΄τα ντιβάνια και κατευθύνθηκε προς την τραπεζαρία. Λαχταρούσε να πιει έναν καφέ της προκοπής. Άδικος κόπος. Ο καφές ήταν σκέτο νερόπλυμα. Σκέφθηκε να γράψει κανένα γράμμα στους γονείς του και στην Κλειώ. Πού, όμως, να της το στείλει; σκέφθηκε. Αν το πιάσουν οι γονείς της, θα την εκθέσει. Στο μυαλό του ήρθε ο Προκόπης. Αυτό είναι, είπε. Θα προετοιμάσω τον Προκόπη και ύστερα θα κανονίσουμε πώς θα αλληλογραφούμε με την Κλειώ. Είναι καλός φίλος και δεν θα μου χαλάσει το χατήρι, συλλογίσθηκε. Στη θύμιση του φίλου του χαμογέλασε. Πόσα και πόσα δεν είχαμε κάνει με τον Προκόπη. Τι ζαβολιές, τι παιχνίδι!
Ο εσωτερικός του κόσμος επαναστάτησε. Ε, σύνελθε, άκουσε τον εαυτό του να λέει. Ακόμα δεν ήρθες και άρχισε η νοσταλγία; Δίκιο έχεις, είπε και άρχισε να γράφει γράμμα στον πατέρα του. Θα το ταχυδρομήσω στο Σύδνεϋ, όταν βρω πού είναι το ταχυδρομείο.
Στο σταθμό έδωσε το γράμμα στο σταθμάρχη που του είχε δώσει ο υπάλληλος του μεταναστευτικού γραφείου στην Μπονεγκίλα. Εκείνος του έκανε νόημα να περιμένει.Όταν άδειασε η πλατφόρμα από τους επιβάτες, ο σταθμάρχης τον πλησίασε.
-Μιλάς Αγγλικά; τον ρώτησε
-Κάτι λίγα.
-Θα φωνάξω ένα ταξί να σε πάει σ΄έναν ξενώνα. Το ταξί είναι πληρωμένο. Αύριο να πας στη δουλειά. Στον ξενώνα θα μείνεις μέχρι να βρεις φλατ ή δωμάτιο να νοικιάσεις. Καταλαβαίνεις; Καλή τύχη.
-Κατάλαβα, ευχαριστώ.
Με όλες αυτές τις ευχές και τα καλοτυχίσματα πρέπει να τα πάμε καλά εδώ, σκέφθηκε ο Γιάγκος.
Την άλλη μέρα το πρωΐ παρουσι΄στηκε στον αρχιεργάτη. Ήταν ένας ροδοκόκκινος, κοντόχοντρος, με κάπως μεγάλη κοιλιά που συνεχώς ρευόταν και ζητούσε συγνώμη. Του έδωσε να συμπληρώσει τα ανάλογα χαρτιά για την πρόσληψή του και τον συνεχάρηκε για τα Αγγλικά που ξέρει, με τόσο λίγο χρόνο που έχει στην Αυστραλία.
«Ο μισθός σου θα είναι δεκαπέντε λίρες την εβδομάδα. Η δουλειά σου θα είναι να βοηθάς στον Στηβ να μαζεύετε τους μουσαμάδες των εμπορικών τραίνων από τέσσερις σταθμούς. Απορώ πώς δεν έστειλαν έναν πιο ηλικιωμένο. Εσύ είσαι παιδί πράμα. Μπορούσες να έκανες μια πιο βαρειά δουλειά». Ξαναρεύτηκε και ζήτησε πάλι συγνώμη. Του μιλούσε λες και είχε γεννηθεί στην Αυστραλία. Πού να τα καταλάβει όλα! Μέσες άκρες, πάντως, έπιασε το νόημα. Στις λίγες μέρες που έχει εδώ, ένα πράγμα κατάλαβε για τους Αυστραλούς. Όταν τους πεις πως δεν καταλαβαίνεις Αγγλικά σου λένε «ξέχασέ το» και τελειώνει η υπόθεση. Αν τους πεις πως καταλαβαίνεις Αγγλικά, το στόμα τους πάει παπόρι, νομίζοντας πως τα Αγγλικά σου είναι άπταιστα.
Στον ξενώνα, τι ξενώνας, δηλαδή, κάτι ξύλινα στρατιωτικά παραπήγματα, παρόμοια της Μπονεγκίλας, κάθησε έξι μέρες. Για μια ακόμη φορά θυμήθηκε το στρατιωτικό. Ίδιες κινήσεις ρομπότ, εγερτήριο, πρόγευμα την καθορισμένη ώρα, έτσι και αργούσες, δεν είχε πρόγευμα. Το μόνο που έλειπε ήταν η αγγαρεία. Αλλά μήπως η δουλειά που έκανε δεν ήταν στρατιωτική αγγαρεία; Ευτυχώς που δεν πλήρωνε ενοίκιο. Αλλοιώς θα του κακοφαινόταν πολύ. Έτσι και αλλοιώς μόνον έναν ύπνο έκανε εκεί. Ποιος μπορούσε να φάει εκείνα τα φαγητά που μαγείρευαν οι Αυστραλοί.
Στη δουλειά ο Στηβ, ο Γιουγκοσλάβος είχε αρκετή υπομονή. Όταν ο Γιάγκος δεν τον καταλάβαινε, ο άλλος προσπαθούσε να του εξηγήσει με νοήματα ή άλλες ευρωπαϊκές λέξεις. Μια μέρα του λέει: « Γιάγκο», ήταν ο μόνος που μπορούσε να προφέρει το όνομά του. Οι άλλοι τον φώναζαν Τζων. «Άκουσε, λοιπόν, Γιάγκο. Κάθησε εδώ, μη φύγεις απ΄αυτή τη δουλειά. Μπορεί να μην έχει πολλά λεφτά, αλλά έχει καλή ζωή!»
Και τι να την κάνω εγώ την καλή ζωή; Εγώ ήρθα να δουλέψω για πέντε χρόνια κι ύστερα να γυρίσω στην πατρίδα μου. Τι δουλειά θέλω εγώ εδώ; Στο κάτω-κάτω δεν τους παρακάλεσα για να έρθω. Ζητούσαν εργάτες και ήρθα. Κανονικά είμαι προσκεκλημένος τους και πρέπει να με προσέχουν. Αλήθεια, πες μου, τι πάει να πει «γουόγκ»; -Σε είπε κανείς γουόγκ;
-Ναι, τι σημαίνει;
-Να... είναι ένα είδος βρισιάς που χρησιμοποιούν οι λευκοί Αυστραλοί για τους ξένους. Σημαίνει παλιοξένε ή βρωμοξένε.
Α! Τον μπάσταρδο. Κι αυτός τι είναι; Δεν είναι ξένος; Τι διαφορά έχει αυτός από μένα; Εγώ ήρθα σήμερα κι αυτός ήρθε χθες. Να μου το έλεγε ένας ιθαγενής, να του έλεγα και ευχαριστώ. Αλλά δεν βαριέσαι. Παντού τα ίδια γίνονται. Και στην Αμερική και παντού. Το ωραίο είναι που εγώ χαμογελούσα γιατί δεν ήξερα τις λέξεις. -Μην το πολυσκέφτεσαι. Δεν αξίζει τον κόπο. Σιγά-σιγά θα συνηθίσεις. Πάμε τώρα στο πάρκο για να αρχίσεις μαθήματα οδήγησης.
Η δουλειά που δούλευε ο Γιάγκος ήταν κρατική. Εταιρεία Σιδηροδρόμων Νέας Νότιας Ουαλίας. Έτσι λεγόταν επίσημα. Ανεπίσημα και στη γλώσσα των μεταναστών λεγόταν «ρέιλ-γουέις». Η πληρωμή γινόταν την Παρασκευή, κάθε δεκαπέντε. Με την πρώτη πληρωμή ο Γιάγκος δεν μπόρεσε να υπολογίσει τίποτε, γιατί δεν είχε πάρει φουλ γουέτζα, που λένε. Την επόμενη, όμως, μετά τη φορολογία καθάρισε εικοσιοχτώ λίρες και κάτι σελίνια. Κάθισε και τα υπολόγισε. Τώρα που θα πληρώνεται κανονικά, πρέπι να φύγει από τον καταυλισμό και να βρει δωμάτιο. Ας βάλουμε δύο λίρες για το νοίκι, σκέφθηκε. Όχι, πρέπι να αρχίσουμε κανονικά, είπε στον εαυτό του.
Εικοσιοχτώ λίρες το δεκαπενθήμερο μας κάνουν 14 λίρες την εβδομάδα. Τώρα ας αρχίσουμε με το νοίκι. Ας βάλουμε δύο λίρες. Άλλες δύο λίρες τσιγάρα, μας κάνουν τέσσερις λίρες. Ας πούμε να θέλω και άλλες πέντε λίρες φαΐ τη βδομάδα, μας κάνουν εννιά. Κάτι εισιτήρια, καμμιά μπύρα, κανένα σινεμά, τίποτε ρούχα, ας πούμε όλα μαζί άλλες τρεις λίρες τη βδομάδα. Μας μένουν και δύο λίρες. Μαζί με τα εισιτήρια για την επιστροφή στην πατρίδα και τίποτε δωράκια, βάλε να χρειάζονται 6.000 λίρες. Δηλαδή με αυτά τα δεδομένα, πρέπει να διαρέσουμε το 6.000 με το δύο για να βρουμε πόσες εβδομάδες πρέπει ν αδουλέψω. Με άλλα λόγια, αν περισσεύουν δύο λίρες την εβδομάδα, στο χρόνο θα έχω 104 λίρες. Για να κάνω έξι χιλιάδες, θα χρειασθούν περίπου εξήντα χρόνια. Είμαι 23 χρόνων και εξήντα, θα γίνω ογδόντα τρία. Και τι να πάω να κάνω πίσω στην πατρίδα; Και μέχρι τότε θα μπορέσω να δουλέψω; Α... όχι κάποιο λάθος πρέπι να κάνω.
Ή ίσως έκανα λάθος που ήρθα εδώ. Άκου εκεί να πρέπει να δουλέψω εξήντα χρόνια για να εξοικονομήσω έξι χιλιάδες λίρες. Και η Κλειώ; Τι θα γράψω στην Κλειώ; Ότι θα έρθω να παντρευτούμε το 2020μ.Χ.; Α, όχι... αυτά δεν γίνονται. Κάτι πρέπει να κάνω. Να δουλεύω υπερωρίες. Να βρω μια δεύτερη δουλειά. Πρέπει στα πέντε χρόνια να γυρίσω το δίχως άλλο.
Άρχισε ο Γιάγκος να ερευνά για να βρει δεύτερη δουλειά. Ρώτησε και κάτι γνωστούς της γειτονιάς και κάποιος που εργαζόταν καθαριστής σε μια εταιρεία υποσχέθηκε πως θα μιλούσε στον ργοδότη του. Σε λίγες μέρες ο Γιάγκος άρχισε τη δεύτερη δουλειά. Σηκωνόταν στις έξι το πρωΐ, δούλευε ως τις τέσσερις το απόγευμα κι από εκεί πήγαινε ίσια στην άλλη δουλειά για να αρχίσει στις πέντε το απόγευμα και να φθάσει στο δωμάτιό του κατά τις δέκα το βράδυ.
Η καινούργια δουλειά του άφηνε καθαρά επτά λίρες. Και δύο που περίσσευαν από την πρώτη δουλειά μας κάνουν σύνολο εννιά, σκέφθηκε. Τώρα κάτι γίνεται.
Για να δούμε πάλι. Χαρτί και μολύβι. Εννιά επί τέσσερα μας κάνουν τριαντα έξι λίρες το μήνα. Το πολλαπλασιάζουμε με το δώδεκα και γίνεται τετρακόσιες τριάντα δύο λίρες το χρόνο. Διαιρούμε το έξι χιλιάδες με το τετρακόσια τριάντα δύο και χρειαζόμαστε δεκατρία χρόνια και κάτι. Τώρα μάλιστα! Μπορούμε να χαμογελάσουμε. Να κόψουμε και το τσιγάρο και το σινεμά και την μπύρα, να πίνουμε νερό που είναι και υγιεινό και τζάμπα. Θα τα καταφέρω, θα τα καταφέρω! Πέντε χρόνια μόνο. Ούτε μέρα παραπάνω!
Δούλευε ο Γιάγκος από τις έξι το πρωΐ ως τις δέκα το βράδυ. Δούλευε και τα Σαββατοκύριακα. Βοηθούσε κάποιον που είχε φορτηγό και κουβαλούσαν σκουπίδια στο σκουπιδαρειό. Ο καιρός περνούσε και ο Γιάγκος δούλευε, έτρωγε και κοιμόταν.
Ο νους του πλημμύριζε αναμνήσεις. Η νοσταλγία έξυνε το φυλλοκάρδι του. Ο πόθος του, όμως, να γυρίσει στην πατρίδα, όσο πιο γρήγορα μπορούσε με το σχετικό κομπόδεμα, όλο και μεγάλωνε.
Σκεφτοταν και τους γονείς του. Πρέπει να στέλνει και κάτι σ΄αυτούς. Δεν είχε καλά-καλά φθάσει στην Αυστραλία, ζήτημα αν είχε δυο μήνες και έλαβε γράμμα πως μια από τις αδελφές του αρραβωνιάστηκε και όπου νάναι παντρεύεται. Κάτι πρέπει να κάνει κι εκεί. Να βοηθήσει. Το λέει ο άγραφος νόμος των παραδόσεων. Ήθελα νάξερα ποιος έβαλε αυτούς τους νόμους, σκεφτόταν ο Γιάγκος.
Τους νόμους αυτούς, όμως, τηρούσε. Δεν τολμούσε να τους αψηφήσει. Οι καταχτητές βλέπεις είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους. Αρκετές φορές και στο παρελθόν τον βασάνιζαν παρόμοιες σκέψεις. Ειδικά η πατριδολατρεία και η γονολατρεία. Ήταν, όμως, αληθινή λατρεία για την πατρίδα και τος γονείς; Ή ήταν ένα είδος ακαθόριστου φόβου, φόβου που ένοιωθε κάποιος, όταν αισθάνεται να τον πιέζει το βαρύ χέρι της εξουσίας;
Γιατί ο Γιάγκος κάθε άλλο παρά ελεύθερος ένοιωθε. Οτιδήποτε άλλο, παρά απελευθερωμένος. Γονείς και πατρίδα ασκούσαν πάνω του μία υπέρογκη επιρροή που στο άκουσμά τους έτρεμε. Άκουγε πως κινδύνευε η πατρίδα; Τον κυρίευε μια ταραχή που κρατούσε μέρες.
Όταν αρρώσταινε ο πατέρας ή η μητέρα; Μία μελαγχολία απλωνόταν σ΄όλο του το σώμα που έκανε να τρέμουν τα φυλλοκάρδια του. Ήτανε βλέπεις και κείνα τα ακαταλαβίστικα πράγματα που έλεγε ο δάσκαλος στις εθνικές γιορτές. Εκείνα που μιλούσαν για τα ελληνικά ιδανικά και το αθάνατο ελληνικό πνεύμα, που ποτέ του, όμως, αυτός ο ευλογημένος δάσκαλος δεν έκανε τον κόπο να εξηγήσει τι είναι αυτά τα ελληνικά ιδανικά κι αυτό το ελληνικό αθάνατο πνεύμα.
Και ο καιρός περνούσε. Το κομπόδεμα, όμως, δεν μεγάλωνε ανάλογα με τους υπολογισμούς του Γιάγκου. Μια μέρα το εκμηστηρεύτηκε σε ένα γνωστό του.
-Να παντρευτείς, του λέει εκείνος. Είναι ο μόνος τρόπος να κάνεις προκοπή. Ξέρεις τι είναι δύο γουέτζες; Μεγάλο πράγμα! Θα περνάτε με το μισθό της γυναίκας και ο δικός σου θα πηγαίνει στην τράπεζα. Μετά από λίγο καιρό θα έχετε μια γερή προκαταβολή, θα αγοράσετε ένα σπίτι και όταν το ξεχρεώσετε, το πουλάτε και φεύγετε για την Ελλάδα.
Ο Γιάγκος τον άκουσε μ΄ανοιχτό το στόμα. Να παντρευτεί, λέει... Και η Κλειώ; Και σε πόσα χρόνια ξεχρεώνεται ένα σπίτι; -Κι αν κάνουμε κανένα παιδί, τι γίνεται; ψέλλισε ο Γιάγκος.
-Να μην κάνετε παιδιά. Εδώ ήρθατε να δουλέψετε. Δεν ήρθατε να κάνετε παιδιά. Και μην ξεχνάς πως εδώ οι γυναίκες την ημέρα δουλεύουνε στο εργοστάσιο και το βράδυ στο σπίτι. Τους αρέσει. Έχει ένα σωρό καλές κοπέλες που θα κοιτάξουν το σπίτι σου και τα παιδιά σου. Και μην πάρεις καμμία ξένη γιατί όλες είναι του σκοινιού και του παλουκιού. Αυτές είναι όλο λούσο και τσιγάρο. Και μην τους πεις να κοιτάξουνε το σπίτι τους και τον άντρα τους. Ελληνίδα να βρεις. Δεν έχεις ακούσει την παροιμία που λέει: «Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο»;
Άκου εμένα που σου λεω. Ξέρω απ΄αυτά. Αν θέλεις πέρασε από το σπίτι ένα βράδυ. Μένουν μαζί μας δύο κορίτσια. Είναι πολύ καλές και οι δύο. Εγώ θα κάνω πως δεν ξέρω τίποτε. Παντρέψου που σουλέω και δεν θα βγείς χαμένος. Μη ζητάς αγάπες και κουραφέξαλα. Πρέπει να είναι κανείς πρακτικός σήμερα. Και μη νομίζεις πως αν τύχει της δικιάς σου καμμιά καλή τύχη, θα την κλωτσήσει. Η κοπέλλα θα σκεφθεί κι εκείνη πρακτικά. Σου λέει πού να περιμένω εγώ το Γιάγκο να γυρίσει από την Αυστραλία σε πέντε-έξι χρόνια. Έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Καλή είναι η αγάπη, αλλά δεν κάνεις προκοπή μόνος σου και ειδικά εδώ στην Αυστραλία.
Ο Γιάγκος έμεινε άναυδος. Θυμήθηκε τα λόγια της σιλουέτας της Μπονεγκίλας:«Αν θέλεις να προκόψεις, ξέχασέ τα όλα.»
Προσπάθησε να ταξινομήσει τα λόγια του «σοφού» γνωστού του. Να τα βάλει σε μια κάποια τάξη. Του στάθηκε αδυνατο. Όσο κι αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει τη λογική του γείτονα.
Του ήταν πιο εύκολο να εξηγήσει τα λόγια του τρελού της Μπονεγκίλας, παρά τις κουβέντες τούτου του γνωστικού γείτονα. Πώς να παντρευτεί; Και με ποια; Τι είναι ρέγγα, να πας στον μπακάλη και να την αγοράσεις; Έπεσε σε συλλογισμό. Στο νου του ήρθε το Φρημάντλ. Το πρώτο πόρτο στην Αυστραλία. Η προκυμαία κατάμεστη από κόσμο. Αρκετοί άνδρες γύρω στα πενήντα και βάλε κρατούσαν ανθοδέσμες. Τότε του φάνηκε περίεργο. Τώρα, όμως, κατάλαβε. Περίμεναν νύφες, ψιθύρισε. Περίμεναν τους συνεταίρους. Να δουλέψουν μαζί, να κάνουν σπίτια και παιδιά και να ζήσουν ευτυχισμένα. Είναι τόσο εύκολο; Περίεργο! Παράξενο! Κι όμως γίνεται. Και καλά οι πενηντάρηδες. Εκείνα, όμως, τα εικοσάχρονα παιδαρέλια, πώς γίνεται να παντεύονται μ΄αυτόν τον τρόπ; Προσπάθησε να δώσει μια εξήγηση. Ας υποθέσουμε πως στο χωριό μου είναι μερικά κορίτσια της παντρειάς. Γράφεις στους γονείς «αυτό κι αυτό». Μια από όλες θα δεχθεί. Δεν μπορεί. Κάποια θα δεχθεί. Της κάνεις πρόσκληση, έρχεται εδώ, παντρευόσαστε και τελειώνει η υπ΄θεση. Ή μήπως τότε αρχίζει;
Έτσι γίνεται. Άλλη εξήγηση δεν υπάρχει. Είναι βλέπεις και η νοοτροπία του Έλληνα. Ο τρόπος γαλούχησής του. Έτσι τον έμαθαν. Να βρει μια καλή κοπέλα, να κοιτάζει το σπ΄τι και τα παιδιά του. Το μόνο που δεν ξέρει ή δεν θέλει να ξέρει είναι αν αυτό το κοριτσόπουλο είναι έτοιμο για παντρειά από τη μια κι από την άλλη, αν είναι ικανό να κοιτάξει σπίτι και να μεγαλώσει παιδά. Τι ξέρει κι αυτό; Ό,τι θυμάται από τη μάνα του.
Ναι, αλλά εδώ δεν είναι χωριό που μεγαλώναμε σαν τα λιονταρόπουλα. Που μας παραδίνανε στον παπά και το δάσκαλο για να μας εκπαιδεύσουν. Εδώ είναι αλλοιώς τα πράγματα. Πώς να βοηθήσει τα παιδιά; Με τι γλώσσα; Τουλάχιστον αν ερχόταν η Κλειώ... Αλλά αυτή δεν θέλει να έρθει. Δεν την αφήνουν οι δικοί της. Θα τον περιμένει, του είχε γράψει την τελευταία φορά. Πώς, όμως, να της γράψει ότι μόνος δεν κάνεις προκοπή;
Το μόνο σίγουρο είναι πως κάτι δεν πάει καλά στην όλη υπόθεση. Να ξεκουμπιστείς τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα από την πατρίδα σου με σκοπό να δουλέψεις λίγα χρόνια για ένα κομπόδεμα και για να το αποκτήσεις πρέπει να παντρευτείς, σίγουρα κάτι δεν πάει καλά.
Μια μέρα ο Κωνσταντής, έτσι έλεγαν το γείτονα του Γιάγκου που ήθελε σώνει και καλά να τον παντρέψει, τον προσκάλεσε να πάνε εκδρομή την ερχόμενη Κυριακή. -Θα είναι δύο-τρεις οικογένειες και τα κορίτσια. Ξέρεις εκείνα που μένουν μαζί μου. Έλα να περάσουμε ωραία! Να πάρουμε και λίγο καθαρό αέρα, να καθαρίσουν λίγο τα πνευμόνια μας.
-Αν δεν έχει δουλειά, θάρθω, υποσχέθηκε ο Γιάγκος.
Ήταν η πρώτη φορά στα τριάμισυ χρόνια που θα πήγαινε κάπου. Τις προάλλες είχε πάει στον κινηματογράφο και σιχάθηκε. Το κτίριο ήταν ετοιμόρροπο. Το χαλί λες και δεν είχε καθαρισθεί ποτέ και το χειρότερο απ΄όλα, μόλις μπήκε στην αίθουσα, μια μυρωδιά τσίκνας τον χτύπησε στα ρουθούνια. Ορκίσθηκε να μην ξαναπάει σε τέτοιο σινεμά ποτές του. Και όπως σε όλες τις περιπτώσεις έκανε και εδώ τη σύγκριση με τους κινηματογράφους στην Ελλάδα. Μπορεί να μην είχαν παχύ χαλί στο δάπεδο, ούτε βελούδινα αναπαυτικά καθίσματα, ήταν όμως καθαρά και η αίθουσα μοσχοβολούσε. Ακόμη και οι υπαίθριοι.
Έστι έκανε πάντα ο Γιάγκος. Ό,τι πρωτοσυναντούσε, ό,τι πρωτόβλεπε, το παραλλήριζε με το αντίστοιχο της πατρίδας. Και πάντοτε η πλάστιγγα έγερνε προς το μέρος της Ελλάδας. Μόνο σε ένα υστερούσε: στις δουλειές. Γι΄αυτό δεν μπορούσε να πει τίποτε. «Ζωές νάχεις εδώ να δουλεύεις», έλεγε.
Η Κυριακή βρήκε το Γιάγκο χωρίς δουλειά. Δεν πειράζει, σκέφθηκε. Ας ξεκουραστούμε και μια μέρα. Και μια που είχε υποσχεθεί στον Κωνσταντή να πάει μαζί τους εκδρομή, πριν κοιμηθεί το Σάββατο το βράδυ έβαλε το ρολόι να χτυπήσει στις έξι.
Λίγο πριν πάει για ύπνο ήταν μαζί με τον Κωνσταντή. Και όπως ο Γιάγκος κρατούσε λίγο τους τύπους, τον αποκαλούσε «κυρ-Κωνσταντή» και καμμιά φορά «μαστρο-Κωνσταντή». Μάλιστα μια-δυο φορές ο Κωνσταντής του σύστησε να κόψει τα κυριλίκια και να τον λέει σκέτο Κων που ακούγεται πιο ωραία, παρά το Κωνσταντή. -Και την Ευτέρπη πώς θα τη λέμε, κυρ-Κωνσταντή; ρώτησε ο Γιάγκος.-Ας είναι. Μπορεί, όμως, να κόψω τα κυριλίκια, αλλά Κων δεν σε λέω.
-Γιατί τι άσχημο έχει το Κων;
-Μπορεί να μην έχει τίποτε άσχημο. Αλλά να...πώς να στο πω. Δεν μου πάει.
-Όπως θες. Αλλά τέρμα τα κυριλίκια, έτσι; Εδώ είμαστε όλοι μάιτς.
Οι γυναίκες , του είχε πει ο Κωνσταντής, τα είχαν ετοιμάσει όλα. Κεφτέδες, πστίτσιο, σαλάτες, όλα τα καλά. Και θα πάρουμε και τα μπάρμπεκιους να ψήσουμε κανένα τσοπ και κανένα σουβλάκι. Εσύ δεν χρειάζεται να φέρεις τίποτε. Είσαι καλεσμένος μου. Έλα, πάμε τώρα για ύπνο γιατί θα ξυπνήσουμε νωρίς. Να βάλεις το ρολόι στις έξι. Άιντε καληνύχτα.
-Καληνύχτα, είπε ο Γιάγκος και πήγε να ξαπλώσει.
Ένοιωθε μια παράξενη χαρά. Ο νους του πήγε πάλι στο νησί. Τελευταία φορά που είχε πάει εκδρομή ήταν τον καιρό που ήταν στην Τετάρτη Γυμνασίου. Είχαν πάει στην Πρέβεζα με καΐκι. Κάπου εξήνα-εβδομήντα μαθητές και μαθήτριες από διάφορες τάξεις. Η μάνα του είχε βάλει σ΄ένα κανιστράκι δύο αυγά βραστά, λίγο τυρί, ένα κομμάτι συκόπιττα και ο πατέρας τ΄αγόρασε μισή οκά ψωμί καθάριο και τούδωσε και δυο δραχμές ν΄αγοράσει μια γκαζόζα.
Με μιας το μικρό δωμάτιο της Μπερκ Στρητ στο Σάρρυ Χιλλς γέμισε από κόσμο, γέμισε από γέλια, χαρές και τραγούδια. Όλοι οι φίλοι του, οι συμμαθητές του, οι χωριανοί, τα κάρα στους δρόμους φορτωμένα με σανό, τούβλα, σταφύλια, πέτρες ή άμμο. Το καΐκι με ρότα την Πρέβεζα έσκιζε τα γαλάζια νερά. Στο αυτοκίνητο για την Κατούμπα, ο Γιάγκος είπε το όνειρό του στον Κωνσταντή. Εκείνος τον κοίταζε κάπως λυπημένα και παρατήρησε:
-Ονειρεύτηκες ή ονειροπολούσες;
-Όποιος πεινάει, κουλούρια ονειρεύεται, είπε πειραχτικά η Ευτέρπη.
-Εσύ, γυναίκα, να μιλάς κάθε Μεγάλη Παρασκευή, την αποπήρε ο άνδρας της.
Η Έφη για απάντηση του είπε να βάλει μια κασέτα στο κασετόφωνο.
Το πάρκο ήταν κατάμεστο από κόσμο. Παντού παιδικές φωνές και γέλια. Οι μεγάλοι καταγίνονταν με την περιποίηση της κοιλιάς. Ορισμένοι είχαν ανάψει τα μπάρμπεκιους και ήταν έτοιμοι να αρχίσουν το ψήσιμο.
Άλλοι πάλι μάζευαν ψιλά ξυλαράκια για προσάναμμα. Ο Γιάγκος έφερε το μάτι μια γύρα στο πάρκο. Παντού υπήρχαν αιωνόβια δένδρα που τα περισσότερα ήταν ένα είδος ευκαλύπτου. Που και που έβλεπες και καμμιά ιτιά. Κατά αποστάσεις υπήρχαν ψησταριές, άλλες με κάρβουνα ή ξύλα και άλλες δούλευαν με υγραέριο. Πιο πέρα υπήρχαν αποχωρητήρια, χωριστά ανδρών και γυναικών.
Εδώ η πλάστιγγα έγειρε προς το μέρος της προσωρινής πατρίδας. Εδώ της έδωσε άριστα με θαυμαστικό. Τέτοιες ευκολίες σε πάρκο εκδρομής, ο Γιάγκος δεν είχε δει ποτές του στην πατρίδα. Τέτοια πράγματα δεν υπήρχαν. Κι αν υπήρχαν, εκείνος δεν είχε πάει.
Κάθισε στη ρίζα ενός δένδρου και άναψε τσιγάρο. Ο νους του άθελά του ταξίδεψε στο χωριό του. Μόλις άρχισε να αντικαθιστά τους ευκαλύπτους με ελιές, ένα κοριτσάκι ήρθε και τον φώναξε να πάει για καφέ που είχε ψήσει η θεία Έφη.
Ο Γιάγκος χαμογέλασε. Από την πρώτη στιγμή που είχε έρθει στην Αυστραλία, ο κύριος και η κυρία για τα παιδιά μέχρι και 20-25 χρονώ, είχαν αντικατασταθεί με το «θείος» και «θεία».
Ευγενικό, σκέφθηκε ο Γιάγκος, πολύ ευγενικό, αλλά και την ίδια ώρα πολύ ειρωνικό. Κάθε φορά που κανένα παιδί τον φώναζε «θείο», του ερχόταν να γελάσει. Δεν φαίνομαι τόσο γέρος, συνήθιζε να λέει. Εκτός αυτού στο χωριό δεν συνήθιζαν αυτήν τη λέξη. Τα αδέλφια του πατέρα και της μάνας ήταν μπαρμπάδες και οι αδελφές θειές με τον τόνο στη λήγουσα και όχι θείες, όπως συνηθίζουν σε άλλα μέρη της πατρίδας.
Πάνω στον καφέ, άνοιξε η συζήτηση. Και όπως όλες οι συζητήσεις, άρχιζαν για τα κάλλη της Αυστραλίας. Την άφθονη δουλειά, τα αγαθά του ψυγείου και κατέληγαν πάντοτε με τη νοσταλγία για την πατρίδα, τις αναμνήσεις των παιδικών χρόνων.
Έτσι και στην εκδρομή. Κάποιος άρχισε να εξυμνεί την απεραντοσύνη των δσών, την ομορφιά του εδάφους και την προνοητικότητα των λευκών Αυστραλών να παραχωρούν ένα σωρό ευκολίες στα πάρκα και γενικά σε όλους τους κοινόχρηστους χώρους.
Είναι αλήθεια, παρατήρησε ο Γιάγκος. Σ΄όλη τη διαδρομή κατά διαστήματα πρόσεξε πινακίδες που πληροφορούσαν τους οδηγούς για χώρους ανάπαυσης με όλες τις ευκολίες. Σε κάποια στιγμή ένας της παρέας απευθύνθηκε στον Γιάγκο.
-Αλήθεια, Γιάγκο, πες μας γιατί δεν παντρεύεσαι; Και πριν του δώσει την ευξαιρία να απαντήσει συνέχισε: γιατί δεν βρίσκεις μια καλή κοπέλα να παντρευτείς κι εσύ. Νάχεις ένα σύντροφο να λες τον πόνο σου, να μη νοιώθεις μόνος;
-Ξέρεις, απάντησε ο Γιάγκος, δειλά. Εγώ ήρθα για να δουλέψω τέσσερα-πέντε χρόνια κι ύστερα να γυρίσω στην πατρίδα. Είναι εκεί μια καλή κοπέλα που με περιμένει. Δεν έχω σκοπό να φάω τη ζωή μου εδώ.
-Όλοι μας με τον ίδιο σκοπό ήρθαμε εδώ, είπε κάποιος άλλος, γύρω στα πενήντα. Όλοι μας ήρθαμε για πέντε-έξι χρόνια και είμαστε εδώ άλλοι τριάντα, άλλοι είκοσι, άλλοι έχουν θαφθεί σε τούτη τη γη κι άλλοι ήρθαν πριν τον πόλεμο και θάφθηκαν ή στην Κρήτη ή στην Αίγυπτο ή κάπου στη Μέση Ανατολή. Κι εγώ ήρθα για λίγα χρόνια, ακριβώς με την ίδια σκέψη, όπως κι εσύ.
Είχα και ΄γώ μια κοπέλα στο νησί. Φτωχός εγώ, φτωχειά κι εκείνη. Συμφωνήσαμε να έρθω να δουλέψω για λίγο καιρό και να γυρίσω πλούσιος. Έφτασα εδώ στον Αύγουστο του 1938. Ήμουν είκοσι χρόνων. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, κατατάχτηκα εθελοντής. Νόμισα πως θα με έστελναν στο μέτωπο. Στάθηκα άτυχος ή τυχερός, πάρτο όπως θέλεις. Με την κοπέλα έχασα κάθε επαφή. Όταν έληξε ο πόλεμος, της έγραψα δυο-τρεις φορές. Απάντηση δεν πήρα. Τα χρόνια περνούσαν και προκοπή δεν έκανα. Άρχισα να αυστραλοποιούμαι. Μπυραρίες, άλογα, στοιχήματα και τα ρέστα. Προσπαθούσα να απελευθερωθώ από κάτι. Δεν μπορούσα, όμως, να το ξεδιαλύνω. Δεν ήξερα τι με βασάνιζε. Ο πόθος να γυρίσω στην πατρίδα ή η αγάπη για την κοπέλα. Ήμουν μετέωρος. Μεταξύ ουρανού και γης. Το σώμα μου εδώ και η ψυχή μου στην πατρίδα. Άθελά μου είχα θεοποιήσει την πατρίδα. Για μένα ήταν μάνα, γυναίκα και μαιτρέσσα μαζί. Οι μέρες περνούσαν κάπως ευχάριστα ή αν θέλεις ξέγνοιαστα στη δουλειά με τους συναδέλφους. Οι νύχτες, όμως, ήταν μαρτυρικές. Τελικά δεν άντεξα και το 1955, μετά από δεκαεφτά χρόνια ξενητειάς, αποφάσισα να γυρίσω πίσω. Ήμουν πια τριανταεπτά χρόνων και ανύπαντρος.
Όταν έφθασα στην Ελλάδα, έκανα σαν μικρό παιδί. Θυμόμουν τους μεγαλύτερούς μου και τους συμμαθητές μου από το Δημοτικό, αλλά ήταν και μια στρατειά πιτσιρίκων που με κοίταζαν παράξενα. Είχα την εντύπωση πως έλεγαν:ποιος είναι τούτος; Ποιανού είναι;
Για την κοπέλα οι δικοί μου δεν είχαν αναφέρει τίποτε. Είχα μόλις πέντε μέρες στο χωριό, όταν αποφάσισα να πάω στη μεγαλύτερη αδελφή μου που ήταν παντρεμένη σε μια συνοικία πιο κάτω από το σπίτι μας. Εκείνη θα μου έλεγε για την Αντιγόνη, τι απέγινε, με περιμένει ακόμη ή παντρεύτηκε. Ο πόθος για την πατρίδα είχε τώρα κοπάσει και άναψε ο πόθος για την Αντιγόνη. Ένα παράξενο συναίσθημα με είχε κυριέψει. Σαν φόβος. Φοβόμουν να την αντικρύσω. Είχα σχεδιάσει στο μυαλό μου τι θα της έλεγα. Ξέρεις ο πόλεμος, η ξενητειά δεν βοήθησαν στο να κρατήσω το λόγο μου. Τώρα, όμως, είμαι εδώ. Λεύτερος!
Την είδα να έρχεται από την απέναντι κατεύθυνση. Κρατούσε στην αγκαλιά της ένα μωρό και ένα άλλο αγοράκι, γύρω στα πέντε, περπατούσε δίπλα της, κρατώντας την απ΄το φουστάνι. Όταν ήρθαμε αντιμέτωποι, γύρισε και φίλησε το μωρό που κρατούσε και με το λεύτερο χέρι της χάιδεψε το αγοράκι που περπατούσε δίπλα της στα μαλλιά. Ύστερα χαμήλωσε τα μάτια και δίχως να φανερώσει πως με πρόσεξε, συνέχισε το δρόμο της. Καθώς περνούσε δίπλα μου έστριψα μηχανικά και την παρακολουθούσα να απομακρύνεται. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και ένοιωθα τα γόνατά μου να λυγίζουν. Λίγο πριν τη σρτοφή του δρόμου γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος μου και σήκωσε το χέρι. Δεν μπόρεσα να διακρίνω, αν με αποχαιρετούσε ή έκανε καμμιά περιφρονητική χειρονομία γιατί τα μάτια μου είχαν βουρκώσει. Στο μήνα πάνω παντρεύτηκα την Καλλιόπη και ήρθαμε πίσω στην Αυστραλία. Πόσο θα κάτσουμε εδώ; Ποιος ξέρει. Ίσως για λίγο ακόμη. Ίσως και για πάντα. Για ένα πράγμα, όμως, είμαι σίγουρος. Πως για να ριζώσω σε τούτη τη γη είναι δύσκολο. Δύσκολο πολύ. Γι΄αυτό, παιδί μου Γιάγκο, αν δεν πετύχεις να πλουτίσεις, μη θυσιαστείς. Δεν αξίζει. Φύγε, όσο πιο γρήγορα μπορείς. Όση ώρα μιλούσε σου έδινε την εντύπωση πως ένας-ένας της παρέας απομακρυνόταν και στο τέλος είχε μείνει μόνος και μονολογούσε. Ήταν συγκινημένος, αλλά δεν φαινόταν αυτό να τον ενοχλούσε.
Άναψε τσιγάρο και απομακρύνθηκε από την παρέα. Η γυναίκα του τον ακολούθησε. Περασε το χέρι της στη μέση του κι εκείνος έφερε το δικό του στους ώμους της. Ο Γιάγκος θαύμασε τη μεγαλοψυχία και την κατανόηση της κυρα-Καλλιόπης.
Ο Γιάγκος ξαναθυμήθηκε τη σιλουέτα της Μπονεγκίλας. «Αν θες να πετύχεις σε τούτη τη χώρα, ξέχασε τα πάντα.» Τώρα ο Περικλής του έλεγε κάτι παρόμοιο. Ναι, αλλά τον καιρό που ήρθε ο Περικλής ήταν άλλα χρόνια. Ο πόλεμος, η Ευρώπη έβραζε. Ο κόσμος όλος έβραζε. Και μετά στην Ελλάδα ο Εμφύλιος. Τώρα, όμως, είναι διαφορετικά. Θα τα καταφέρω! Και πάλι σε λίγο: «πώς θα τα καταφέρω;»
Τέταρτος χρόνος είναι πουβρίσκομαι εδώ και ζήτημα αν έχω αποταμιεύσει δύο χιλιάδες λίρες. Μου λείπουν ακόμη τρεις και τα ναύλα. Πώς θα τα καταφέρω; Και ο τιμάριθμος όλο και ανεβαίνει. Αυξάνεται και η αξία των ακινήτων. Πριν έρθω εδώ , ένα διαμέρισμα σε προάστειο της Αθήνας κόστιζε γύρω στις 250 με 270 χιλιάδες δραχμές. Τώρα έχει φθάσει στις τριακόσιες με τριακόσιες είκοσι. Και μέχρι να γυρίσω πίσω ίσως να φθάσει στις τετρακόσιες με πεντακόσιες χιλιάδες. Κάτι δεν υπελόγισα καλά, όταν πήρα την απόφαση να ξενιτευθώ. Κάτι το σημαντικό θα παρέλειψα. Τώρα, όμως, είναι αργά γιατί και να το ανακαλύψω δεν βγαίνει τίποτε. Κάτι ρέπι να κάνω, αλλά τι όμως;
Για να δουλεύω περισσότερες ώρες δεν γίνεται. Να φύγω. Καλά είπε ο Περικλής. Να φύγω όσο το δυνατό γρηγορότερα. Ναι, αλλά πώς να φύγω; Τι να πω στην Κλειώ; Μου φάνηκε βαρειά η ξενητειά, κιότεψα και νάμαι; Όχι, δεν θα φύγω. Δεν θα φύγω πριν τελειώσω το σκοπό μου. Δεν θα φύγω, πριν φέρω εις πέρας την αποστολή μου, όπως μας λέγανε στο ναυτικό που μας είχαν ταράξει στην καθαρεύουσα.
Εδώ ο Γιάγκος γέλασε. Θυμήθηκε τις ελληνικούρες που λέγανε στο στρατό, χωρίς να ξέρουνε τι λέγανε. Για παράδειγμα ο κυβερνήτης ή ο αξιωματικός υπηρεσίας έπερεπε να δοκίμαζε το φαγητό πρωΐ, μεσημέρι, βράδυ. Ένας ναύτης έφερνε δείγμα σε ένα δίσκο, στεκόταν προσοχή στον αξιωματικό υπηρεσίας κι έλεγε: « Ευπειθώς παρουσιάζω δείγμα δείπνου πληρώματος». Χάθηκε ο κόσμος νάλεγε πως «σας έφερα να δοκιμάσετε το βραδυνό φαγητό;»
Η πιο μεγάλη πλάκα, όμως, ήταν το πρωΐ που φώναζε ο σκοπός της σκάλας του καραβιού: «ακράτισμα προ άριστον». Όχι. Και κάτι άλλο έλεγε. Α! Ναι: « Έγερσις, ακράτισμα, προ άριστον». Και όλα αυτά για να μας πει να σηκωθούμε και να πάμε για πρωϊνό ή κολατσιό. Και τι πρωϊνό! Τσάι με σαρδέλλες αρμυρές. Και όμως. Το στρατιωτικό περιβάλλον ήταν πιο ευχάριστο από τούτο ΄δώ αυτής της χώρας. Οι άνθρωποι πηγαίνουν σαν κουρδισμένες κούκλες. Οι κινήσεις σπασμωδικές. Δουλειά, φαΐ, ύπνο. Μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, το ίδιο βιολί. Ένα μεγάλο στρατόπεδο που κινείσαι ελεύθερα, αλλά με αυτοπεριορισμούς. Και το σύστημα έχει βρει το κόλπο και αρμέγει τον καταναλωτή κανονικά, πάντα για το καλό του σκέφτεται. Τον παρακινεί να αγοράζει ψυγείο, να πληρώνει τόκους, να αγοράζει τηλεόραση, στερεοφωνικό, αυτοκίνητο για να πληρώνει τόκους, αφού πρώτα πληρώσει τον εβδομαδιαίο φόρο του, χωρίς νάχει καμμιά παροχή, όταν γεράσει, να πληρώνει ιδιωτική ιατρική και φαρμακευτική ασφάλεια μην τύχει και αρρωστήσει και μετά αλλοίμονό του! Κι εγώ σ΄αυτόν τον κυκεώνα να προσπαθώ τώρα κοντά τέσσερα χρόνια για να οικονομήσω πέντε χιλιάδες λίρες.
Κακά τα ψέματα. Η προπαγάνδα για να μας τραβήξουν στην Αυστραλία, μας την έφερε κανονικά. Πού είναι τα μεγαλεία που μας έδειχναν στα κινηματογραφικά σλάιτς; Πού είναι τα χαμόγελα και τα αγκαλιάσματα των Αυστραλών; Όλο παλιόξενους μας ανεβάζουν, παλιόξενους μας κατεβάζουν. Όσο για ποιότητα δουλειάς, όλο στις πιο βρώμικες και στις πιο βαρειές μας στριμώχνουν. Και από πάνω λέμε και ευχαριστώ. Η κυρά-Καλλιόπη λέει πως πρέπει να χρωστάμε ευγνωμοσύνη. Τζάμπα μας ταΐζει; Δεν δουλεύουμε; Στο κάτω-κάτω, αν δεν μας ήθελε, ας μη μας καλούσε νά ΄ρθουμε. Όχι με το παραμικρό να μας βρίζουνε κι εμείς να γελάμε γιατί δεν ξέρουμε αν μας βρίζουν ή όχι! Κι αν καμμιά φορά κανείς μας μπορέσει να τους πει ότι η ζωή στο χωριό του ήταν πιο ευχάριστη, του απαντούν να γυρίσει πίσω, αφού δεν του αρέσει εδώ. Ναι, να γυρίσει πίσω. Πώς όμως; Και καλά, ένας λεύτερος γυρίζει εύκολα. Ένας παντρεμένος με δύο-τρία παιδιά πώς γυρίει πίσω; Πού να πάει; Που όταν ξεκινούσε για το μεγάλο ταξίδι του εύκολου πλούτου, που βγήκε σκέτο παραμύθι, είχε πουλήσει όλα τα υπάρχοντά του, αυτός πώς θα γύριζε πίσω, κύριε ετοιμόλογε Αυστραλέ; Είναι Ιούλιος. Όχι εδώ δεν κάνει ζέστη. Στο χωριό του Γιάγκου κάνει ζέστη. Ο κόσμος γυρίζει με τα πουκαμισάκια ή τις αθλητικές φανέλες. Εδώ είναι μεσοχείμωνο. Ο Ιούλης είναι ο Γενάρης της Ελλάδας. Και είναι χειμώνας βαρύς. Η μοναξιά τον κάνει ακόμα πιο βαρύ. Ο Γιάγκος εργάζεται σε υαλουργείο. Χειρίζεται τη μηχανή που καθαριζει την άμμο που ειδικά λουριά τη μεταφέρουν στεγνή στους φούρνους.
Πιάνει δουλειά στις έντεκα πριν τα μεσάνυχτα. Σχολάει στις εφτά το πρωΐ και πηγαίνει ίσια στην άλλη δουλειά που πρέπει να χτυπήσει κάρτα στις εφτάμισυ. Τούτη η νύχτα είναι πιο παγερή από τις άλλες, είπε από μέσα του ο Γιάγκος. Τουλάχιστον αν υπήρχαν τοίχοι γύρω, θα έκοναν λίγο τον αέρα. Πώς επιτρέπεις, κύριε γραμματέα του συνδικάτου να στήνουν τέσσερις κολώνες με μια σκεπή και να βάζουν ανθρώπους να δουλεύουν από κάτω; Καλά το καλοκαίρι. Το χειμώνα, όμως, τι γίνεται; Και δούλευε ο Γιάγκος μόνος του τη νύχτα. Ψυχή δεν έβλεπε. Το υπόλοιπο εργοστάσιο ήταν γύρω στα τριάντα μέτρα μακριά. Κάπου είχε βρει έναν τενεκέ, έβαζε μέσα χαρτιά και ξύλα και καθόταν δίπλα στη φωτιά για να ζεσταθεί κάπως.
Έτσι έκανε κι απόψε. Όταν παρέλαβε τη βάρδιά του, έκανε τη γύρα να δει αν οι μηχανές δουλεύουν κανονικά και μετά ετοίμασε τον ντενεκέ. Μέχρι να ανάψουν τα ξύλα έκανε ακόμα μια βόλτα να σιγουρευτεί πως όλα ήταν στην εντέλεια. Κανόνισε κάπως το νερό και μείωσε την ταχύτητα των μηχανών για να μην πηγαίνει πολλή άμμος στους μεταφορείς. Ύστερα γύρισε και κάθισε σ΄ένα πλαστικό κιβώτιο από γάλα.
Δεν άργησαν να έρθουν οι αναμνήσεις. Ξετυλίχθηκαν μπροστά στα μάτια του σαν κινηματογραφική ταινία. Κάθε γεγονός, κάθε πρόσωπο αγαπητό ή μη. Τα παιδικά χρόνια. Τα χρόνια του Εμφύλιου. Οι σκοτωμένοι που τους έφερναν σκεπασμένους με μια σημαία. Άλλοι που τους έφερναν τυλιγμένους σε μια κουβέρτα. Περίεργα πράγματα για τότες. Τώρα ο Γιάγκος ξέρει το γιατί.
Τα μάτια έκλειναν σιγά-σιγά. Η φωτιά ζέσταινε το σώμα, ηρέμιζε το νου. Ο Γιάγκος δεν βρίσκεται πια στην Αυστραλία. Έφυγε για το χωριό του. Ήταν Αλωνάρης. Η θάλασσα είναι γαληνεμένη. Βρίσκεται ανάμεσα σ΄όλη την τρελοπαρέα. Χαίρεται τη θάλασσα. Κάνει μακροβούτια. Τρέχει με τ΄άλλα παιδιά να δει αν έπιασε τίποτε η τράτα στην απογευματινή καλάδα.
Σε λίγο η όψη του, όμως, αλλάζει. Τώρα είναι έφηβος κοντά στα είκοσι. Φαίνεται να είναι λυπημένος. Άθελά του πίκρανε τη Μαριώ. Είχαν μεγαλώσει σχεδόν μαζί. Σχολείο μαζί πήγαιναν. Στο παιχνίδι μαζί. Δηλαδή όλα τα γειτονόπουλα. Ήταν όλα σαν αδέλφια. Τίποτε το πονηρό δεν περνούσε από το μυαλό τους. Η Μαριγώ ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερή του. Στα δεκαοχτώ της βρέθηκε να σκάβει, να ραντίζει τ΄αμπέλα για δέκα φράγκα την ημέρα. Έφυγε για την Αθήνα. Βρήκε δουλειά σ΄ένα εργοστάσιο και ήταν πολύ ευχαριστημένη. Μάλιστα, όταν ο Γιάγκος πήγε στον Πειραιά, πήγαινε κάπου-κάπου και την έβλεπε. Το δεύτερο καλοκαίρι η Μαριώ πεθύμησε το χωριό. Πήρε την άδειά της και κατέβηκε. Συμπτωματικά είχε πάει και ο Γιάγκος στο χωριό μετά το κλείσιμο των σχολείων. Ένα βράδυ ο Γιάγκος κατηφόριζε για το σπίτι, όταν ξαφνικά σε μια στροφή έρχεται σχεδόν πρόσωπο με πρόσωπο μ΄έναν «άγγελο». Δεν άντεξε στον πειρασμό και της πέταξε ένα φιλοφρόνημα. Η γνώριμη φωνή της Μαριώς ακούστηκε σαν κανονιά στ΄αυτιά του Γιάγκου.
-Καλά οι άλλοι, ρε Γιάγκο! Αλλά και συ ακόμα;
Ο Γιάγκος άλλαξε χίλια χρώματα. Ζήτησε συγνώμη και η Μαριώ του εξήγησε.
-Από τη μέρα που ήρθα στο χωριό, πουτάνα με ανεβάζουν, πουτάνα με κατεβάζουν, ρε Γιάγκο. Γιατί; Τι τους έκανα; Επειδή φοράω ένα φουστανάκι της προκοπής; Επειδή δεν τυλίγομαι κι εγώ σαν τη Μέλπω με την μπελαμάνα και τα ροκέτα; Γιατί, βρε Γιάγκο; Και το χειρότερο να γελάνε πίσω από την πλάτη του πατέρα μου. Αλλά σε διαβεβαιώνω πως ο πατέρας μου μπορεί να φοράει τη σκούφια του στραβά γιατί το μέτωπό του είναι καθαρό. Μπορεί να πήγα στην Αθήνα, δουλεύω, όμως, σε εργοστάσιο και όχι σε καμπιέλο ούτε σε καμπαρέ. Αλλά τι περιμένεις από τους αγράμματους χωριάτες. Κι εδώ που τα λέμε κι εγώ έτσι σκεφτόμουν, πριν πάω στην Αθήνα. Θυμάμαι, όταν ερχόταν καμμιά ξένη ή καμμιά Αθηναία ντυμένη κάπως ανθρωπινά, πουτάνες τις φωνάζαμε. Δεν θυμάσαι;¨-Ναι, Μαριώ. Δυστυχώς θυμάμαι. Πώς όμως να βγάλεις αυτές τις ιδέες από τούτους τους χωριάτες; Δεν θυμάσαι που κάναμε τον κακομοίρη το Θρασύβουλο να φύγει άρον-άρονα επειδή η γυναίκα του ήταν ξένη; Του καθενός η μάνα και η αδελφή είναι τίμιες μόνο, των άλλων είναι πουτάνες, όπως λες.
-Ναι, αλλά γιατί να σκέφτονται έτσι Γιάγκο; Γιατί πικραίνουν τους ανθρώπους;
Και η Μαριώ έφυγε και αυτή άρον-άρον. Άντεξε όλες κι όλες πέντε μέρες στο χωριό. Είχε έρθει να δει τους γονείς της, τις φίλες, τους συγχωριανούς της, το σπίτι της. Κι έφυγε σ πέντε μέρες. Την έδιωξαν. Κι ο Γιάγκος είναι λυπημένος που πίκρανε κι αυτός τη Μαριώ.
Ένοιωσε ένα χτύπημα στον ώμο. Ταράχθηκε. Άνοιξε τα μάτια. Μπροστά του ένας ντενεκές με αποκαΐδια. Παραπέρα κάτι μηχανές σταματημένες. Δίπλα του ο επιστάτης του υαλουργείου. Κατάλαβε. Είχε αποκοιμηθεί και ονειρευόταν το χωριό του. Δεν είχε φύγει από την Αυστραλία. Ψιθύρισε ένα συγνώμη στον επιστάτη και έτρεξε να ερευνήει τι είχε συμβεί. Οι μεταφορείς ήταν γεμάτοι άμμο. Το υπόγειο κι αυτό. Ο λάκκος υπερχείλισης γεμάτος. Θύμωσε με τον εαυτό του. Άρχισε να φτυαρίζει την άμμο απ΄ το υπόγειο για να ελευθερωθούν οι ιμάντες μεταφοράς. Λίγο πριν τελειώσει η βάρδιά του, τα λουριά είχαν ελευθερωθεί και μετέφεραν την άμμο στους φούρνους. Ήταν ξεθεωμένος από την κούραση. Στην αρχή σκέφτηκε να μην πάει στην άλλη δουλειά. Γρήγορα όμως μετάνοιωσε και ανέβηκε στο πρώτο λεωφορείο για να προφτάσει να πιει έναν καφέ, όπως συνήθιζε τα τελευταία τρία χρόνια που δούλευε από τις έντεκα το βράδυ μέχρι τις τέσσερις το απόγευμα. Πόσο θα αντέξει να δουλεύει έτσι; Το βράδυ πήγε στο υαλουργείο κάπως διστακτικά. Δεν φοβόταν μην τον διώξουν, γιατί δουλειές υπάρχουν πολλές, φοβόταν μην του κάνει παρατήρηση ο προϊστάμενος. Παρέλαβε βάρδια από τον Τόνυ τον Ιταλό και έβαλε τα δυνατά του να φαίνεται ήρεμος, αν ερχόταν ο προϊστάμενος. Ούτε φωτιά άναψε. Προτίμησε να κρυώνει, παρά να αποκοιμηθεί ξανά.
Η βραδιά πέρασε χωρίς να φανεί ο επιστάτης και ο Γιάγκος είχε κάπως ησυχάσει. Όμως το αίσθημα της ενοχής θα αργήσει να φύγει από μέσα του. Έτσι ένοιωθε από μικρός, κάθε φορά που έκανε καμμιά ζημιά ή κανένα λάθος, αισθανόταν άσχημα για μέρες.
Η μια βάρδια διαδεχόταν την άλλη. Από τη μια δουλειά πήγαινε στην άλλη. Οι μήνες κυλούσαν και ο Γιάγκος ακόμα μετέωρος. Κοντεύουν Χριστούγεννα. Πότε πέρασαν κι όλας έντεκα Χριστούγεννα; Τούτα είναι τα δωδέκατα. Πότε θα κάνει Χριστούγεννα σπίτι του με την Κλειώ, με τους φίλους του; Πότε; Τουλάχιστον τώρα θα κλείσουν ευτυχώς και οι δύο δουλειές κι έτσι ο Γιάγκος θα ξεκουραστεί για τρεις βδομάδες.
Παραμονές Χριστουγέννων. Παρακολουθεί τον κόσμο να ψωνίζει δώρα. Όλοι τους κυκλοφορούν με πακέτα στα χέρια. Όλο και κάτι θα αγοράσουν. Κάτι όμως λείπει. Κάτι λείπει από τα πρόσωπα των ανθρώπων και ειδικότερα από τα πρόσωπα των μεταναστών. Ναι! Λείπει η λάμψη από τα πρόσωπα των μεταναστών. Εκείνη η λάμψη που ακτινοβολεί στα μάτια φτωχών και πλουσίων, όπως το λαμπύρισμα των φάρων. Ναι, τα μάτια των μεταναστών είναι απλανή, νεκρά. Είναι σαν να βλέπεις σβηστούς φάρους στους γιαλούς. Είναι σαν τα πολύ μακρινά αστέρια που το φως τους δεν φθάνει στη γη για να το δουν οι άνθρωποι. Mόνο μια φλόγα καίει μέσα τους. Η νοσταλγία. Και οι θύμησες έρχονται ποτάμι. Τα μάτια θολώνουν από από τις γλυκές αναμνήσεις. Και τι δεν έκαναν αυτές τις μέρες! Όχι μόνον τα Χριστούγεννα, αλλά και το Πάσχα το ίδιο. Περίμεναν αυτές τις μέρες πώς και πώς!
Ενώ εδώ τι κάνουν; Όπως τρώνε σχεδόν κάθε μέρα, τρώνε και τα Χριστούγεννα ή τη Λμπρή. Η μόνη διαφορά πως το ψυγείο είναι γεμάτο και η καρδιά άδεια. Τα μάτια νεκρά, βουρκωμένα, το σώμα εδώ και η ψυχή εκεί πέρα μακριά.
Έμενε σ΄ένα σπίτι της Μπερκ Στρητ, στο Ρέντφερν. Ο σπιτονοικοκύρης είχε μια θυγατέρα της παντριάς και δυο-τρεις φορές του είχε κάνει νύξη για γάμο. Ο Γιάγκος όμως ούτε να τ΄ακούσει.
-Μετά τα Χριστούγεννα θα αδειάσω το δωμάτιο. Ξέρεις μου πέφτει λίγο μακριά από τις δουλειές που δουλεύω.
-Όπως νομίζεις. Με το ζόρι δε γίνεται τίποτε, απάντησε ο σπιτονοικοκύρης. Αν όμως φεύγεις για κανένα άλλο λόγο, μείνε, άλλη φορά δεν θα σου ξαναπώ τίποτε. -¨Οχι, όχι, προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο Γιάγκος. Όπως σου είπα. Βρήκα δωμάτιο που είναι πιο κοντά και στα δύο εργοστάσια που δουλεύω.
Από το παράθυρο του δωματίου του εξετάζει τη νέα συνοικία. Εδώ Έρσκενβιλ, μουρμούρισε και κατέβηκε τη σκάλα να πάει να πιει μια μπύρα. Παρακολουθούσε τα ονόματα των δρόμων για για να ξέρει να γυρίσει πίσω. Εδώ Έρσκενβιλ. Δρόμοι στενοί, σκοτεινοί, διαβαίνεις και μυρίζεις μούχλα ανακατωμένη με οινόπνευμα, λες και περνάς έξω από παχνί. Σπίτια μικτά, στενόχωρα, μερικά διώροφα κολλητά, σκεπασμένα με λαμαρίνες. Σου θυμίζουν παράγκες της Ανγκόλας.
Κάποτε ήταν καινούρια... Κάποτε... Τώρα εδώ ζουν μετανάστες. Ανάμεσά τους και αρκετοί ιθαγενείς με την ίδια μοίρα ή και χειρότερη. Τούτοι είναι μετανάστες στην ίδια τους τη γη.
Σε κάθε γωνία και μια μπυραρία. Εκκλησία καπιταλισμού. Αποχαυνωτήριο χαρακτήρα. Πίνεις όρθιος στα γρήγορα. Το μαγαζί κλείνει στις έξι το βράδυ. Ανοίγει στις πέντε το πρωΐ. Μετάληψη όρθρου. Το κεφάλι βαρύ. Τ΄αυτιά βουΐζουν, λες και σε τριγυρίζουν σφήκες. Τα δόντια τρέμουν. Η ψυχή πονά. Ο νους πέρα μακριά, εκεί στη γαλήνη. Στο βουνό μυρίζει θυμάρι, πεύκο, συλλογίστηκε και του ήρθε μια επιθυμία να πάρει βαθειά ανάσα. Τα πνευμόνια του γεμίζουν κάπνα απ΄τα τσιγάρα και σπιρτάδα απ΄τις αναθυμιάσεις. Πνίγεται. Βήχει. Από μέσα του ακούστηκε μια φωνή:» Ξεχάστηκες, κακόμοιρε μετανάστη; Εδώ δεν είναι η κρύα βρύση και ο κατακάθαρος αέρας, τα χαριτωμένα ασβεστωμένα σπιτάκια. Εδώ είναι Έρσκενβιλ. Κομμάτι της μεγάλης πολιτείας που διάλεξες να ζήσεις.»
-Για λίγο.
-Για πόσο;
...
Όπου διάλεξες να ζήσεις, να πλουτίσεις.
-Μα έχει δουλειά!-
Δουλειά έχει. Ζωή έχει;
...
-Άκου! Μιλούν σαν και σένα.
-Άστους. Μην τους τρομάζεις τη γαλήνη. Είναι κι αυτοί εκεί. Στη δικιά τους κρύα βρύση...
Πώς πέρασαν κιόλας δώδεκα χρόνια, μουρμούρισε και ο νους του γυρνά στην Μπονεγκίλα. Σ΄εκείνο το στρατόπεδο με τα όνειρα. Με τις ελπίδες. Μέσ΄από την κάπνα μια νεανική μορφή προβάλλει. Κρατά κάποιον από το χέρι. Μα... είναι αυτός ο ίδιος. Και η μορφή είναι... εκείνη. Κάνει μια κίνηση να πιάσει τη μορφή. Το χέρι μένει μετέωρο. Στο ζαλισμένο από το πιοτό νου, έρχεται η μέρα του γυρισμού.
« Μην ανησυχείς! Γρήγορα θα γυρίσω και μια ζεστή φωλιά θε να σου χτίσω». Οι αναμνήσεις τον πνίγουν. Ο υγρός αέρας του Έρσκενβιλ του καθαρίζει κάπως το νου. «Και μια ζεστή φωλιά θε να σου χτίσω», συλλογίζεται. Δώδεκα χρόνια αυτή η υπόσχεση τον βασανίζει και τα δάκρια τρέχουν ποτάμι.
Πήρε την απόφαση. Θα γυρίσω στο χωριό. Αυτή η ζωή δεν μπορεί να συνεχισθεί. Είμαι σαν φυτό που περπατεί. Σαν ζώο με δύο πόδια. Ένας αριθμός στη δουλειά. Ένα γρανάζι σ΄έναν τεράστιο τροχό που γυρίζει, γυρίζει και πουθενά δεν πάει. Κομμάτια να γίνει. Ας με πουν δειλό, ανίκανο. Τώρα έμαθα να ζω. Έμαθα να δουλεύω. Θα φύγω και κομμάτια να γίνει. Δεν κάθομαι άλλο εδώ κι ας λέει ο Αχιλλέας πως υπάρχει και καλύτερος κόσμος από αυτόν που συναναστρεφόμαστε. Δεν θέλω να τον γνωρίσω. Ίσως μου κάνει και κακό. Ίσως την πάθω κι εγώ σαν τον Περικλή που ήρθε εδώ δεκαοχτώ χρονώ και ακόμη στα πεντήντα του, σήμερα, είναι μετέωρος.
-Να γίνεις Αυστραλός υπήκοος, του έλεγαν. Ποιος ξέρει; Μπορεί να θέλεις να γυρίσεις πίσω.
-Να γυρίσω πίσω; Ποτέ! Θα προτιμήσω να φροκαλώ στους δρόμους του χωριού μου για ένα κομμάτι ψωμί, παρά να ξανανοιώσω τέτοια υποτίμηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Όλα έτοιμα: χαρτιά, διαβατήριο, εισιτήριο. Πήγε στην τράπεζα να κανονίσει το συνάλλαγμα. Το Σάββατο φεύγω για την πατρίδα μου, είπε στον υπάλληλο. Εκείνος του χαμογέλασε. Τελευταία μέρα στη δουλειά. Τους αποχαιρέτισε όλους. Τον πήρε περίπου μισή ώρα.
Στο λεωφορείο έλαμπε από χαρά. Κατέβηκε στη στάση και περίμενε ν΄ανάψει το πράσινο στη διασταύρωση. «Νάτος ο Γρηγόρης άναψε». Χαμογέλασε, κατέβηκε από το πεζοδρόμιο. Άρχισε να ψιχαλίζει.
Όλα έγιναν τόσο απότομα. Ούτε καν το αντιλήφθηκε. Όταν είδε το αμάξι πως δεν θα σταματούσε, ήταν πολύ αργά. Σε κλάσμα δευτερολέπτου όλη του η ζωή πέρασε μπρος από τα μάτια του. Ύστερα τίποτε.
Ο Γιάγκος κείτεται ακίνητος στην άσφαλτο. Δίπλα του μια κηλίδα αίμα γεμάτη όνειρα, γεμάτη ελπίδες. Η βροχή δυνάμωσε. Παράσυρε την κηλίδα, την πήγε στο μεγάλο ποτάμι που βγαίνει στη θάλασσα. Την πήρε σ΄ένα ταξίδι χωρίς γυρισμό.
Στο κοιμητήριο ετοιμάζουν οι νεκροθάφτες την ταφή του Γιάγκου. Κανείς δεν κλαίει για τον Γιάγκο. Κανένας δεν ήρθε να τον αποχαιρετίσει στην τελευταία του κατοικία. Μόλις το φέρετρο ακούμπησε τον πάτο του τάφου, δυο σταλαγματιές νερού έπεσαν πάνω στο βελούδινο καπάκι του. Δεν άντεξε ο ουρανός κι έστειλε ένα σύννεφο να μαζέψει από το μεγάλο ποτάμι, την πλατιά θάλασσα, την κηλίδα το αίμα με τα όνειρα και τις ελπίδες του Γιάγκου. Γύρισε το σύννεφο στην ώρα του και τ΄απόθεσε στον τάφο του να τάχει για συντροφιά αιώνια.
ΤΕΛΟΣ