Γρηγόρης Μοναστηριώτης - Γάκης

ΜΙΑ ΗΣΥΧΗ ΖΩΗ

Έχουν περάσει δυο εβδομάδες από τότε που ο Τάσος πρότεινε στον Αλέξη να κατεβούν στην πορεία που διοργανώνει ο Σύλλογος Συνταξιούχων. Αν και έχουν περάσει δεκαπέντε μέρες ο Αλέξης είναι ακόμη αναποφάσιστος. Πού να τρέχει τώρα στους δρόμους, στην ηλικία που είναι, να διεκδικεί δικαιώματα που η κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να του παραχωρίσει; Πέρασε πια η εποχή που βρισκόταν πάντα στην πρώτη γραμμή, σε κάθε κάλεσμα του συνδικάτου των οικοδόμων!
Και πού δεν είχε πάρει μέρος! Ειδικότερα στη δεκαετία του >50 και στις αρχές της δεκαετίας του >60 έως ότου η Δικατορία του έκλεισε το στόμα και τους έβαλε όλους στο γύψο. Τι να πρωτοθυμηθώ, σκεφτόταν ο Αλέξης. Κουράστηκα πια, μονολογούσε. Τώρα πια θέλω μιαν ήσυχη ζωή, χωρίς φασαρίες και τρεχάματα, να ζήσω με την «αγαπούλα μου», έτσι έλεγε τη γυναίκα του, μ’αυτήν τη μικρή σύνταξη που κατάφερα να βγάλω, ώσπου να μου κλείσει τα μάτια.
Από την άλλη μεριά έπιανε τον εαυτό του να τον κυριεύει μια ανεξήγητη, μια παράξενη χαρά στη σκέψη ότι θα κρατούσε πανώ διαμαρτυρίας και θα ενώσει τη φωνή του με τη φωνή των άλλων συνταξιούχων απόμαχων της εργασίας, ανδρών και γυναικών. Μια φωνή πικρή και πονεμένη. Φωνή τόσων και τόσων αδικημένων της ζωής που τους καταχώρησαν στο περιθώριο, που τους κάνουν να νοιώθουν άχρηστοι και που τους θυμούνται μόνον σαν έρθουν οι εκλογές.
Στο νου του ήρθαν τα λόγια του πρώην πρωθυπουργού « τιμημένα γηρατειά». Ένα πικρό χαμόγελο χαράχτηκε στα γεροντικά χείλη του Αλέξη. « Τιμημένα γηρατειά...», επανέλαβε μηχανικά. Τι ειρωνεία! Ούτε στα καφενεία δεν μας θέλουν τώρα. Μας έφτιαξαν ΚΑΠΗ, όπου να πηγαίνουμε εκεί να είμαστε όλοι γέροι, να νοιώθουμε γέρικα, να σκεφτόμαστε γέρικα. Μας ώθησαν στην απομόνωση σαν να είμαστε ενοχλητικά παράσιτα ή μολυσμένοι και μολύνουμε την υπόλοιπη κοινωνία των νεότερών μας. Μας φέρνονται όπως οι Αμερικάνοι στους Αφρικανούς της Αμερικής που τους έβαζαν στα πίσω καθίσματα των λεωφορείων και των τραίνων για να μην και «μολύνουν» τους λευκούς και μεταξύ τους υπήρχε συρμάτινο πλέγμα και έτσι δεν υπήρχε καμία επαφή ανάμεσά τους.
Δεν μας έφταναν οι «οίκοι ευγηρείας» όπου αποθέτουν άσπλαχνα τους απόμαχους και άρρωστους γέροντες γονείς τους τα άπονα παιδιά τους, το ίδιο το κράτος έρχεται να θεσπίσει τα ΚΑΠΗ, τα γκέτο των γέρων, ώστε εκεί να παίζουνε τόμπολα, τάβλι και πρέφα και να βλέπουν ρυτιδωμένα, μαραμένα πρόσωπα με τρεμουλιαστά χέρια, αντίς να έχουμε τη χαρά να συναντιόμαστε με νέους, να ακούμε τις χαρές τους, τους προβληματισμούς και τις λύπες τους. Να βλέπουμε τα στιβαρά τους μπράτσα και τα σταθερά τους χέρια, ίδια τανάλιες, που στίβουν την πέτρα και γίνεται θρύψαλλα στη χούφτα τους. Και ν’ακούμε τα όνειρά τους, τις ανησυχίες τους, να χειροκροτούμε σιωπηρά τις σωστές αποφάσεις τους και τα εφιχτά σχέδιά τους και να επιβραβεύουμε τους σωστούς και ωραίους και να συμβουλεύουμε και να επικρίνουμε δημιουργικά τους λαθεμένους, ζώντας ανάμεσά τους, αφού η κοινωνία έχεις κάθε τάξης, ηλικίας και φύλου άτομα.
Ο Τάσος όμως δεν καταλαβαίνει από τέτοια! Έχει καταπιεί μαγνητόφωνο και εξυμνεί το έργο της σοσιαλιστικής κυβέρνησης:
-«Είδες τι ωραία που τα είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος; Είδες τι ωραία έργα έχει κάνει η κυβέρνηση;»
-«Άσε μας, ρε Τάσο. Εδώ έχει γεμίσει όλη η Ελλάδα λαθρομετανάστες και παίρνουν την μπουκιά από το στόμα των παιδιών μας. Οι νέοι και οι νέες δεν μπορούν να βρούνε μια δουλειά. Όπου κι αν κοιτάξεις, ξένους βλέπεις να δουλεύουν, ακόμη και σε κρατικές δουλειές. Θέλεις και παράδειγμα, κύριε Τάσο;. Ορίστε και το παράδειγμα: ένας γνωστός μου δουλεύει σε έναν εργολάβο ηλεκτρολόγο μαζί με οχτώ Αλβανούς. Και ξέρεις πού δουλεύουν, κύριε Τάσο; Στις κρατικές αποθήκες πυρομαχικών στη Στυλίδα;. Μάλιστα, κύριε Τάσο μας! Σε αποθήκες πυρομαχικών. Και επειδή στην πύλη ελέγχου ο φαντάρος σκοπός ζητάει ταυτότητες, ο εργολάβος φέρνει τις ταυτότητες φίλων ή γειτόνων του και τις δείχνει στο σκοπό. Μάλιστα, κύριε Τάσο!
Με το δίκιο σου, όμως να υμνείς την κυβέρνηση μια και έβαλε το γιο σου σε δουλειά και ας μην έχει τελείωσει ούτε την υποχρεωτική εκπαίδευση! Αυτή είναι η σοσιαλιστική σου κυβέρνηση, κύριε Τάσο; Να μιλάει ο αρχηγός του κομμουνιστικού κόμματος στη Βουλή και ο πρωθυπουργός να σηκώνεται και να αποχωρεί;! Να μου λείπει! Ώρες-ώρες μού’ρχεται στο νου «Η αυλή των θαυμάτων» του Καμπανέλη. Ίδια γεύση! Η κάθε κυβέρνηση, όπως γίνεται στην Ελλάδα του>50 που περιγράφεται στο έργο, διόριζε τους δικούς της σε δουλειές. Και έτσι και ήσουνα ακομμάτιστος,ή ανήκες σε κανένα μικρό κόμμα, αλοίμονό σου! Δεν εύρισκες δουλειά με τίποτε. Γίναμε, λέει ο Τάσος Ευρωπαίοι. Άσε μας, κύριε Τάσο!
Εδώ ο Αλέξης σταμάτησε απότομα τους συλλογισμούς του. Κοίταξε γύρω του. Ο κήπος ήταν γεμάτος λουλούδια. Ανθισμένα λουλούδια. Πήρε μια βαθειά εισπνοή και ρούφηξε το άρωμα των ανθών. Τι απόλαυση, σκέφτηκε. Αμέσως όμως το πρόσωπό του σκοτείνιασε, αναλογιζόμενος πόσο πρόσκαιρη είναι και η δική τους ζωή, όπως και η ανθρώπινη μοίρα! Ο Τάσος όμως γιατί επιμένει τόσο, σώνει και καλά να πάμε στην πορεία;. Αφού αυτός ανήκει στο κόμμα της κυβέρνησης, είναι, λέιε σοσιαλιστής! Φουσκώνει σαν γάλος, όταν μας μιλάει για τα επιτεύγματα της κυβέρνησής τους. Αλλά πάντα έτσι κάνει. Να δεις που στο τέλος δεν θα πάει και ο ίδιος. Ναι... τώρα που το σκέφτομαι πάντα έτσι έκανε. Και παλιότερα, θυμάται, με την Ε.Π.Ο.Ν. και αργότερα στην Αντίσταση και μετά στον εμφύλιο. Οργανώναμε ομάδες, καταστρώναμε σχέδια, κάναμε κατανομή δραστηριοτήτων και στο τέλος άφαντος ο Τάσος! Δεν παρουσιαζόταν σε καμιά ομάδα. Τα ίδια έκανε και με τις απεργίες του >50 και του >60. Πάντοτε παρών στο σχεδιασμό και απών κατά την εκτέλεση. Πάντα έτσι έκανε!
-Οι τρανταφυλιές γέμισαν μελίγκρα, θέλουν ράντισμα.Τι παραμιλάς; Ποιος έκανε πάντα έτσι; Παραγέρασες, άντρα μου!
-Ε, τι τα λες έτσι όλα μαζεμμένα. Με μπέρδεψες. Πότε ήρθες;
-Λίγο πιο πριν. Όταν έλεγες πως όλο έτσι κάνει. Ποιος κάνει όλο έτσι;
-Τίποτε. Κάτι δικά μου...
-Καλά σε ξέρω. Όταν είσαι αγχωμένος, σκέφτεσαι μεγαλόφωνα. Μη στενοχωριέσαι. Δεν σε μαλώνω!
-Λέω να πάω στην πορεία διαμαρτυρίας για το συνταξιοδοτικό. Θα είναι εκεί και όλοι οι άλλοι συνταξιούχοι.
-Δεν πιστεύω να είναι όλοι. Τουλάχιστον οι πιο πορωμένοι της κυβέρνησης ούτε από μακριά δεν θα έρθουν. Στο κάτω-κάτω εσύ δεν φοβήθηκες την παλιά εποχή, θα φοβηθείς τώρα; Να πας. Εγώ, όμως δεν θα έρθω. Δεν μπορώ το περπάτημα. Πονάνε τα πόδια μου. Πάω τώρα να φέρω το φάρμακο για τη μελίγκρα.
Ο Αλέξης έμεινε μόνος στη μέση του κήπου κοιτάζοντας τις τριανταφυλλιές χωρίς να τις βλέπει. Ο νους του πάλι έτρεξε στις «παλιές καλές μέρες». Στα οδο-φράγματα, στις μεγάλες απεργίες, στους χαφιέδες, στους πληρωμένους απεργο-σπάστες, στη βία της αστυνομίαςστην κομμουνιστοφοβία. Ζητούσες καλύτερες συνθήκες εργασίας; Είσαι κομμουνιστής. Δεν φτάνουν τα λεφτά; Είσαι κομμουνιστής. Ζητούσες αύξηση; Είσαι κομμουνιστής.
Πολλοί το σκεπτόνταν να λάβουν μέρος στην πορεία. Είχαν λέει παιδιά. Αν σου κάνουν φάκελλο, ούτε το τρισέγγονό σου δεν θα μπορούσε να πάει σε δημόσια δουλειά ή σε καμιά στρατιωτική σχολή. Επί δικτατορίας δεν το συζητάμε. Ήρθε όμως η μεταπολίτευση και η σοσιαλιστική κυβέρνηση. Κάψανε, λέει τους φακέλλους. Φτιάξανε, όμως πρασινοκάρτες. Και ο κ.Κων. Καραμανλής νομιμοποίησε το Κ.Κ.Ε. Όχι, όμως για το καλό της αριστεράς. Η ΕΔΑ διαλύθηκε. Η Ελλάδα γέμισε αριστερά κόμματα κι έτσι το αριστερό κίνημα αποδυναμώθηκε. Όσοι πίστεψαν πως το ΠΑΣΟΚ ήταν αριστερό κόμμα διαψεύστηκαν. Απλούστατα το Πασόκ ιδιοποιήθηκε ό,τι ωραίο και αγνό υπήρχε στο αριστερό κίνημα, ακόμη τα τραγούδια και τον ήλιο της ΕΠΟΝ. Ακόμη και στο Μακρυγιάννη έβαλε χέρι. Άκου 3η Σεπτεμβρίου, στην ουσία είναι μια άλλη μορφή συντηρητικής κυβέρνησης. Οι καινοτομίες που έφερε ο αρχηγός τους από το εξωτερικό έκανε τους ορθά σκεπτόμενους Έλληνες να αγανακτούν.
Αλλά και στις αρχές του >90 που άλλαξε η κυβέρνηση και ανέβηκε η Ν.Δ. η ίδια γεύση. Άσε που γέμισε η Ελλάδα λαθρομετανάστες. Με την πτώση της Ν.Δ. και την εκ νέου αναρρίχηση του Πασόκ στην εξουσία, τα πράγματα χειροτέρεψαν. Τώρα ανοιχτά έπρεπε να είσαι μέλος του κόμματος για να βρεις δουλειά, μια και αυτές έγιναν δυσεύρετες. Πρώτα έβγαζες πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, τώρα πρέπει να έχεις ταυτότητα μέλους του ΠΑΣΟΚ. Άκου πυροσβέστης, ο γιος του Τάσου! Δε λέω. Καλό παιδί είναι, αλλά όχι και πυροσβέστης!
-Έλα. Σου έφερα την τρόμπα με το φάρματο. Να και τα γάντια σου. Να προσέχεις να μην πέσει φάρμακο στα μάτια σου.
-Καλά. Δεν είμαι και κανένα λιανόπαιδο! Ξέρω, δεν είναι η πρώτη φορά.
Εκείνη την ημέρα ο Αλέξης σηκώθηκε πολύ νωρίς. Ένοιωθε σαν παιδί. Σαν τότε που πήγαινε στις μεγάλες πορείες. Πήγε στην κουζίνα και έφτιαξε καφέ. Να κάνω και ένα τοστ, συλλογίστηκε. Αλλά όχι, η αγαπούλα μου έχει φτιάξει σμυρναίϊκα κουλουράκια. Θα πάρω ένα κουλουράκι. Του ήρθε η επιθυμία να βγει να πάρει τον καφέ του στον κήπο, όπως παλιά στο χωριό, πριν φύγει από εκεί για πάντα και έρθει τη μμεγάλη πόλη. Τι ωραία που ήταν τότε! Ακόμη και στον καιρό του πολέμου. Τότε, βέβαια, δεν είχε καφέ. Πίναμε χαμομήλι και καθένας είχε τη δική του κούπα. Μια μεγάλη γυάλινη κούπα οχτάπλευρη. Τη γέμιζε ξερό ψωμί χωριάτικο, έχυνε το ζεστό χαμομήλι στην κούπα και πήγαινε πίσω στο σώχωρο, στον κήπο. Καθόταν στο πεζούλι και θαύμαζε τα δέντρα, άλλοτε ανθισμένα και άλλοτε φορτωμένα καρπούς. Το θυμάται σαν να είναι τώρα, κι ας έχουν περάσει κοντά εξήντα χρόνια.
Πήρε τον καφέ και ένα κουλουράκι και κατευθύνθηκε προς τον κήπο. Στο διάδρομο ακουμπισμένο στον τοίχο το πανώ. Το διάβασε κάπως μεγαλόφωνα: « ΟΧΙ ΣΤΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΠΕΙΝΑΣ». Καλούτσικο είναι, σκέφτηκε. Λακωνικό. Τι τα θες τα πολλά λόγια.
Χάιδεψε τη βραγιά με το βασιλικό. Το άρωμά του χτύπησε τα ρουθούνια. Ένοιωσε μια ελαφριά μέθη. Προσπάθησε να σκεφτεί κάποιο σύνθημα. Σταμάτησε, θυμήθηκε πως η πορεία ήταν σιωπηρή. Ούτε συνθήματα, ούτε φωνές. Θα είναι μια σιωπηρή πορεία διαμαρτυρίας. Θα καταλήξει στο Υπουργείο Εργασίας και θα παραδώσουμε υπόμνημα με τα αιτήματά μας.
-Καλημέρα, κύριε Αλέξη. Αϋπνίες; Αϋπνίες;
-Γειά σου, Κώστα μου! Όχι, μου αρέσει να σηκώνομαι νωρίς το πρωί, που ζέσταναν λίγο οι μέρες. Είναι ωραία τα πρωινά να ανασαίνει κανείς την ευωδιά των λουλουδιών. Για πού τόβαλες;
- Πηγαίνω να δω λίγο τον πατέρα μου, πριν πάω στη δουλειά. Έλα, γειά σου!
-Στο καλό, παιδί μου!
Καλό παιδί ο Κώστας. Αφού μεγάλωσε λίγο, πήγε μετανάστης στη Γερμανία. Με σκληρή δουλειά τα κατάφερε. Στο χρόνο επάνω γύρισε και μάζεψε τον πατέρα του από τους δρόμους, συμμάζεψε λίγο το πατρικό του σπίτι και είπε στον πατέρα του: «από σήμερα, τέρμα οι πλατείες και οι αγορές, οι σταθμοί των τραίνων και των λεωφορείων. Αρκετά ζητιάνεψες λουστράροντας τα παπούτσια των άλλων για να με μεγαλώσεις. Στο εξής εγώ θα φροντίζω για σένα. Αν και θα έπρεπε να είχες σταματήσει από καιρό, από τότε που άρχισα να σου στέλνω λεφτά. Τέρμα πια ο δρόμος. Από εδώ και μπρος θα κάθεσαι στο σπίτι. Το ξέρω πως δεν βλέπεις καλά. Θα βρω μια γυναίκα για να σε προσέχει και να σε περιποιείται και να σε πηγαίνει καμία βολτούλα! Σύμφωνοι, πατέρα; Δεν θέλω να γελάει ο κόσμος μαζί μας.
-Μα παιδί μου, πού θα τα βρίσκεις τόσα πολλά χρήματα να ζεις κι εσύ και να με θρέφεις κι εμένα; Πρέπει να κάνεις οικονομίες για να μπορέσεις να γυρίσεις γρήγορα στην πατρίδα. Πόσα χρόνια θα μένεις μακριά στα ξένα; Αύριο-μεθαύριο θα κάνεις δικιά σου οικογένεια. Εμένα θα κοιτάζεις;
-Η οικογένειά μου είσαι εσύ! Αυτό να μην το ξεχνάς ποτέ! Το κασελάκι και η κιθάρα θα μένουν εκεί που είναι βαλμένα. Τη μόνη φορά που θα την ξεκρεμάς, θα είναι τότε μόνον, όταν σε πιάνουν τακέφια και θα ήθελες να τραγουδήσεις κανένα σκοπό έτσι για να σου περάσει το μεράκι ή για να θυμηθείς τα παλιά. Αν και για σένα θα προτιμούσα να ξεχνούσες τα παλιά, πατέρα.
-Ναι, παιδί μου, θα το ξεχάσω. Δηλαδή θα προσπαθήσω. Δεν ξέρω πόσο εύκολο θα είναι, αλλά θα προσπαθήσω.
Πόσες και πόσες φορές δεν μου έχει πει αυτήν την ιστορία ο μπαρμπα-Μήτσος! Πάνω από εκατό φορές. Και να μην πιάσω την κιθάρα και το κασελάκι, λέει. Μα πώς να την πιάσω, που βουρκώνουν τα μάτια με τόσες θύμησες! Η αλήθεια είναι πως τη χαϊδεύω λες και είναι ερωμένη μου. Νοιώθω μιαν ηδονή. Και με μιας σου βγάζει ο Κώστας φιρμάνι να μην πιάσεις την κιθάρα. Γίνεται αυτό, κύριε Αλέξη μου; Εμ, δε γίνεται.
Ναι, θυμάται τον πατέρα του Κώστα να κάθεται στο πεζοδρόμιο και να χτυπά τις χορδές της κιθάρας του κι ο αέρας χτυπούσε τις χορδές της δικής του ζωής. Δεν έχει φως. Σκιές βλέπει, μόνο, να περνούν μπροστά και δίπλα του ένα κουτί που του πετούν οι περαστικοί ψίχουλα. Μένει ακίνητος, ριζωμένος στο τσιμέντο, λες και βρίσκεται σε κατάσταση νιρβάνα, μόνο με τα χέρια του να χτυπούν τα τέλια της κιθάρας, σαν τον αέρα που κουνάει τα κλωνάρια των δένδρων. Εμπρός του περνούν διαρκώς σκιές. Αμφιβάλλω πολύ αν ακούει τον ήχο της κιθάρας στην κατάσταση που βρίσκεται.
Ένας περαστικός του πετάει στο κουτί λίγα ψιλά. Ο ήχος των κερμάτων τον συνεφέρνει. Χτυπά τώρα τις χορδές πιο δυνατά. Οι σκιές περνούν βιαστικές, αδιάφορες. Ο ήχος της κιθάρας δεν τους συγκινεί. Δεν συγκινεί κάνέναν. Ούτε το δήμαρχο, ούτε την κυβέρνηση, ούτε κανέναν.’Εφυγα κι εγώ βιαστικά, σαν κλέφτης, ντράπηκα. Το γιατί δεν το ξέρω. Πάντως, όταν άκουγα την κιθάρα του άλλαζα δρόμο. Και προς τα πού να πήγαινα; Παντού ακουγόταν και ακόμα ακούγονται όλο και περισσότερες κιθάρες. Περισσότερες παρακλήσεις για ελεημοσύνη.
Α! Ρε Τάσο, πού είναι η σοσιαλιστική σου κυβέρνηση; Ας είναι καλά ο Κώστας, ο γιος του μπαρμπα-Μήτσου που πήγε στη Γερμανία για να δώσει λίγη χαρά, λίγη ζεστασιά στην ψυχή του πατέρα του.
«Στο καλό, παιδί μου, Κώστα, στο καλό!»
-Ποιον καλοστέλνεις πρωί-πρωί; Πάλι μονολογεις;Ακούστηκε η φωνή της γυναίκας του Αλέξη.
-Ναι, μονολογώ. Να, αποχαιρέτησα το γιο του μπαρμπα-Μήτσου, τον Κώστα. Καλό παιδί, έτσι; Εξαιρετικό!
-Ναι, η αλήθεια να λέγεται. Και η γυναίκα του χρυσή καρδιά! Το γέρο τον έχει σαν πατέρα της. Τον πλένει, τον σιδερώνει, του μαγειρεύει και το σπίτι του το έχει πεντακάθαρο. Αλλά γιατί σηκωθηκες τόσο νωρίς; Αυπνίες είχες ή θυμήθηκες τα παλιά σου;
-Τα παλιά, γυναίκα μου, δεν ξεχνιούνται. Να, τα έχεις καταχωνιάσει εδώ πίσω σε μια γωνιά του μυαλού σου και στην πρώτη ευκαιρία ξεπετάγονται και σε αιφνιδιάζουν. ---Μα εσύ έφυγες δεκαοχτώ χρονών παιδί Και ήταν πόλεμος και μετά ο εμφύλιος.Μην μου πεις πως πίσω σ’αυτά γυρνάει ο νους σου;
-Όχι, αγαπούλα μου. Δεν θυμάμαι αυτά. Σου έχω πει πολλές φορές πως ο άανθρωπος πρέπει να φέρνει πάντοτε στο νου του τις καλές στιγμές, όχι τις άσχημες! Δεν λέω. Έρχονται πούκαι που άσχημες στιγμές στο νου μου. Προσπαθώ να μην τις αφήσω να με κυριεύσουν. Τις ξαναβάζω πάλι στη γωνιά τους και τις κλείνω εκεί με το καπάκι της λήθης.
-Εγώ λέω να πας να ετοιμαστείς γιατί όπου να είναι θα περάσει ο Τάσος να σε πάρει, και ν’ αφήσεις στην άκρη τις φιλοσοφίες.
-Δεν θα έρθει. Μου είπε να συναντηθούμε στον Πειραιά. Θα με περιμένει στην αφετηρία των λεωφορείων.
- Καλά. Πιο καλά έτσι! Να πάρεις, όμως, την ομπρέλλα μαζί σου.
- Τι να την κάνω την ομπρέλλα για τον ήλιο; Θα γελάνε μαζί μου. Θα φερέσω την ψάθα μου.
Στην αφετηρία των λεωφορείων το ερευνητικό μάτι του Αλέξη προσπαθούσε να εντοπίσει τον Τάσο. Πουθενά! Ρώτησε το Σπύρο. Τίποτε. Α, να ο Λουκάς! Αυτός θα ξέρει σίγουρα πού είναι ο Τάσος. Μένουν δίπλα-δίπλα.
-Καλημέρα, Λουκά!
-Γεια σου, Αλέξη! Πώς είσαι;
-Καλά, Λουκά. Μήπως είδες τον Τάσο;
-Αν είδα τον Τάσο, ρωτάς. Πάλι άφαντος ο Τάσος; Όχι, Αλέξη μου, δεν τον είδα. Και να σου πω την αλήθεια, δεν περίμενα να τον δω να εμφανισθεί στην πορεία. Ξεχνάς πως ο γιος του είναι πυροσβέστης;
-Και τι μ’αυτό; Τώρα έχουμε δημοκρατία, έχουμε...όχι, απ’αυτό δεν έχουμε!
Τι δεν έχουμε;
-Να πήγα να πω πως έχουμε και σοσιαλισμό. Αλλά απ’αυτό το πράγμα δεν έχουμε!
-Έτσι μπράβο.Για μια στιγμά νόμισα πως άλλαξες κι εσύ!
-Όχι! Ππώς ν’αλλάξω, Λουκά μου. Έτσι εύκολα αλλάζει κανείς; Εμείς, παιδί μου, είμαστε στρατιώτες. Όχι καταταγμένοι, αλλά ταγμένοι. Στο στρατό μας κατατάξανε μουλαράδες. Άντε τώρα να πάρεις μετάθεση σε άλλο σώμα. Μπορούσες; Δεν μπορούσες! Έτσι είναι και στην πολιτική Μπορούσες; Δεν μπορούσες. Έτσι και στην πολιτική: σε κατατάξαν σε ένα χώρο, κι όταν έχεις και λίγο αυτοσεβασμό, παραμένεις εκεί.
-Έτσι τα βλέπεις τα πράγματα εσύ;
-Να σου πω. Εγώ δεν ήμουν μυημένος από μοκρός. Μου άρεσε όλη η θεωρία. Έκρυβα κρυφές ελπίδες. Γνώρισα, βέβαια την αντίδραση των περισσοτέρων Ευρωπαίων και της Αμερικής για το σύστημα, αλλά πάντα έλπιζα. Γι’αυτό βγ΄γκα και στο βουνό. Τώρα, όμως, μετά τόσα χρόνια βλέπω ότι χρειάζεται αλλαγή τακτικής για την επίτευξη του σκοπού. Πάντως η ιδέα παραμένει η ίδια, ατόφια.
-Ναι. Δεν αντιλέγω. Αλλά εγώ μιλούσα για τότε. Ποιος από μας ήταν ιδεολόγος. Ελάχιστοι. Στην αρχή ξεκινήσαμε με την ΕΠΟΝ και μετά στην Αντίσταση με τον ΕΛΑΣ και μετά μας υποχρέωσαν να κρυφτούμε στα βουνά. Ήταν σαν να παίζαμε ένα μακάβριο παιχνίδι.»Τρέξτε, μας είπαν.Κι όταν σας πιάσουμε θα σας σκοτώσουμε.Αμέ το άλλο; Τι σου λέι. Με τη λήξη τουπολέμου οι μισοί Γερμανοί από φασίστες ξύπνησαν κομμουνιστές!
-Άλλαξε κουβέντα, έρχεται κατά ’δώ ο Περικλής.
Ναι ο Περικλής ψηφίζει ΝΔ για να προστατεύσει τις επιχειρήσεις του. Εργοστασιάρχης, βλέπεις, «Ξυλουργείον ο Περικλής». Είδες την ταμπέλα που έβαζε μόλις πήρε τη σύνταξη; «Δεν δουλεύω άλλο. Πωλείται ξυλεία για κάψιμο.» Γέλασαν κι οι δυο.
-Γειά σου Περικλή! Πού είναι το πανώ σου;
Ο Περικλής προσπέρασε καλημερίζοντάς τους με το ζόρι.
Οι δυο φίλοι κίνησαν για την πορεία. Ο Αλέξης ξετύλιξε το πανώ του και έδωσε την άλλη άκρη να την κρατάει ο Λουκάς. Κάποια στιγμή ο Αλέξης γύρισε πίσω το βλέμμα του. Είδε τον Περικλή να ακολουθεί σκυφτός την πορεία και μουρμούρισε»δεξιός ξεδεξιός ,αλλά ήρθε στην πορεία, ενώ ο Τάσος έγινε άφαντος.
-Τι είπες;
-Τίποτε, κάτι δικό μου.
-Καλά λέει η γυναίκα σου πως παραμιλάς στον ξύπνιο σου.
-Περπάτα εσύ και άσε εμένα να λέω...
Η πορεία βάδιζε αργά και ήρεμα προς το υπουργείο. Ο κόσμος στα πεζοδρόμια παρακολουθούσε τους παππούδες και τις γιαγιάδες του, τις μάνες και τους πατ’ερες του να παίρνουν για μία άλλη φορά τους δρόμους για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους.
Αστυνομικές δυνάμεις είχαν πιάσει τα κύρια πόστα. Σχεδόν σε κάθε διασταύρωση αστυνομικές και πυροσβεστικές δυνάμεις!
-Τι θέλουν οι πυροσβέστες με τους αστυνομικούς; Ρώτησε ο Αλέξης.
-Πού θες να ξέρω; Νομίζουν πως θα μαγαρίσουμε τους δρόμους και όταν τελειώσουμε θα τους πλύνουν.
Η πομπή είχε σταματήσει τώρα. Ακούγονταν φωνές, κραυγές.
-Ντροπή σας, γέροι άνθρωποι τι φοβάστε; Ακούστηκε μια φωνή.
-Όχι! Ακούστηκε μία άλλη, αυτό που κάνετε είναι απάνθρωπο. Δεν έχει ξαναγίνει ποτέ! Είναι γέροι άνθρωποι!
-Μα τι γίνεται; Ρώτησε ο Λουκάς τον Αλέξη. Δεν πρόφτασε να πάρει απάντηση και η πίεση του νερού που έβγαινε από τη μάνικα τον πέταξε δυο μέτρα μακριά, παρασύροντας κι άλλους μαζί του. Ο Αλέξης άφησε την άλλη άκρη του πανώ για να μην εμποδίζει τις κινήσεις των γερόντων που πανικόβλητοι έτρεχαν να γλιτώσουν από τα υδατοπυρά. Γύρισε το βλέμμα προς την κατεύθυνση που ερχόταν το νερό και το θέαμα τον έκανε να παγώσει.
Ο γιος του Τάσου κρατούσε τη μάνικα και σκόρπιζε τον πανικό στους συμπορευόμενούς του. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει, η ριπή του νερού τον βρήκε κατάστηθα. Ένοισε να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Όχι, αυτό που συνέβαινε δεν ήταν η πραγματικότητα! Πρέπει να είναι άρρωστος, να βλέπει πάλι εκείνο το εφιαλτικό όνειρο της εκτέλεσής του. Να τος. Ο γιος του Τάσου έγινε Γερμανός δυο, τρεις, πολλοί Γερμανοί τον σημαδεύουν. Δεν μπορεί να τρέξει άλλο. Τρεις μέρες έτρεχε. Απόκαμε άυπνος, νηστικός, ματωμένος από τα βάτα που του έσκιζαν τα γυμνά μέρη του σώματός του. Τα πόδια του πρησμένα απ’το τρέξιμο. Τα παπούτσια του θυμάται πως τα είχε πετάξει κάπου, πού δεν θυμάται, για να μπορούσε να τρέχει πιο ανάλαφρα. Ήταν συνηθισμένος να περπατά και να τρέχει ξυπόλυτος. Μα τώρα απόκαμε, δεν άντεχε άλλο.
Να εδώ στη ρίζα της ελιάς να ξαπλώσω λίγο, να συνέλθω κι ύστερα πάλι. Δεν όριζε το σώμα του. Πονούσε ολόκληρος. Σύρθηκε και ξάπλωσε στη ρίζα της ελιάς. Του φάνηκε σαν τον κόρφο της μάνας του, ζεστός, γλυκός, φιλικός. Τράβηξε λίγα χόρτα και τα έφερε στα χείλη του να νοιώσει λίγη δροσιά που καιγόταν από τον πυρετό. Ένα λάκτισμα στην πατούσα τον έκαμε να ανοίξει τα μάτια του. Εμπρός του στεκόταν ένας Γερμανός και τον σημάδευε με το όπλο του. Κοίταξε με τα κουρασμένα μάτια του το όπλο του Γερμανού που η κάννη του του φάνηκε σαν ένα σκοτεινό πηγάδι που ήταν έτοιμο να τον καταπιεί. Ξανάκλεισε τα μάτια περιμένοντας το τέλος του. Άκουσε φωνές. Μιλούσαν πολλοί. Μιλούσαν γερμανικά. Ξανάνοιξε τα μάτια. Γύρω του ήταν καμιά δεκαριά Γερμανοί. Τον είχαν κυκλώσει. Προσπάθησε να δει ένα κομμάτι ουρανού ανάμεσα από τα κλαδιά της ελιάς και τα κεφάλια των Γερμανών. Ο ουρανός ήταν κατάμαυρος. Θα ήταν νύχτα, σκέφτηκε. Δεν βλέπω, όμως, αστέρια. Θα βρέξει. Θα φέρει μεγάλη μπόρα. Άρχισε ν’αστράφτει. Μια βροντή τον τρόμαξε. Πρέπει να τρόμαξαν και οι Γερμανοί γιατί γύρισαν τα κεφάλια τους προς τον ουρανό.
Ο Γερμανός που φαινόταν να ήταν ο επικεφαλής έδωσε διαταγή να τον σηκώσουν. Με το ζόρι στάθηκε στα πόδια του. Από το πουθενά φάνηκε ένας κουκουλοφόρος. Άρχισε να του μεταφράζει αυτά που του έλεγε ο Γερμανός αξιωματικός.
-Εσύ ανατίναξες την αποθήκη των πυρομαχικών;
-Ναι, απάντησε με θάρρος.
-Ήταν και άλλοι μαζί σου;
Άλλοι δυο, αλλά σκοτώθηκαν. Δεν πρόφτασαν να βγουν έγκαιρα μετά από την πυροδότηση του εκρηκτικού μηχανισμού.
-Λες την αλήθεια; Γιατί αλλοιώς θα υπάρξουν αντίποινα. Θα μαζέψουν μερικούς συγχωριανούς σου και μαζί μ’αυτούς όλους τους δικούς σου και θα τους εκτλέσουν.
-Αλήθεια λέω. Κανείς άλλος δεν ήταν μαζί μας και κανείς άλλος δεν γνώριζε τίποτε για το σαμποτάζ.
-Θα σε εκτελέσουν είπε ο κουκουλωφόρος.
-Δεν με νοιάζει. Αρκεί να φανούν άντρες και να μην πειράξουν κανέναν άλλο αθώο.
Όταν άκουσε την απάντηση ο Γερμανός αξιωματικός, κοκκίνησε σαν παπαρούνα από το θυμό του. Τα χοντρά τετραγωνικά χαρακτηριστικά του προσώπου του συσπάστηκαν σε ένα νευρικό σπασμό. Την κοκκινάδα του προσώπου του τώρα την διαδέχθηκε ένα χρώμα κίτρινο σάπιου λεμονιού. Αν με φτύσει τώρα, δεν θα χρειαστεί να με τουφεκίσει. Θα πεθάνω απ’το δηλητήριο του σάλιου του. Ο αξιωματικός έδωσε μια διαταγή. Ένας στρατιώτης πλησίασε τον Αλέξη με ένα μαντήλι. Ο Αλέξης κατάλαβε. Αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια. Έξι στρατιώτες στάθηκαν σε απόσταση τριών μέτρων από τον Αλέξη. Ο Αλέξης δεν χρειαζόταν τώρα διερμηνέα. Καταλάβαινε τα γερμανοκά, λες και ήταν η μητρική του γλώσσα.
-Οπλίστε, επί σκοπόν.
Οι διαταγές δίνονταν βιαστικές, κοφτές, οργισμένες. Όταν ξαφνικά την ίδια στιγμή που ο αξιωματικός έδωσε τη διαταγή «πυρ», μια εκτυφλωτική λάμψη φώτισε το χώρο ανάμεσα στο εκτελεστικό απόσπασμα και τον Αλέξη και ένας εκκωφαντικός κρότος ακολούθησε τη λάμψη που λες και είχαν πυροδοτήσει έναν τόνο δυναμίτη. Ο Αλέξης σωριάστηκε καταγής. Ένοιωσε τη δυνατή βροχή να ραβδίζει το πρόσωπό του. Στ’αυτιά του ήρθαν ακατανόητες γερμανικές φωνές. Έμεινε ακίνητος, ξαπλωμένος, περιμένοντας τη χαριστική βολή.
Πέρασε ώρα πολλή, γεμάτος αγωνία. Προσπαθούσε να αναπνέει όσο το δυνατόν λιγότερο μπορούσε. Η βροχή τώρα έγινε πιο δυνατή. Πονούσε το πρόσωπό του. Γύρω του είχε σχηματισθεί μία λίμνη. Θα μπορούσε να κολυμπήσει. Αν συνεχισθεί έτσι, τα νερά θα με πάνε σε κανένα ρυάκι κι από ’κεί στο ποτάμι και θα βρουν το πτώμα μου κάπου σε κάποια ακτή, συλλογίστηκε ο Αλέξης. Ήταν, όμως, ανήμπορος να σηκωθεί. Ο φόβος των Γερμανών, η λάμψη που τον τύφλωσε κι εκείνος ο κρότος από το αστροπλέκι τον είχαν παραλύσει. Το σώμα του δεν πονούσε πια. Έμεινε εκεί ξαπλωμένος καρτερώντας τον Ερμή να έρθει με την βάρκα του, ψυχοπομπός, να τον πάρει στον Άδη.
Ένοιωσε ένα τράνταγμα και άνοιξε με δυσκολία τα μάτια του που μάταια προσπαθούσαν να διακρίνουν κάτι μέσα στο σκοτάδι που είχε απλωθεί για τα καλά γύρω του. Έμεινε ασάλευτος. Ξέκρινε τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνουν οι οπλές του αλόγου και ο θόρυβος του κάνουν οι ρόδες του κάρου. Με παίρνουν να με θάψουν, σκέφτηκε. Πρέπει να κάνω κάτι, να τους δείξω πως δεν πέθανα ακόμη, πως δεν με σκότωσαν ούτε οι Γερμανοί, ούτε το αστροπελέκι. Κι αν είναι Γερμανοί αυτοί που έρχονταν; Αυτήν τη φορά δεν θα γλιτώσω! Ψηνόταν στον πυρετό, το στόμα του ξερό, οι πληγές του άρχισαν να πονούν. Έβαλε τα δυνατά του να δείξει σημεία ζωής και ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει! Στην προσπάθειά του η κουβέρτα που ένοιωσε ότι τον σκέπαζε γλίστρησε και ένας ήλιος εκτυφλωτικός τον χτύπησε κατάματα. Έσφιξε τα ματόφυλλα αμέσως. -Πατέρα, είναι ζωντανός! Ακούστηκε μια σιγανή φωνή, λες κι ερχόταν από άλλον κόσμο.
-Σουστ. Το ξέρω. Θα τον πάμε στην παλιά μίνα.
Το κάρο σταμάτησε. Άκουγε ομιλίες χωρίς να καταλαβαίνει τι λεγόταν. Κάποιος τον ξανασκέπασε. Το κάρο ξεκίνησε πάλι. Τώρα οι ομιλίες έρχονταν πιο καθαρά στ’αυτιά του. -Ο παπάς λέει να τον πάμε σπίτι και να κάνουμε μια εικονική ταφή και να τον κρύψουμε για να μην καταλάβουν οι Γερμανοί τίποτε.
-Τι εικονική μου λες; Δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτά πουμου λες.
-Να ρε παιδάκι μου: θα φτιάξουμε μια κάσσα, θα βάλουμε μέσα πέτρες και θα θάψουμε την κάσσα και δεν θα καταλάβει κανένας τίποτε. Γιατί σου λέι, θα σκεφτούν οι Γερμανοί. Πού πήγε ο σκοτωμένος; Και τα τσακάλια να τον έτρωγαν, πάλι κάτι θα έμενε. Ενώ αν τον κρύψουμε, κάτι θα υποψιαστούν και αλοίμονό μας! Θα μας κάψουν ζωντανούς οι Γερμαναράδες.
-Α! Κατάλαβα. Θα τον θάψουμε στα ψέμματα. Έτσι να μου λες και όχι εικόνες και σαχλαμάρες!
Ο Αλέξης κάτω από την κουβέρτα προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι γινόταν. Για ένα μόνον ήταν σίγουρος: τον είχαν μαζέψει δικοί του άνθρωποι.
-Τάσο, εσύ πώς ήξερες πού ήταν ο Αλέξης και ήρθες και με ειδοποίησες;
-Ήμουν κι εγώ στο κόλπο. Όταν τελείωσε η δουλειά, πήγα στην Παναγία, όπως είχαμε συμφωνήσει από πριν και περίμενα τους άλλους. Όταν είδα πως αργούσαν, ήρθα στο σπίτι και έμεθα πως σκοτώθηκαν δυο και πως οι Γερμανοί κυνηγούσαν έναν άλλον. Έτσι από ένστικτο πήγαινα κάθε μέρα μήπως και του φαινόμουν χρήσιμος.
-Και πού κρυβόσουν; Στην Παναγιά;
-Πάνω στο γυναικωνίτη έχει μια σκάλα που πηγαίνει στο καμπαναριό και μια που κατεβαίνει στο υπόγειο.
-Καλά, ξέρω. Λοιπόν, για συνέχισε.
-Σήμερα πάλι πήγα και περίμενα. Τώρα ξέραμε ποιον κυνηγούαν οι Γερμανοί, αφού θάψαμε το Γιάννη και το Βασίλη. Κυνηγούσαν τον Αλέξη. Ήλπιζα πως δεν θα τον πιάνανε ποτέ! Ο Αλέξης τρέχει σαν ζαρκάδι. Όταν ετοιμαζόμουν να φύγω είδα τον Αλέξη από μακριά να τρέχει με δυσκολία. Μετά τον έχασα. Ετοιμαζόμουν να τρέξω προς το μέρος του, όταν είδα τους Γερμανούς. Περίμενα να δω τι θα γινόταν. Όταν είδα να τον σηκώνουν και το Γερμανό να πηγαίνει με το μαντήλι να του κλείσει τα μάτια, έτρεξα να σας ειδοποιήσω. Η βροχή, όμως, με καθυστέρησε λίγο.
-Καλά, αρκεί. Μόνο να ξεχάσεις όλα όσα σου είπαμε και μας είπες. Να μην πεις τίποτε σε κανέναν . Ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό. Να λες, αν σε ρωτήσει κανείς πως περνούσες τυχαία από εκεί καθώς γυρνούσες από τη θάλασσα. Άκουσες;
Το «ναι» του Τάσου το άκουσε μετά βίας ο Αλέξης. Δηλαδή ο πατέρας του Τάσου ξέρει; Ο Αλέξης άκουγε την ιστορία του Τάσου και δεν πίστευε στ’αυτιά του. Ο Τάσος μαζί μας; Ψέματα! Μας γέλασε δεν ήρθε. Δεν τον είδαμε ποτέ! Μ’όλο που ψηνόταν στον πυρετό, ο Αλέξης το θυμάται πολύ καλά. Αν είχε έρθει, θα είχαν να ανάψουν τρία φυτίλια δυναμίτη ο καθένας και ο Τάσος θα φύλαγε τσίλιες Ή ο Βασίλης με το Γιάννη δεν είχαν βάλει μακριά φυτίλια, όπως τους είχα πει; Γι’αυτό η έκρηξη που ήταν κοντά στην πόρτα έγινε τελευταία...Δηλαδή εγώ τους σκότωσα;
-Γιατί δεν πήγατε στη μίνα;
-Γιατί εκεί είσαστε εσείς! Δεν μας αφήνετε να χρησιμοποιήσουμε τη μίνα για καταφύγιο. Εκτός αυτού δεν θέλαμε να ξέρετε ότι κάνουμε κι εμείς σαμποτάζ.
Συνεχίζει τα ψέμματα ο Τάσος. Γιατί; Τι έχει να κερδίσει και θα πρέπει τώρα να είμαι ευγνώμων σε όλη μου τη ζωή στον Τάσο; Γιατί δεν είπε ότι βρέθηκε τυχαία, όπως του είπε και ο πατέρας του;
Η εικονική ταφή έγινε υπό βροχή. Χωρίς όμως κανένα επεισόδιο. Οι Γερμανοί ήταν σίγουροι πως ο Αλέξης ήταν νεκρός από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Την ίδια ώρα αυτός αναπαυόταν στην παλιά μίνα ασφαλής, πλέον, και δεχόταν τις περιποιήσεις των θαμώνων της μίνας. Ήταν όλοι τους μαχητές της Αντίστασης που προσπαθούσαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να δυσκολέψουν το έργο του καταχτητή.
Ο γιατρός που ήρθε κρυφά να τον εξετάσει τον Αλέξη ήταν πολύ ικανοποιημένος. Τίποτε το σοβαρό! Αν και έμεινε αρκετές ώρες κυριολεκτικά μέσα στο νερό, διαπίστωσε μόνο ένα ελαφρύ κρυολόγημα. Ο πυρετός οφειλόταν περισσότερο στην κούραση και στο γεγονός που έμεινε νηστικός πάνω από τρεις ημέρες.
Στις αρχές του Οκτώβρη του 1943, αφού ο Αλέξης είχε πια αναρρώσει και είχε αποκτήσει όλες του τις δυνάμεις, μια νύχτα φυγαδεύτηκε στην Ήπειρο. Εκεί τον υποδέχτηκε ένας σύνδεσμος και τον οδήγησε στους Ελασίτες μαχητές. Η απαελευθέρωση τον βρήκε ερωτευμένο με μία συναγωνίστριά του και ένα μήνα πριν παρουσιαστεί στο Κέντρο Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων της Τρίπολης παντρεύτηκαν, ήταν τότε εικοσιενός χρόνων.
Ο εμφύλιος τον βρήκε να υπηρετεί στη Λάρισα. Δεν πέρασε πολύς καιρός και αγνοώντας τις παρακλήσεις της γυναίκας του που περίμενε το πρώτο τους παιδί και παρά τις συστάσεις του πεθερού του , μαζί με το Λουκά και πέντε άλλους συναδέλφους του περνάνε στο βουνό. Η ομάδα του κατεβαίνει στην Πρέβεζα και ό Αλέξης πήρε «μετάθεση» να υπηρετεί κάτω από τις διαταγές του καπετάν-Μαριδή. Στη μάχη της Μουργκάνας τραυματίζεται βαριά και ανήμποροι οι σύντροφοί του να τον μεταφέρουν λόγω της κατάστασής του πέφτει στα χέρια του τακτικού στρατού και μετά την ανάρρωσή του σε νοσοκομείο της Έδεσσας, παίρνει το δρόμο για τη Μακρόνησο, απ’όπου απολύεται τέλος του 1950.
Η γυναίκα του τον περίμενε στο λιμάνι. Βλέπει για πρώτη φορά το γιο του σε ηλικία τεσσάρων χρόνων. Μένουν και οι τρεις αγκαλασμένοι για πολλή ώρα. Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι. Και δεν ήταν οι μόνοι. Σχεδόν ολόκληρη η προκυμαία ήταν γεμάτη από παρέες αγκαλιασμένες που έμεναν βουβές και μόνον το αναφιλητό τους ακουγόταν σα δείγμα πόνου, λύπης, χαράς. Σιγά-σιγά έφευγαν αμίλητοι, σκυφτοί, χωρίς αποσκευές έφερναν στους ώμους τους ένα αόρατο βαρύ φορτίο που τους γονάτιζε και θα το κουβαλούσαν οι ίδιοι κι δικοί του για πολλά χρόνια.
-Δεν μπορούμε να μείνουμε πια εδώ είπε μια μέρα στη γυναίκα του ο Αλέξης.
-Και πού θα πάμε; Εδώ έχουμε το σπιτάκι μας, τα χωράφια μας. Ξέρω δεν είναι πολλά, αλλά έχουμε κάτι.
-Δεν μπορώ, αγαπούλα μου. Πρέπει ν’αλλάξουμε περιβάλλον. Πες μου πότε ο πατέρας άρχισε να κάνει παρέα με τους χωροφύλακες;
-Δεν θυμάμαι...Νομόζω από τότε που γύρισες. Βλέπεις προσπαθεί να μας εξιλεώσει.
-Εκτός και τον έχουνε πλησιάσει να με καταφέρει να κάνω δήλωση.
-Αυτό αποκλείεται. Δεν θα στο ζητήσει ποτέ!
-Δεν τους ξέρεις καλά! Χρησιμοποιούν τα πάντα. Θεμιτά και αθέμιτα μέσα. Μέχρι και εκβιασμό. Γι’αυτό σου λέω αν φύγουμε θα τον ελευθερώσουμε κι εκείνον και εμείς θα κάνουμε μια νέα ζωή. Ένα νέο ξεκίνημα.
-Καλά, όπως θέλεις. Πήγαινε και όταν τακτοποιηθείς θα έρθω κι εγώ με το παιδί.
-Όχι, μαζί θα φύγουμε. Δεν θα σε αποχωριστώ άλλη φορά!
Ο Αλέξης με την Ευτυχία νοίκιασαν ένα δωμάτιο σε μιαν αυλή όπου έμεναν εκτός από τη σπιτονοικοκυρά άλλοι πέντε ένοικοι. Η αυλή είχε πέντε δωμάτια και δυο υπόγεια.. Στο ένα υπόγειο ένενε ένα ανύπαντρο ζευγάρι και το άλλο το είχε η σπιτονοικοκυρά για κουζίνα και τραπεζαρία. Ζούσε με τον άνδρα της που ήταν ναυτικός και το αγοράκι τους, ένα χαριτωμένο και πανέξυπνο εξάχρονο παιδί. Στα άλλα τα δωμάτια έμεναν όλο κορίτσια: δυο-τρεις φοιτήτριες και τρεις-τέσσερις εργάτριες που δούλευαν σε ένα υφαντουργείο στο Κερατσίνι.
Δεν άργησε ο Αλέξης να βρει δουλειά. Λίγο πιο πέρα από εκεί που έμεναν είδε έναν οικοδόμο να ξεφωρτώνει ξυλεία καλουπώματος. Δεν δίσταξε ούτε στιγμή. Τον πλησίασε και τον ρώτησε αν θέλει κανέναν εργάτη.
-Έχεις ξαναδουλέψει σε οικοδομή; Τον ρώτησε εκείνος.
-Πως. Κουβαλούσα πέτρες στο νησί...
-Σε ποιο νησί ήσουν;
Ο Αλέξη άργησε λίγο να απαντήσει. Προσπαθούσε να βρει την κατάλληλη απάντηση για να πει ένα βραχώδες νησί.
-Λοιπόν; Ρώτησε ο οικοδόμος.
Ο Αλέξης τέντωσε το σώμα του ανοίγοντας τους ώμους του, σήκωσε ψηλά το κεφάλι και κοιτάζοντάς τον κατάματα απαντά: Στη Μακρόνησο.
-Έλα αύριο στις εφτά το πρωί. Το μεροκάματο είναι εικοσιπέντε δραχμές. Και πού ’σαι: βρες κάποιο άλλο νησί να λες πως έκανες προϋπηρεσία στην οικοδομή.
Ο Αλέξης χοροπηδούσε από τη χαρά του. Τρέχει στο σπίτι να πει τα καλά νέα στην αγαπούλα του. Εκείνη παραλίγο να κλάψει από τη χαρά της. Επιτέλους θα έρθει άσπρη μέρα και για μας, είπε.
Στην αρχή ο Αλέξης δυσκολεύτηκε αρκετά ώσπου να μάθει πώς να σηκώνει τον ντενεκέ γεμάτο τσιμέντο και να τον βάζει στον ώμο και να τρέχει πάνω στο μαδέρι για να τον αδειάσει και να στρωθεί η πλάκα. Σιγά-σιγά, όμως, πήρε το κολάι της δουλειάς και του φαινόταν πούπουλο. Ο εργοδότης του ήταν πολύ ευχαριστημένος μαζί του που σε δυο μήνες του έδωσε ένα ολόκληρο τάληρο την ημέρα αύξηση. Γράφτηκε και στο σωματείο και δεν άργησε να είναι μπροστάρης σ’όλες τις εργατικές εκδηλώσεις.
Αν και ο Αλέξης είχε τακτική δουλειά τέσσερις-πέντε μέρες την εβδομάδα σαν μπετατζής, εντούτοις δεν ένοιωθε και πολύ άνετα.. Οι δουλειές όλο και λιγόστευαν και οι κάτοικοι της επαρχίας εγκατέλειπαν τον τόπο τους με την ελπίδα να προκόψπυν στην Αθήνα και τον Πειραιά. Από την άλλη πρόσεξε πως ένοιωθε να τον πολιορκούν. Αρκετές φορές έβλεπε να του χαμογελούν καλοντυμένοι πολίτες και είχε το συναίσθημα ότι παρακολουθείται από αστυνομικούς.. Γνώριζε, βέβαια, την αυστηρή αστυνόμευση των πολιτών και την αντικομμουνιστική γραμμή της κυβέρνησης, αλλά»εγώ κάθομαι καλά τώρα κοιτάζω τη δουλειά μου και την οικογένειά ου», έλεγε στος συναδέλφους του στην οικοδομή. Όσο, όμως, περνούσε ο καιρός, ο κλοιός έσφιγγε όλο και περισσότερο γύρω του. Τώρα ήταν ολοφάνερο πως παρακολουθούν και το σπίτι μας, έλεγε στη γυναίκα του: -Ας τους να παρακολουθούν, τον ενθάρρυνε εκείνη. Ο δε κυρ-Ανέστης, το αφεντικό του, τον συμβούλεψε να αποφεύγει να κατεβαίνει στα συλλαλητήρια και στις απεργίες συμπαράστασης. Έμαθα πως η αστυνομία αύξησε τις επισκέψεις κατ’οίκον και τις προσαγωγές στην αστυνομία για μια δήθεν εξακρίβωση στοιχείων, ή μια διασταύρωση φημών που κυκλοφορούν σε βάρος σου, έτσι έλεγαν σε όσους έπιαναν. Δε θα σε κρατήσουμε για πολύ. Το πολύ-πολύ πέντε-δέκα λεπτά. Έτσι έκαναν και σε μένα. Τις προάλλες πήγα στην Κηφισσιά να δω τον αδελφό μου και μόλις κατέβηκα από τον ηλεκτικό, «τσούκου» και ένας στρουμπουλός κύριος με πλησιάζει και μου ζητάει ταυτότητα.
-Συγνώμην, κύριε, αλλά ποιος είστε; Εκείνος χωρίς να απαντήσει φώναξε έναν χωροφύλακα που περνούσε δήθεν τυχαία εκείνη τη στιγμή και με παίρνει στο τμήμα.Εγώ είμαι σίγουρος πως το έκενανα επίτηδες. Σου λέει: αν κάποιος φοβάται την αστυνομία για οποιοδήποτε λόγο και να δει το χωροφύλακα στην πλατεία, θα λοξοδρομήσει. Ενώ έτσι ομπάτσος με τα πολιτικά και ο ένστολος αθέατος πιάνουμς όποιον δε μας γεμίζει το μάτι. Κατάλαβες; Να μην στα πολυλογώ με καθίζει ο χωροφύλακας σε μια καρέκλα, φέρνει τη μελάνη, μου παίρνει τα αποτυπώματα απ’όλα τα δάχτυλα, με στέλνει να πλυθώ «και μετά να γυρίσεις εδώ» μου είπε «για να σου εξηγήσω». Αφού μου ζήτησε την ταυτότητά μου με ρώτησε πού πηγαίνω. Στον αδελφό μου του λέω. Ξέρεις, μου απαντά, προς τα εκεί που πηγαίνεις έγινε εχθές μια ληστεία και καταλαβαίνεις επειδή δεν σε έχουμε ξαναδεί εδώ παραξηγήσαμε και σε περάσαμε για ύποπτο.
-Και δεν διαμαρτυρήθηκες;
- Αστεία λες! Έκανα την πάπια και δεν έβγαλα λέξη.
Αυτό είναι κατάφωρη κοροϊδία! Πρώτα σε προσάγουν στο τμήμα, σε μουντζουρώνουν με μελάνια και μετά σου ζητούν ταυτότητα και σου πετάνε μια δικαιολογία. Γι’αυτό σου λέω, κάνε λίγο κράτει από τις διαδηλώσεις.
Το απόγευμα γυρίζοντας στο σπίτι βλέπει ένα χωροφύλακα να κάνει βόλτες πάνω-κάτω. Τον έζωσαν τα φίδια. Ήρθε η σειρά μου, συλλογίστηκε. Δεν άλλαξε όμως δρόμο. Την ώρα που έβαζε το κλειδί στην κλειδαριά άκουσε τη φωνή του χωροφύλακα:
-Είστε ο κύριος Αλέξης Ράπτης;
-Μάλιστα. Τι θέλετε;
-Μπορείτε να με ακολουθήσετε στο Τμήμα;
-Να ειδοποιήσω την οικογένειά μου. Ένα λεπτό.
-Δεν χρειάζεται. Το ξέρουν. Δεν θ’αργήσετε καθόλου...
-Ναι, ξέρω, τον έκοψε απότομα ο Αλέξης. Πέντε-δέκα λεφτά για μια διαλεύκανση μιας παρεξήγησης.
-Πώς το ξέρετε;
-Ε, κάτι ξέρουμε κι εμείς!
-Να με συγχωρείτε, αλλά το καθήκον μου κάνω. Με έστειλε ο ίδιος ο διοικητής.
Όση ώρα έκαναν να φθάσουν στο τμήμα δεν αντάλαξαν καμιά άλλη λέξη. Αφού του ζήτησαν ταυτότητα και του πήραν τα δατυλικά του αποτυπώματα του είπαν να πλυθεί και μετά θα τον δει ο διοικητής. Όταν διαμαρτυρήθηκε, του είπαν να ηρεμήσει και να μην φοβάται τίποτε, διότι είναι συνήθης τακτική της Αστυνομίας.
Ο διοικητής ήταν ευγενικός μαζί του. Τον παρακάλεσε να καθήσει, του πρόσφερε τσιγάρο και τον ρώτησε αν θέλει καφέ.
-Γιατί τόση περιποίηση; Ρώτησε ο Αλέξης.
Ο διοικητής αγνόησε την παρατήρηση του Αλέξη και αντ’αυτού του λέει: « εκείνο το κάθαρμα το γνωρίζεις;
Ο Αλέξης κοίταξε προς την κατεύθυνση της ματιάς του διοικητή. Είδε ένα χλωμό κύριο στην ηλικία του καθισμένο σε μια καρέκλα στη μεριά του γραφείου που άνοιγε η πόρτα. Γι’αυτό δεν τον είχε προς΄ςξει, καθώς μπήκε στο δωμάτιο. Το πρόσωπό του κάτι του θύμιζε, αλλά δεν ήταν σίγουρος.
-Λοιπόν, ακούστηκε ξανά η φωνή του διοικητή. Ο Αλέξης χωρίς να το καταλάβει, ψέλισε: ο Τάσος Παναγιώτου.
-Είσαι σίγουρος;
-Ναι, ναι, ο Τάσος Παναγιώτου είναι. Είμαι σίγουρος! Είμαστε συγχωριανοί. Γύρισε και τον κοίταξε. Του φάνηκε πως του χαμογέλασε ικανοποιημένος.
-Ξέρετε, συνέχισε. Ο τάσος στην Κατοχή μου έσωσε τη ζωή. Τι συμβαίνει; Τι έκανε; Είναι μπλεγμένος σε τίποτε ύποπτες δουλειές;
-Πολλή φόρα πήρες, τον διέκοψε ο διοικητής. Πηγαίνετε. Δεν σας χρειαζόματσε άλλο.
- Μα...
-Είπα. Πηγαίνετε, κύριε, και σας ευχαριστούμε για τον κόπο σας.
Ο Αλέξης χαιρέτησε το διοικητή και γυρνώντας προς τον Τάσο του φώναξε: «Γεια σου, Τάσο, χάρηκα!» Δεν άκουσε την απάντησή του γιατί είχαν κλε’ισει την πόρτα πίσω του. Ήθελε να φύγει από το Τμήμα όσο το δυνατό γρηγορότερα μπορούσε. Ήθελε να σκεφθεί. Να βάλει σε μια τάξη τα πράγματα. « Ο Τάσος στον Πειραιά και μάλιστα στο Χατζηκυριάκειο. Περίεργο! Πώς και δεν τον είχε πετύχει πουθενά; Πρέπει να μάθω. Και τα μαλλιά του σαν να είχαν πριονίδια. Ναι, θυμάμαι, πήγαινε για ξυλουργός. Μπράβο, Τάσο! Τουλάχιστον έμαθες κάποια τέχνη, ενώ εγώ; Τι έκανα; Τίποτε Έγινα μπετατζής. Ας είναι Και στην Αστυνομία τί γύρευε; Τι έκανε; Μήπως είναι καρφί; Έχει γούστο. Έπρεπε να μην είχα κοψει την επικοινωνία με τους δικούς μου, μουρμούρισε. Όλο και κάποιο νέο θα μάθαινα. Τώρα πώς μπορώ ν’αρχίσω την αλληλογραφία; Κάποτε, όμως, πρέπει ν’αρχίσω. Πόσο θα ζουν ακόμη οι γέροι γονείς;»
Βάδιζε μηχανικά προς το σπίτι απορροφημένος από τις σκέψεις του. Ακούγοντας το όνομά του ξαφνιάστηκε. Ήταν η γυναίκα του, η Ευτυχία. -Έμαθα πως ήρθε ένας αστυνομικός και σε πήγε στο Τμήμα. Τι έκανες πάλι;
-Τίποτε. Σπάσιμο νεύρων κάνουν. Όμως κάτι το περίεργο συμβαίνει. Στο Τμήμα ήταν ένας συγχωριανός μας και ήθελαν να με ρωτήσουν αν τον γνώριζα. -Ποιος ήταν;
- Δεν θα το πιστέψεις. Ο Τάσος που μου έσωσε τη ζωή στην Κατοχή.
- Ο Τάσος;
- Ναι! Κάτι περίεργο συμβαίνει. Αλλά τι; Πρέπει να μάθω, πού βρίσκεται ο Τάσος.
Να δω πού πατάει.
Δεν άργησε να βρει τον Τάσο. Στην «Πηγάδα» σε απόσταση εκατό-εκατό πενήντα μέτρα από τη στάση του τραμ προς τον Άγιο Βασίλη, μπροστά από τα μπαράκια. Ο Αλέξης διαβάζει την πινακίδα που είναι καρφωμένη πάνω από την πόρτα: «Ξυλουργείον-Αναστάσιος Παναγιώτου».
Ο Τάσος ξαφνιάστηκε έτσι απότομα που είδε τον Αλέξη εμπρός του στην πότρα του μαγαζιού του. Γρήγορα, όμως, συνήλθε. Τον υποδέχτηκε εγκάρδια.
-Χάθηκες του είπε με παράπονο. Έριξες πέτρα πίσω σου κι ούτε ένα γράμμα στους γονείς σου δεν έστειλες. Ο πατέρας σου κάθε μέρα στέκεται στη στροφή απ’όπου περνάει ο ταχυδρόμος και το μόνο που λαβαίνει είναι μία καλημέρα του.
Ο Αλέξης ένοιωσε έναν κόμπο στο λαιμό.
-Ναι, πρέπει να δώσω σημεία ζωής, αλλά φοβόμουν. Δεν ήθελα να τους μπλέξουν. Δεν ήθελα να είχαν τραβήγματα με την αστυνομία για τα δικά του καμώματα. -Αυτό δεν εμπόδισε τους μπάτσους να τους κουβαλούν κάθε τόσο στο τμήμα. Όχι, μόνο τους δικούς σου, ακόμη κι εμένα.
-Γιατί όχι εσένα;
-Ε... να εγώ δεν βγήκα στο βουνό, όπως εσύ...
-Τις προάλλες γιατί σε είχαν καλέσει στο τμήμα; Τι έκαμες; Είσαι μέλος στο σωματείο των ξυλουργών;
-Ναι, είμαι. Αλλά εγώ... δηλαδή εμένα μου είπαν πως θα φέρουν έναν συγχωριανό μου και να τους πω, εάν τον ξέρω. Πού να φανταστώ πω; Θα ήσουν εσύ! -Τι τους είπες;
-Την αλήθεια. Όλη τη δραστηριότητά σου κατά των Γερμανών στην Κατοχή και το γεγονός που σε βρήκα ετοιμοθάνατο και ειδοποίησα τον πατέρα μου και ήρθαμε και σε πήραμε με το κάρο. Μετά σε έχασα. Δεν ήξερα τίποτε άλλο. Μαθαίναμε, βέβαια, για σένα από τους άλλους συγχωριανούς που ήταν κι αυτοί στο βουνό. Ακόμη πως ήσουν ένα διάστημα με τον καπετάν-Μαριδή και μετά στη Μακρόνησο. Αυτά δεν χρειαζόταν να τα πω γιατί τα ξέρουν.
-Τα έχεις καλά με την Αστυνομία;
-Ποιος εγώ; Όχι, βέβαια. Αυτοί μαζεύουν όσους βγάζουν λιγότερα από σαράντα δραχμές την ημέρα. Κάνουν σπάσιμο νεύρων. Αμερικάνικο σύστημα! Σου λέει όσο πιο φτωχός είναι, τόσο πιο ευάλωτος. Θα τους τρομοκρατήσουμε κι έτσι θα έχουμε ήσυχο το κεφάλι μας.
Ο Αλέξης αποφάσισε να πάει στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Να δει τους γονείς του, πριν πεθάνουν. Δεν ήταν και πολύ μακριά, είκοσι-εισοσιδυό ώρες με το καράβι. Λεωφορείο δεν πήγαινε. Πήρε μερικές μέρες άδεια από τον εργολάβο του και ένα πρωί επιβιβάστηκε στο «Μιαούλης», ένα κάτασπρο, πανέμορφο πλοίο του Ποταμιάνου, από την ακτή Μιαούλη. Όσο πλησίαζε το καράβι προς το λιμάνι της γενέτειράς του, τόσο μεγάλωνε και η συγκίνησή του και συνάμα και η αμηχανία και το άγχος του. Πώς θα τον δεχτούν; Τι θα τους πω; Έφερε το χέρι του στην αριστερή εσωτερική τσέπη του σακκακιού του. Οι φωτογραφίες της γυναίκας του και του παιδιού τους ήταν στη θέση τους. Από εκεί θ’αρχίσω, είπε μέσα του. Οι γέροι θα συγκινηθούν. Μετά βλέπουμε. Δεν θα με δείρουν κιόλας!
Η υποδοχή που του έκαναν ήταν πολύ πιο θερμή απ’ό,τι τη φανταζόταν. Τον κρατούσαν από το ένα του χέρι ο καθένας. Τον είχαν στη μέση σα γαμπρό που τον πήγαιναν στην εκκλησία να παντρευτεί. Ώσπου να φθάσουν στο σπίτι, που και που σταματούσαν για λίγο. Τότε η μάνα του ακουμπούσε το κεφάλι της στο στήθος της και ο Αλέξης ένοιωθε τα δάκρυά της να ζεσταίνουν το στέρνο του. Πόσο αλήθεια του είχε λείψει η μάνα του! Τώρα μόνο το συνειδητοποιεί. Τόσα χρόνια στο βουνό και στην εξορία προσπαθούσε να τη βγάζει από το μυαλό του για να μην πονάει. Τώρα, όμως αυτό που νοιώθει τον έφερε είκοσι χρόνια πίσω. Μόνο που θα ήθελε να ήταν εκείνος στην αγκαλιά της μάνας του. Αλλά και έτσι καλά πάλι είναι, σκέφτηκε!
Στο καφενείο άλλοι ήταν διαχυτικοί και τον καμάρωναν και άλλοι, ευτυχώς ελάχιστοι, δεν έκρυβαν την αποστροφή τους. Δυο μέρες πριν να επιστρέψει στη γυναίκα του και το παιδί του τον πλησιάζει ένας συγχωριανός του με πολιτικά πιστεύω «παντός καιρού» και του λέει:
-Γιατί δεν ήρθες σε επαφή μαζί μου να σε στείλω στο γραφείο του κυρίου Σπύρου να σε βόλεβε σε καμιά δουλειά πιο αξιοπρεπή απ΄αυτή του μπετατζή; -Αρχικά δε γνώριζα πως ο κύριος Σπύρου λειτουργεί γραφείο ευρέσεως εργασίας. Και δεύτερο δεν θα σας έδινα την ικανοποίηση να με εμπαίζεται ούτε εσύ ούτε οποιοσδήποτε κύριος Σπύρου. Γνωρίζω πολύ καλά στον τόπο μας τι συμβαίνει και πως το κατεστημένο φέρεται σε άτομα σαν και μένα. Στη Μακρόνησο συνάντησα άτομα και συγχωριανούς μας ακόμη που το μόνον έγκλημάτους ήταν που ήταν «ωραίοι», δεν έσκυψαν, δεν ήταν αμινατζήδες και πάνω απ’όλα στάθηκαν στο ύψος τους και δεν επέτρεωαν σε κανένα να τους εκμεταλλευτεί και να τους χρησιμοποιήσει για ένα κομμάτι ψωμίμε όλες τις κακουχίες που πέρασαν στην Κατοχή και στις δύσκολες μέρες που περνάμε ακόμη και σήμερα. Και αυτό δεν τους το συγχώρεσαν μερικοί-μερικοί και το πλήρωσαν και ακόμη το πληρώνουν. Θα προτιμούσα να πεθάνω της πείνας ή να εξαφανιστώ από το πρόσωπο της γης παρά να βρεθώ στην ευτελή θέση να «προσκυνήσω» το κατεστημένο και να διαβάσουν στην εκκλησιά του χωριού τοιχοκολλημμένο ή στο καφενείο τη δήλωση μετανοίας μου! Να κάνω δηλαδή δήλωση και να απαρνηθώ την ίδια μου τη ζωή, τον ίδιο μου τον αγώνα και που στο κάτω-κάτω της γραφής μου το υπέβαλε το ίδιο το κατεστημένο.
-Δηλαδή θέλεις να πεις πως το κατεστημένο σε έκανε λιποτάκτη και πέρασες στο αντάρτικο;
-Ναι, το κατεστημένο. Όχι σε μένα τον ίδιο, αλλά στους συντρόφους μου. Στους αγωνιστές της Αντίστασης. Από φόβο το κατεστημένο τους είπε να τρέξουν και αυτό θα τους κυνηγά. Και όταν θα σας πιάνω, τους είπε, θα σας σκοτώνω. Κι αν δεν βρω να σκοτώσω εσάς, θα φυλακίζω τη μάνα σας και όλους τους συγγενείς σου.
-Και το παιδομάζωμμας Ποιος το έκανε;. Οι αντάρτες το έκαμαν.-Κάνεις μεγάλο λάθος και να το πεις και στους άλλους για να το μάθουν. Τα παιδιά που βρέθηκαν στο ανατολικό μπλοκ, τα πήγαν εκεί οι ίδιοι οι συγγενείς τους για λόγους προφύλαξης. Για να μην τα σκοτώνουν οι φασίστες οι κυβερνητικοί. Για να μην τους εκβιάζουν οι χωροφύλακες. Ή παραδίνεσαι και κάνεις δήλωση ή σου σκοτώνω το παιδί. Εκτός αυτού αφού και οι δύο οι γονείς ήταν στο βουνό και οι παππούδες στη φυλακή ή στην εξορία, τα παιδιά τους πού θα τα άφηναν; Στους χωροφύλακες; Τουλάχιστον στα ανατολικά κράτη υπήρχε η περίθαλψη των παιδιών, υπήρχε φροντίδα, στοργή και μόρφωση.
Έφυγε από το χωριό με ανάμεικτα συναισθήματα. Μέρα με την ημέρα ένοιωθε τον τρόμο να έρχεται όλο και πιο κοντά. Οι προσαγωγές του στο τμήμα έγιναν συχνότερες. Πολλές φορές φώναζαν και τη γυναίκα του να τον πάει στο σπίτι του από το τμήμα. Ήταν ολοφάνερο πως οι μπάτσοι χρησιμοποιούσαν επάνω του παντός είδους βία. Στις ερωτήσεις της Ευτυχίας, αν τον έδερναν, ο Αλέξης απαντούσε αρνητικά. Εκείνος, όμως, ήξερε. Τον έδερναν και πολύ μάλιστα, με έναν τρόπο που ήταν αν όχι ακατόρθωτο, τουλάχιστον πολύ δύσκολο να το αποδείξει. Δεν ήξερε πού να αποτανθεί για βοήθεια. Ζήτησε τη γνώμη του εργοδότη του. Εκείνος τον συμβούλεψε να απέχει από κάθε εκδήλωση για ένα χρονικό διάστημα. Δουλειά-σπίτι, σπίτι-δουλειά, του είχε πει.
Πρόσεχε όσο μπορούσε. Αν πήγαινε στο καφενείο καμιά, συνήθως Κυριακή πρωί, έπινε έναν καφέ μόνος του και δεν είχε πολλά με κανέναν άλλο θαμώνα. Όλες οι αισθήσεις του ήταν σε υπερδιέγερση. «Τουλάχιστον στην Κατοχή τον εχθρό τον ήξερε, ενώ τώρα ποιος είναι ο εχθρός μου», σκεφτόταν, η πατρίδα μου, οι φίλοι μου, ο ίδιος μου ο εαυτός; Τι πρέπει να κάνω. Να φύγω από την πατρίδα μου και πού να πάω; Να πάω στην Αλβανία, όπως πήγαν πέντε-έξι συγχωριανοί μου; Και το παιδί μου, η γυναίκα μου; Πώς μπορούσα να τους αφήσω πίσω μου και να φύγω; Θα είναι σκέτη λιποταξία. Όχι, εδώ θα μείνω. Κάποτε θα φέξει και για μας. Δεν γίνεται, κάποτε θα έρθει το ξημέρωμα.
Η μια απεργία διαδεχόταν την άλλη. Τα συλλαλητήρια και οι πορείες διαμαρτυρίας ήταν στην ημερήσια διάταξη. Τώρα προστέθηκε και το Κυπριακό. Ο Αλέξης δεν έχανε καμιά εκδήλωση. Μπαινόβγαινε στη φυλακή, λες και επισκεφτόταν τους γονείς του ή τα πεθερικά του. Η Ευτυχία πάντα τον συνόδευε στο σπίτι μετά από κλήση της αστυνομίας. Άρχισαν να το διασκεδάζουν. Σιγά-σιγά τους έγινε βίωμα, τρόπος ζωής, έθιμο. Τώρα ένοιωθαν τον εαυτό τους πιο ανάλαφρο. Καταλάβαιναν πως ο κόμος τους εκτιμούσε περισσότερο. Τους σέβονταν.
Ο Αλέξης ξαναπόχτησε τις παλιές του συνήθειες. Το πρόσωπό του έγινε πάλι φωτεινό. Χαμογελούσε σε όλους. Έγινε πιο ευδιάθετος. Καλημέριζε τους πάντες, γνωστούς και άγνωστους. Ξανακέρδισε την εμπιστοσύνη στον εαυτό και τους συντρόφους του και βρήκε το πηγαίο χιούμορ του.
Τα βράδια αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι με την Ευτυχία του, την «αγαπούλα του», όταν εκείνη του έλεγε πως ...δεν πρέπει γιατί είναι κουρασμένος. Εκείνος τότε της απαντούσε «καλά, βρε αγαπούλα μου, οι εργάτες δεν κάνουν έρωτα;» Τότε εκείνη αφηνόταν στην αγκαλιά του και τα στήθη της γέμιζαν χαρά και έρωτα και ξεχνούσε τις επισκέψεις στην αστυνομία.
Η χώρα, όμως, δεν ήταν καθόλου ευτυχισμένη. Ούτε καν χαρούμενη. Έμοιαζε με υφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Η κυβέρνηση, όμως, φαίνεται να αδιαφορεί γι’αυτό.
Αυτές τις μέρες στον Πειραιά γίνεται η δίκη του καπετάν-Γιώτη και των συντρόφων του, κεκλεισμένων των θυρών, όπως λέγεται στη δικαστική γλωσσα. Αστυνομικοί οπλισμένοι σαν αστακοί περιπολούν τους γύρω χώρους του δικαστηρίου και ούτε καν από το πεζοδρόμιο δεν αφήνουν άνθρωπο να περάσει. Οι σύντροφοι του καπετάν-Γιώτη που έχουν ενταχθεί στην ΕΔΑ κάνουν τα πάνδεινα για να μην έχουν οι τωρινοί υπόδικοι την τύχη του Μπελογιάννη και των άλλων συντρόφων του που εκτελέστηκαν μερικά χρόνια πριν, χωρίς δίκη. Το γεγονό, όμως, που οι σημερινοί κατηγορούμενοι δικάζονται, κάπως τους παρηγορεί.
Ο Αλέξης συνεχίζει να επισκέπτεται τα κρατητήρια της Ασφάλειας Πειραιώς. Μάλιστα του έχουν ορίσει και την ημέρα της εβδομάδας για την παρουσίασή του. Κάθε Πέμπτη στις τέσσερις το απόγευμα, του είπαν, γιατί στις πέντε ο διοικητής φεύγει για το σπίτι του. Μερικές φορές, μάλιστα, συναντούσε και τον Τάσο. Έκαναν πως δεν είχαν στενές σχέσεις για να μη δώσουν στόχο. Μιαν απλή καλημέρα, βιαστικά αντάλλασσαν. Ο Τάσος, όμως, μοίραζε φέιγ-βολάν, όπως όλοι οι συνδικαλιστές. Τον Αλέξη, όμως, τον προβλημάτιζε ένα πράγμα: Όσες φορές είχαν συμφωνήσει για πορεία διαμαρτυρίας, ο Τάσος γινόταν άφαντος, αλλά στο τέλος παρουσιαζόταν πάντοτε στο προκαθορισμένο μέρος συνάντησης που έδιναν για να μετρήσουν τις απώλειες που είχαν, όπως συνήθιζαν να λένε. Οι μπάτσοι όλο και κάποιον θα συνελάμβαναν κατά τη διάρκεια της πορείας. Τον Αλέξη πάντως, αν τους ξέφευγε, τον μάντρωναν μετά την πορεία. Έτσι έκαναν πάντοτε. Κάθε φορά που οι εργαζόμενοι έκαναν πορεία διαμαρτυρίας, οι μπάτσοι έβαζαν δικούς τους να τους δημιουργούν φασαρίες για να έχουν έπειτα την ευκαιρία να επεμβαίνουν και να κάνουν συλλήψεις. Και μετά στο τέλος συνελάμβαναν και τους συνήθεις ύποπτους. Ο Αλέξης ήταν από τους πρώτους. Στις αρχές του εξήντα αποφάσισε με την Ευτυχία να κάνουν τα χαρτιά τους για τη Γερμανία. Το μικρό σκόπευαν να το άφηναν στους γονείς της Ευτυχίας. Έτσι έκαναν οι περισσότεροι. Όμως η αίτησή τους δεν ευωδόθηκε.
-Μας κρατάνε εδώ για «έχας», αστειευόταν ο Αλέξης.
-Καλά, οι Γερμανοί δεν είναι κομμουνιστές; Ρωτούσε η Ευτυχία.
-Ευτυχία, όταν η Γερμανία έχασε τον πόλεμο, τη χώρισαν στα δύο. Στην Ανατολική με κουμάντο ρωσικό και στη Δυτική με κουμάντο αμερικάνικο. Στη Δυτική δεν μας θέλουν γιατί είμαστε κομμουνιστές και στην Ανατολική δε μας θέλουν γιατί είμαστε Δυτικοί. Τώρα πώς από φασίστες τη μια μέρα βρέθηκαν κομμουνιστές οι μισοί Γερμανοί, αυτό δεν μπορώ να το εξηγήσω! Και να σου πω την αλήθεια, καλύτερα που δεν μας θέλουν. Στην Κατοχή πήγαν να με σκοτώσουν και τώρα θα πήγαινα να τους δουλέψω; Για φαντάσου να είχα για εργοδηγό τον επικεφαλής του αποσπάσμα-τος! Πλάκα θα είχε να με έβλεπε μπροστά του ολοζώντανο.
Γίνονται δυο εκλογικές αναμετρήσεις και η Ε.Κ. με αρχηγό το Γεώργιο Παπανδρέου κερδίζει τις εκλογές και γίνεται πρωθυπουργός. Ο αρχηγός της Ε.Ρ.Ε. γεύγει για το Παρίσι. Η Δημοκρατία νίκησε. Ο κόσμος άρχισε να νοιώθει ελεύθερος. Ο Αλέξης σταμάτησε να επισκέπτεται την Ασφάλεια Πειραιώς. Η κυβέρνηση άρχισε να υλοποιεί τις πρεκλογικές υποσχέσεις της. Μέχρι που οι αστυνομικοί φερόντουσαν πιο φιλοκά στον κόσμο.
Δεν κράτησε, όμως, για πολύ αυτή η ευδαιμονία. Μιαν ωραία πρωίαν στις 21 Απρίλη 1967, τα χαράματα η πόρτα του Αλέξη δεχόταν χτυπήματα και το κουδούνι χτυπούσε δαιμονισμένα. Ο Αλέξης τρομαγμένος άνοιξε την πόρτα και βρέθηκε αντιμέτωπος με πέντε χωροφύλακες.
-«Για το καλό της πατρίδας είσαι υπό κράτηση», του είπαν. «Ντύσου και έλα μαζί μας».
Το καμιόνι που τον ανέβασαν ήταν γεμάτο. Μερικούς τους γνώριζε. Ήταν οικοδόμοι. Προσπάθησε να ρωτήσει με τα μάτια, τι συνέβαινε. «Δικτατορία», του ψιθύρισε κάποιος. Ο Αλέξης χλώμιασε. Όλα τα περίμενε, αλλά όχι και δθκτατορία! Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι τανκς και στρατό. Τους κατέβαζαν στην Μπουμπουλίνας, στην Αθήνα και ο Αλέξης ξαναβρέθηκε μόνος σε ένα κελλί. Καθώς έμπαιναν πέρασαν από ένα διάδρομο. Σαν να πήρε το μάτι του τον Τάσο. Ο Αλέξης δεν πίστευε στα μάτια του. Τον Τάσο; Και τον Τάσο έπιασαν! Τόσο πολύ ύποπτος είναι ο Τάσος; Στο κελλί τώρα προσπάθησε να βάλει κάποια τάξη στις σκέψεις του. Να βγάλει ένα συμπέρασμα. Από ό,τι μπορώ να ξέρω δεν υπήρχε κίνδυνος για καμιά λαϊκή επανάσταση. Μόλις ανασάναμε λιγάκι και απολαμβάναμε την ελευθερία μας και τη δημοκρατία, ήρθαν τα πάνω κάτω.
Σε όλο το διάστημα της δικτατορίας ο Αλέξης συλλαμβανόταν για ψύλλου πήδημα. Τον κρατούσαν δυο-τρεις μέες και ύστερα τον άφηναν ελεύθερο. Η μεταχείρηση που χρησιμοποιούσε η στρατιωτικά αστυνομία και οι χωροφύλακες ήταν πολύ πιο βίαιαη απ’αυτήν που χρησιμοποιούσε η αστυνομία στη δεκαετία του πεντήντα. Τον έδερναν κάθε φορά που τον συνελάμβαναν με ένα μακρύ σακκούλι γεμάτο με άμμο για να μην αφήνει σημάδια. Τον ρωτούσαν βασανιστικά αν είναι κομμουνιστής και αν η Εθνική Κυβέρνηση κάνει κάλό έργο ή όχι. Ο Αλέξης δεν αντιδρούσε, ούτε ανταποκρινόταν στα ερωτήματα. Έμενε πάντοτε αγέρωχος, απαθής σαν να μην άκουγε. Αυτό εκνεύριζε περισσότερο τους δεσμοφύλακές του και τον χτυπούσαν με περισσότερη μανία. Ο κόσμος είχε χωριστεί σε δημοκράτες και σε χουντικούς. Πολλοί, όσοι μπόρεσαν έφυγαν για το εξωτερικό. Ιδίως στη Γαλλία και την Ιταλία.
Με την πτώση της χούντας, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, χάθηκε και η μισή Κύπρος. Ο Καραμανλής επιστρέφει σαν εθνοσωτήρας. Η δημοκρατία αποκαθί-σταται. Το Κ.Κ.Ε. νομιμοποιείται. Στα μετέπειτα χρόνια τα ηνία της διακυβέρνησης αναλαμβάνει το νεοσυσταθέν κόμμα του ΠΑΣΟΚ, με αρχηγό τον Ανδρέα Παπανδρέ-ου κι η Ελλάδα γέμισε καινοτομίες: πράσινες ταυτότητες, δουλειά για τα παιδιά του κόμματος και κάθε είδους προνόμιο για τους «ημέτερους», από προώθησε στον αθλητισμό μέχρι σπίτια στις εργατικές κατοικίες, τα εισιτήρια κοινωνικού τουρισμού και στην επιλογή για επαγγελματική κατάρτηση και επιδόματα...
Ο Αλέξης έμεινε πιστός στην ιδεολογία του. Άκουγε τη λέξη σοσιαλισμός και του ερχόταν αναγούλα. «Έτσι είναι ο σοσιαλισμός;» σκεφτόταν απορημένος. Με σκληρή δουλειά σπούδασε το γιο του δάσκαλο. Διορίστηκε το 1976. Έκανε γλέντι τρικούβερτο. Ο Τάσος δεν παρουσιάστηκε. Προφασίστηκε ότι είχε κάποια επείγουσα δουλειά. Ο Αλέξης, όμως, ήξερε. Ήταν από ζήλεια. Ζήλεια που ο γιος του δεν είχε τελειώσει ούτε το Γυμνάσιο. Διορίστηκε, όμως, στο Πυροσβεστικό σώμα το 1986.
Νάτος! Κρατάει τη μάνικα. Τον κοιτάζει σαν χαμένος. Διστάζει ν’ανοίξει τον κρουνό.
-Ρίξε, παληκάρι μου, ρίξε, μη σε δουν οι συνάδελφοί σου που μένεις άπραγος και έχεις συνέπειες στην υπηρεσία σου, του φωνάζει ο Αλέξης. Δέχτηκε την πίεση του νερού κατάστηθα. Μετά τίποτε. Όλα θόλωσαν γύρω του κι έπεσε χάμω αναίσθητος.
Εκείνη την Κυριακή η γυναίκα του Αλέξη ξύπνησε μ’ένα παράξενο συναίσθημα. Μάλιστα του το είχε πει λίγο πριν φύγει για την πορεία διαμαρτυρίας των συνταξιού-χων. «Να προσέχεις», του είχε πει. «Δεν είσαι πια νέος!» Γι’αυτό, όταν χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας, έτρεξε να δει ποιος ήταν γιατί ο Αλέξης έπαιρνε πάντα τα κλειδιά του μαζί του, όταν έβγαινε. Ο Τάσος στεκόταν στην πόρτα κάπως χλωμός. Η Ευτυχία κρεμόταν απ’τα χείλη του. -Συνέβηκε κάτι στον Αλέξη; Ρώτησε και έτρεμε σύγκορμη από την ταραχή της.
-Ηρέμησε. Δεν είναι τίποτε σοβαρό. Να έγινε μια φασαρία και η Αστυνομία τον πήγε στο νοσοκομείο.
-Ακόμη τον κυνηγούν; Κραύγασε η Ευτυχία. Τι ακριβώς συνέβη;
-Δεν ξέρω ακριβώς. Ο γιος μου τηλεφώνησε να έρθω να σε ειδοποιήσω να πας να τον φέρεις σπίτι. Πάρε και μια αλλαξιά ρούχα γιατί τα ρούχα του είναι βρεγμένα.
-Λερώθηκε; Ωχ, Θεέ μου!
-Όχι, όχι, πρόλαβε να πει ο Τάσος. Να η Πυροσβεστική...
Η Ευτυχία κατάλαβε. Φώναξαν την Πυροσβεστική για να διαλύσει την πορεία των επικίνδυνων γεροντάκων...
-Κι εσύ δεν ήσουνα μαζί του;
-Όχι, μου είχε τύχει μια δουλειά, είπε ψελλίζοντας ο Τάσος με σκυμμένο κεφάλι.
Η κυρία Ευτυχία πάλι κατάλαβε. Σε όλες τις δύσκολες στιγμές της ζωής του Αλέξη, ο Τάσος ήταν πάντοτε απών και παρουσιαζόταν την τελευταία στιγμή. Ευχαρίστησε τον Τάσο και πήγε να ετοιμάσει μια τσάντα με ρούχα για τον Αλέξη της, το λεβέντη της! Φώναξε την εγγονή της και βγήκαν στο δρόμο για τη στάση του λεωφορείου. Στο ένα χέρι κρατούσε την τσάντα με τα ρούχα και στο άλλο το τρυφερό χεράκι της εγγονούλας της. Στο νου της ήρθαν τα δύσκολα μα ωραία χρόνια που πέρασε με τον Αλέξη. Ίσιωσε το κορμί της και της φάνηκε πως οι γειτόνισσες την ζήλευαν για τη λεβεντιά του Αλέξη, του άνδρα της. Μια φράση ήρθε στο νου της και την πρόφερε κάπως δυνατά.
-Τι είπες, γιαγιά; Ρώτησε η μικρή Ευτυχία.
-Τίποτε, παιδί μου. Να είπα, πάμε να φέρουμε τον παππού.
Και όλος ο κόσμος χαιρόταν με τη χαρά της!