ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ...
Έλα, κάθισε να σου διηγηθώ μιαν ιστορία. Μπορεί να είναι αληθινή. Μπορεί και όχι. Είναι όμως, μια ιστορία...Λοιπόν, το χωριό μου βρίσκεται σε ένα νησί, στο νότιο τμήμα του νησιού και καταλαμβάνει μίαν έκταση γύρω στα 15 χιλιόμετρα σε μήκος και σε πλάτος από 5 έως 7 χιλιόμετρα στο πιο πλατύ του σημείο. Τα σπίτια του είναι χτισμένα κατά μήκος του δημόσιου δρόμου, δείγμα πως ο δρόμος χρησίμευε από τα πολύ παλιά χρόνια σαν αγροτικός που σιγά-σιγά οι κάτοικοι ή οι έποικοι έχτιζαν τα σπίτια τους από τη μια και την άλλη μεριά του δρόμου. Πεζοδρόμια δεν υπάρχουν. Ο δρόμος είναι στρωμμένος με χοντρό χαλίκι και το χειμώνα είναι γεμάτος με λακούβες και λάσπη, από το συχνό πηγαινέλα των κάρων και το καλοκαίρι, όταν έρχεται το λεωφορείο της γραμμής, δύο φορές την ημέρα, αφήνει πίσω του σύννεφο αποπνικτικής σκόνης. Οι πλατείες είναι ανύπαρκτες. Υπάρχουν δυο-τρία ανοίγματα ανάμεσα από τα κολλητά χτισμένα σπίτια, που εμείς τα λέμε καμπούλια. Δεν ξέρω γιατί.
Ένας άλλος δρόμος ξεκινάει από τα Λιάτικα, διασχίζει τους Ριγγλάδες, περνάει ξώφαλτσα από τα Μπαγδάκια και τα Μανιουράτικα και καταλήγει πάλι στο δημόσιο κεντρικό, φιδωτό δρόμο, που ξεκινάει από τη χώρα διασχίζοντας όλο το νησί κάθετα από Βορρά προς Νότο, προχωρώντας άλλοτε παραθαλάσσια και άλλοτε πιο μεσογειακά. Από τα σαράντα οχτώ χιλιόμετρα που χωρίζουν τη Χώρα από τον Ασπρόκαβο, τουλάχιστον στα σαράντα χιλιόμετρα του δρόμου και από τις δυο πλευρές του, όπου βλέπει το μάτι σου, είναι καλυμμένα με πανύψηλα ελαιόδεντρα που πολλά από αυτά χρονολογούνται από την εποχή της Ενετοκρατίας. Ως γνωστό, τα Επτάνησα, σ’αυτά περιλαμβάνεται το νησί μου, ήταν υποδουλωμένα στους Ενετούς τετρακόσια χρόνια. Μάλιστα είχαν δημιουργήσει και το κράτος της Ιονίου Πολιτείας με πρωτεύουσα την Κέρκυρα.
Ηλεκτρισμό δεν έχουμε στο χωριό από τον καιρό που οι Ιταλοί βομβάρδισαν το εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Τι εργοστάσιο δηλαδή, το ατμοκίνητο ελαιοτριβείο του Τρυπαγκάθη ήταν, που τροφοδοτούσε με ρεύμα ένα τμήμα του χωριού. Αυτό, όμως, δεν πείραξε τους συγχωριανούς μου τόσο, όσο ο βομβαρδισμός του θεάτρου της πόλης, μοναδικό στον κόσμο της εποχής του, που δεύτερό του ήταν η Σκάλα του Μιλάνου. Στο σπίτι μας έβλεπα τα καλλώδια και τους διακόπτες, αλλά αν δεν άναβα τη λαδοφωτιά ή τη λάμπα πετρελαίου, φως δεν έβλεπα.
Κύρια ασχολία των κατοίκων είναι η γεωργία και η ψαρική. Όσοι έχουν λίγα στρέμματα γης, φυτεύουν λίγα απ’όλα. Από σιτηρά και όσπρια, μέχρι αμπέλια, χειμωνικά, πεπόνια και ξυλάγγουρα. Λίγα φρουτόδενδρα, κυρίως λεμονιές και πορτοκαλλιές και όλο ελαιόδενδρα. Το κρασί και το λάδι είναι πανάκεια για μας. Μεγαλοκτηματίες είναι λίγοι. Πέντε-δέκα όλοι κι όλοι μέσα στις δέκα χιλιάδες κατοίκους των χωριών που είναι ενωμένα και που οι ντόπιοι τα αποκαλούν το Πεντάχωρο.
Αυτοί, λοιπόν, είναι γενικοί αρχηγοί. Πρόεδροι στις Κοινότητες, υποψήφιοι βουλευτές και πάντοτε πρώτοι στα μέσα και στα έξω που λένε. Όσοι δουλεύουν γι’αυτούς, είναι υποχρεωμένοι τόσο, που ακολουθούν ακόμα και τα πολιτικά τους πιστεύω. Αν κάποιος συγχωριανός δείξει πως δεν τους έχει ανάγκη, τότε κακό που τον έβρηκε. Τον κυνηγούν, όσο δεν παίρνει αυτόν και όλη την οικογένειά του. Αυτά, βέβαια, τα έμαθα αργότερα γιατί από τα πολύ παιδικά μου χρόνια, λίγα πράγματα θυμάμαι.
Για παράδειγμα θυμάμαι πως η μάνα μου είχε έναν αδελφό στα ΄΄Σύρματα΄΄, κάπου μακριά, όπως άκουγα να διηγούνται οι μεγάλοι. Όσο και να τη ρωτούσα δεν μου έλεγε.΄΄ Όλο είσαι μικρός ακόμη για να μάθεις’’, μικρό με ανέβαζε, μικρό με κατέβαζε. Εγώ πάλι ήξερα ότι στα σύρματα απλώνουμε τα σκουτιά να στεγνώσουν. Στ’άλλα σύρματα, του τηλέγραφου, στέκονταν τα πουλιά. Έτσι κι εγώ φαντάστηκα το θείο μου, ένα μεγάλο πουλί να κάθεται επάνω στα σύρματα με τις τεράστιες φτερούγιες του ανοιχτές σαν αετός.
Εκείνη την εποχή στο χωριό μας συμβαίνανε παράξενα πράγματα. Μια είχαμε σχολείο, μια δεν είχαμε. Τα βράδια δεν μας άφηναν να παίζουμε έξω όπως πρώτα. Και μέσα στο σκοτάδι ακούγαμε βλαστήμιες και ντουφεκιές. Ο πατέρας και πολλοί άλλοι χωριανοί λείπανε για μέρες από τα σπίτια τους. Που και που το έσκαγα από το σπίτι και πήγαινα στου Σωκράτη που έμενε σε διώροφο. Από το παράθυρο του πάνω πατώματος βλέπαμε τις αστραπές και αμυδρά ακούγαμε υπόκουφους βρόντους που έρχονταν από τα απέναντι βουνά της Ηπείρου. Ο αδελφός του που ήταν πιο μεγάλος από μας μας έλεγε πως δεν είναι αστραπές, αφού ήταν ξαστεριά. Πολεμάνε, μας έλεγε, οι αντάρτες με το στρατό, όπως στις ιστορίες που μας λέει ο Σπανιόλος.
- Ο πατέρας σου πού είναι, με ρώτησε κάποια μέρα.- Κουβαλάει βόδια από την Αλβανία με το καΐκι, του απαντάω.- Κολοκύθια, μου λέει, τότε εκείνος. Αντάρτης είναι, όπως και ο δικός μου. Τα βόδια είναι δικαιολογία. Έρχονται με κάτι γενειάδες, να, ίσαμε εδώ κάτω και έδειξε τη μέση του στήθους του. Ξυρίζονται στον κάλυβό σας που είναι από τη μεριά της θάλασσας λίγο πριν το έμπα στο χωριό και μετά έρχονται προσποιούμενοι τους εμπόρους και ταξιδευτές.
Μερικές φορές που δεν είχαμε σχολείο, εγώ και ο φίλος μου, ο Σωκράτης, πηγαίναμε στο Σπανιόλο. Δηλαδή, χωριανός μας ήταν, αλλά είχε πάει στην Ισπανία και είχε πολεμήσει εθελοντής κατά του Φράνκο. Μας άρεσε που μας έλεγε πολεμικές ιστορίες για τους φασίστες του Φράνκο και πώς πήγαν αυτός και πέντε-έξι συγχωριανοί να πολεμήσουν και να ελευθερώσουν τους Ισπανούς από τον Φράνκο. Ήτανε με ένα χέρι. Το άλλο, μας έλεγε, είναι θαμμένο σε μια πλαγιά πέρα εκεί. Για τους άλλους δεν μας έλεγε τίποτε κι έτσι και ’μείς δεν τον ρωτούσαμε. Πότε-πότε ερχόταν ένας χωροφύλακας και τον έπαιρνε μαζί του. Του έλεγε να πάρει και καμιά κουβέρτα μαζί του για να μην κρυώνει.
Εκείνη τη μέρα που μας έλεγε μια ιστορία για τον πόλεμο στην Ισπανία, ήρθε και τον γύρεψε και πάλι ο χωροφύλακας. Ο Σπανιόλος πήγε να πάρει την κουβέρτα του. Όμως ο χωροφύλακας του είπε πως δεν θα του χρειαστεί.΄΄ Μόνο για λίγο θα σε κρατήσουμε,΄΄ του είπε. ΄΄Κάτι θέλει να σε ρωτήσει ο διοικητής.΄΄ Τότε ο Σπανιόλος έσκυψε και μας φίλησε και μας είπε να είμαστε καλά παιδιά και έφυγε σιωπηλός μαζί με το δεσμοφύλακά του. Από εκείνη τη μέρα δεν τον ξανάδαμε ζωντανό. Η μάνα μου δεν με άφησε να πάω στην κηδεία του. Αργότερα, στα δεκαοχτώ μου χρόνια έμαθα γιατί τον εκτέλεσαν. Τότε, μόνο, κατάλαβα. Κατάλαβα πολλά από τα ακατανόητα που γινόντουσαν στο χωριό μου την εποχή εκείνη και που το παιδικό μου μυαλό αδυνατούσε να τα συλλάβει.
-Τά ’μαθες, ρε; Μου λέει μια μέρα ο Σωκράτης.
-Τι να μάθω; Τι έγινε;
-Τα Ριγγλαδίτικα δεν κάνουν άλλο σχολείο.
-Γιατί; Τι τρέχει;
-Να οι χωροφύλακες πιάσανε, λέει, μερικούς κομμουνιστές και δεν είχαν πού αλλού να τους βάλουν κι έτσι έδιωξαν τα παιδιά απ’το σχολείο για να βάλουνε μέσα τους συμμορίτες και να τους φυλάνε.
-Ρε τα κωλόφαρδα. Και πόσο καιρό δεν θα έχουνε μάθημα; ρώτησα παραξενεμένος.
-Δεν ξέρω, μου απάντησε και λυπάμαι πολύ γιατί δεν πήραν και το δικό μας να χάσουμε κι εμείς λίγο μάθημα.. Αλλά να, φαίνεται πως εμείς δεν είμαστε κομμουνιστές.
-Δεν είμαστε;... Αφού το λες εσύ, κάτι θα ξέρεις περισσότερο, συμφώνησα.
-Πάμε για μπάλα;
-Πάμε. Να φωνάξουμε και τους άλλους!
Καθώς πηγαίναμε για το γήπεδο-στις ελιές του Γιαννίτση, δηλαδή- συναντήσαμε ένα τσούρμο ντουφεκάδες και με αυστηρό ύφος μας είπαν να το διαλύσουμε αμέσως. Εμείς δεν απορήσαμε γιατί καταλάβαμε πως ήταν κι αυτό ένα από τα ακατανόητα της εποχής. Έτσι με κατεβασμένα κεφάλια κινήσαμε αμίλητοι για τα σπίτια μας.
Νυχτώνει κι άρχισε πάλι να με κυριεύει ο φόβος. Κάθε φορά που νυχτώνει, με κυριεύει ένας παράξενος φόβος. Φοβόμουν τους κατσαπλιάδες που δεν είχα δει ποτέ μου και που μόνο από τις αφηγήσεις των μεγάλων και από σκόρπιες κουβέντες τούς είχα φαντασθεί υπερβολικά άγριους, έτοιμους να σκοτώσουν με την παραμικρή αντίδραση. Αλλά, αν ο πατέρας μου είναι κατσαπλιάς, όπως λέει ο αδελφός του Σωκράτη, γιατί να φοβάμαι; Όλοι θα είναι σαν τον πατέρα μου, σκεφτόμουν μοναχός μου και έπαιρνα θάρρος.
Πού πήγε; Πώς πήγε; Το καΐκι δεν είναι στο ποτάμι. Πώς πήγε να βρει τον πατέρα μου η μάνα; -Πολλά ρωτάς, μου λέει η θεια μου. Τ’αδέλφια σου είναι πιο μεγάλα και δε ρωτάνε τέτοια πράγματα. Πάψε! Κάθισε να φας. Πήγαινε να πλαγιάσεις, μου έλεγε ανάλογα με την περίσταση. Μα εγώ φοβάμαι γιατί είναι νύχτα. Δεν φοβάμαι μόνο τους κατσαπλιάδες και τους χωροφύλακες, αλλά φοβάμαι και εκείνα τα απαίσια τέρατα που μου λέει η θειά μου στις ιστορίες της. Κάτι δράκοντες, κάτι νυφίτσες, κάτι ζοφερά, τρομαχτικά φαντάσματα. Μόνο όταν μου λέει τα ποιήματά της, ησυχάζω λίγο, γαληνεύει η ψυχή μου. Και ξέρει πολλά ποιήματα η θεια μου. Τα σκαρώνει στη στιγμή με βαθυστόχαστα νοήματα και ρυθμούς, που τους πλέκει αρμονικά μέσα από τα συναισθήματα που γεννιώνται στην καλόβολη ψυχή της και από τα ερεθίσματα που δέχεται από γεγονότα του μικρού μας χωριού, της ζωής των απλοϊκών του κατοίκων, από τα παθήματά τους, τα παράξενα και τις φαρσοκωμωδίες που σκαρώνει η ζήση μας.
Σήμερα η καμπάνα χτυπάει πάλι πένθιμα. Ποιος να πέθανε, άραγε; Μονολογούσε η θεια μου, καθώς έπλενε τα ρούχα με την αλισίβα. Αν είναι γέρος ή γριά, ας πάει στο καλό. Μόνο να μη σκοτώθηκε κανένα παλληκάρι πάλι.
-Μόνο να μην είναι αντάρτης, της φώναξα.
-Δεν κάνει διαφορά, παιδί μου, αν είναι αντάρτης ή στρατιώτης. Δικά μας παιδιά είναι, συγχωριανοί μας. Πώς να μονοιάσουμε αύριο-μεθαύριο που θα τελειώσει αυτό το κακό; Γιατί κάποια μέρα θα τελειώσει και αλοίμονο στους χαμένους. Αλλά τι κάθομαι και κουβεντιάζω μαζί σου! Πήγαινε να παίξεις... ή καλύτερα να διαβάσεις τα μαθήματά σου, είπε για να με καθησυχάσει, τάχα αδιάφορη.
-Πάντως, αν είναι νέος και σκοτώθηκε στον πόλεμο, πρέπει να είναι στρατιώτης, της απάντησα.
-Γιατί; Πού το ξέρεις εσύ; Άκουσες κάτι συγκεκριμένο; Τίνος είναι;
-Δεν ξέρω. Έτσι το λέω. Γιατί αυτή η καμπάνα είναι του Άι Νικόλα. Και αν είναι αντάρτης ο σκοτωμένος, δεν θα χτυπούσε. Θυμάσαι την άλλη φορά τι σούσουρο έγινε που φώναξε ο Δεσπότης τον παπά του Άι Νικόλα και τον τιμώρησε μάλιστα με αργία για ένα μήνα, γιατί χτύπησε την καμπάνα, επειδή σκοτώθηκε ένας αντάρτης από την ενορεία του;
-Πολλά ξέρεις, είπε κάπως απότομα η θειά και με προέτρεψε να πάω να παίξω, γιατί λέει αυτά δεν είναι έγνοιες των μικρών παιδιών.
Η θεια μου ήταν καλή γυναίκα. Εκείνη μας μεγάλωσε. Μας είχε σαν παιδιά της. Με τα παραμύθια της, τα ποιήματά της, τα τραγούδια και τις ιστορίες της μας κανάκεψε. Γράμματα δεν ήξερε. Ό,τι όμως άκουγε, το αποτύπωνε στο μυαλό της και το έκανε τραγούδι που μας συντρόφευε σε κάθε ευκαιρία. Ήταν σχεδόν πάντα χαρούμενη. Έρχονταν κάποτε στιγμές που το πρόσωπό της σκοτείνιαζε. Όλοι τότε ξέραμε τι είχε και δεν της μιλούσαμε, όταν την βλέπαμε έτσι στενοχωρημένη. Θυμόταν τον άνδρα της που της τον σκότωσαν. Μόλις είχαν βγει από την εκκλησιά, νιόπαντροι, όταν δυο πιστολιές τον ξάπλωσαν στο πέτρινο πλατύσκαλο. Δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ. Έμεινε με τον παππού και όση αγάπη είχε, την έδωσε στον αδελφό της και αργότερα σε μας, τα παιδιά του. Την πίκρα την κράτησε αμοίραγη στην ψυχή της βαθιά. Δεν ξέρω, τι θύμησες μπορεί να είχε μετά από τόσα χρόνια, γιατί είμαι πολύ μικρός για να την καταλάβω. Είμαι, όμως, αρκετά μεγάλος για να ξέρω πως αυτήν την ώρα που γίνονται αυτά τα παράξενα πράγματα στο χωριό μας, δεν πρέπει να την στενοχωρώ. Έτσι για να την καλοκαρδίσω, την φίλησα και της είπα πως πάω να διαβάσω τα μαθήματα του σχολείου. Με κοίταξε κάπως καχύποπτα, σαν να μού ’λεγε ΄΄ ποιος ξέρει τι σκαρώνεις πάλι;΄΄
Ποιος έχει τώρα νου για διάβασμα; Ο νους μας είναι στο παιχνίδι. Όχι δεν παίζαμε κλέφτες και αστυνόμους. Τους χωροφύλακες δεν τους θέλαμε ούτε ζωγραφιστούς γιατί κάθε τόσο έπαιρναν και έναν δικό μας. Εξ άλλου δεν διαβάζαμε τέτοια βιβλία και δεν υπήρχε στο χωριό κινηματόγραφος για να βλέπαμε έργα με περιεχόμενο αστυνομικό. Ούτε που ξέραμε τι είναι αυτός ο κινηματόγραφος. Εγώ όμως ήξερα, ότι υπήρχε κινηματόγραφος. Πώς το ήξερα; Από την εφημερίδα. Εκεί στις μεγάλες σελίδες της είχα μάθει πολλά. Και για το θέατρο και για τον αθλητισμό και για την πολιτική των πολιτικών στη μακρινή Αθήνα.
Τα διάβαζα όλα αυτά, όχι σε καμιά εφημερίδα που έφερνε ο πατέρας μου στο σπίτι. Αλλά, να: κάθε απόγευμα που σχολούσα από το σχολειό, με περίμεναν οι γέροντες στο καφενείο του Χρήστου, λίγο πριν τη στροφή για το σπίτι μου. Με περίμεναν να τους διαβάσω την εφημερίδα που αγόραζε ο μαγαζάτορας και, όσοι γέροντες είχαν απομείνει και δεν ήξεραν γράμματα, με κάθιζαν σε ένα ψηλό σκαμνί και με άκουγαν με προσοχή. Που και που το μάτι μου σταματούσε στη σελίδα που έγραφε Θέατρα-Κινηματογράφοι. Κοντοστεκόμουν και διάβαζα τους τίτλους. Οι συγχωριανοί μου με παρότρυναν να συνεχίσω το διάβασμα με τα νέα. Ποια νέα; Το θυμάμαι και γελάω. Τριών και τεσσάρων ημερών νέα. Οι εφημερίδες έρχονταν με το καράβι. Το καράβι έκανε Πειραιάς-Κέρκυρα 22 ώρες, το πιο γρήγορο. Και αν έρχονταν με τη ΄΄Λουτσίλντα΄΄ ή το ΄΄Γλάρο΄΄, έκαναν μία εβδομάδα να έρθουν στο νησί. Πάντως για όλους αυτούς κάθε τι φάνταζε νέο. Μόνο που φώναζαν συνέχεια΄΄ψέμματα, ψέμματα! Εμένα αλλιώς μου τα έγραψε ο γιος μου,’’ έλεγε ο ένας.΄΄ Κι εγώ είχα ένα σημείωμα από τον ανεψιό μου και δεν γράφει τίποτα από αυτά που γράφει η εφημερίδα,’’ έλεγαν κριτικάροντας την ελευθεροτυπία της εποχής. Άρχιζαν τότε να φιλονεικούν και ήταν για μένα η ευκαιρία ή να το σκάσω ή να διαβάσω τους τίτλους από τα έργα που έπαιζαν στο θέατρο ή τους κινηματογράφους.
Μια μέρα από τις τόσες, εκεί που ήμουν αφοσιωμένος με την ανάγνωση μεγαλόφωνα της εφημερίδας στο συνηθισμένο μου ακροατήριο, μπαίνει στο καφενείο ένας ξενομερίτης, άγνωστος και καλοντυμένος κύριος. Εγώ σταμάτησα το διάβασμα και οι γέροντες γύρισαν και περιεργάζονταν το νεοφερμένο.
-Τι κάνεις εδώ; Μου λέει κοφτά. Εγώ μιλιά. Εκείνος επέμενε.
-Είναι ο αναγνώστης μας, είπε κάποιος. Τον περιμένουμε πώς και πώς να σχολάσει για να μας διαβάσει τα νέα. Είμαστε γέροι. Εσύ, ποιος είσαι του λόγου σου, τον ρώτησε με νόημα ένας άλλος.
-Ενωμοτάρχης Πέτρου. Κωνσταντίνος Πέτρου.
Οι συγχχωριανοί μου κιτρίνισαν και δεν ήξεραν τι να πουν. Έπιασαν και στριφογύριζαν τις τραγιάσκες τους μέσα στα ροζιασμένα τους δάχτυλα και άλλοι ξεφύλλιζαν δήθεν αδιάφορα τα τραπουλόχαρτα.
-Τίνος είσαι, με ρώτησε. Του είπα Ο πατέρας σου πού βρίσκεται τώρα; Του απάντησα:
-Στο βου...
-Στο ΄΄Βαρκό,’’ πετάχτηκε γρήγορα-γρήγορα και κάλυψε τα λόγια μου ένας άλλος. Έχει ένα μικρό χτήμα στο ΄΄Βαρκό,’’ εδώ παρακάτω είναι, και πήγε να το δουλέψει. Τον συνάντησα το πρωί, καθώς ερχόμουν στο μαγαζί, να πηγαίνει με το τσαπί στον ώμο και χαιρετηθήκαμε.
-Ναι, του λέω θαρρετά και ’γώ. Στο ΄΄Βαρκό’’ είναι. Από μέσα μου η καρδιά μου πήγε να σπάσει συναισθανόμενος τι γκάφα πήγα να κάνω. Και αφού η θεια μου με είχε αρμηνέψει. ΄΄Ποτέ, μα ποτέ να μην πεις σε κανέναν πού βρίσκεται ο πατέρας σου.’’Ευτυχώς που ο Μπαρμπα-Γιάννης τα διόρθωσε τα πράγματα.
-Τι εφημερίδα διαβάζεις; Για να δω, συνέχισε ακάθεκτος εκείνος. Α, ΄΄Ακρόπολη!’’Τότε καλά. Αλλά δεν κάνει, μικρό παιδί, εσύ να είσαι στο καφενείο...
-Μα είναι...
-Ξέρω, ξέρω, είναι ο αναγνώστης σας, είπε ο νωματάρχης και γέλασε. Άντε γειά σας! Στην πόρτα κοντοστάθηκε για λίγο. Γύρισε προς εμένα και μου λέει:
-Πάντα ΄΄Ακρόπολη’’, έτσι μικρέ;
-Έτσι, του απάντησα παγερά. Τότε, βέβαια, δεν ήξερα τη σημασία της ΄΄Ακρόπολις.’’ Την έμαθα γύρω στα ’54 με ’55.
Τα παιχνίδια μας ήταν κουτσός, κρυφτό, πίντα, κάρλα (ένα είδος κρίκετ, αλλά όχι με μπάλα, αλλά με έναν ξύλινο κύλινδρο πάχους μιας ίντσας και μήκους 2-3 ίντσες τον οποίο τον χτυπούσαμε με ραβδιά πάχους μιας ίντσας και μήκους δύο ποδιών). Τσιλίκι; Όχι δεν ήταν τσιλίκι. Το τσιλίκι είναι άλλο παιχνίδι. Σπάνια το παίζαμε. Το πιο αγαπημένο παιχνίδι, όμως, ήταν το ποδόσφαιρο. Και να δεις με τι μπάλα! Γεμίζαμε μια παλιά κάλτσα με πανιά, τη στρογγυλεύαμε κι αυτό ήταν η μπάλα. Προσέχαμε, όμως να μην πέσει, για ευνόητους λόγους, στο νερό.
Μια μέρα εκεί που παίζαμε μπάλα στο καμπούλι της γειτονιάς, βλέπουμε ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο να παίρνει την κατηφόρα αργά-αργά κι, όταν πια μας πλησίασε, σταμάτησε. Ο οδηγός περίμενε να κατακάτσει η σκόνη και τότε κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Τα περισσότερα από μας κυκλώσαμε τον οδηγό. Εγώ με το Γιάννη πήγαμε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Δυο στρατιώτες με ντουφέκια και ξιφολόγχες καθόντουσαν σε πάγκο ο ένας απέναντι από τον άλλον. Όταν μας είδαν, ούτε που κινήθηκαν. Πήρα θάρρος και σκαρφάλωσα στη σιδερένια σκάλα του αυτοκινήτου. Στην σκεπασμένη καρότσα διέκρινα ένα φέρετρο σκεπασμένο με μια σημαία.
-Ποιος είναι ο πεθαμένος; Στρατιώτης είναι; Ρώτησα. Ο ένας σήκωσε τους ώμους του θέλοντας να πει ''δεν ξέρω''. Ο άλλος μου έκανε νεύμα να κατέβω.
-Τι είναι, ρε; Με ρωτάει τότε γεμάτος περιέργεια ο Γιάννης.
-Ένας πεθαμένος μέσα σε μια κάσσα σκεπασμένη με τη σημαία!
-Ποιος είναι, άραγε;
-Δεν ξέρω. Ο στρατιώτης δεν μου είπε.
Στο μεταξύ άκουσα τον οδηγό να ρωτάει τα άλλα παιδιά πού είναι το σπίτι του Δημήτρη...
-Παρατσούκλι δεν έχει; Αυτοί είναι ίσαμε πενήντα, λέω στον οδηγό.
-Τι παρατσούκλι, τι είναι αυτό;
-Αν δεν ξέρεις το παρατσούκλι του, δεν μπορείς να τον εβρείς ποτέ σου.
-Ποιος έχει παιδί στο στρατό;
-Όλο το χωριό, πετάχτηκε ο Ανδρέας.
-Σε ποιο στρατό; Στους αντάρτες ή σαν και σας, ρώτησε ο αδελφός του Σωκράτη.
-Σουστ, τον αποπήρε ο στρατιώτης άγρια. Και μετά από λίγο λέει πιο ήρεμα:
-Ναι, σαν και μας. Η φωνή του τώρα ήταν τρεμουλιαστή, λες και ντρεπόταν γι’αυτό που έλεγε.
Ό μπάρμπας μου ο Δημήτρης του...πετάχτηκε ο Κώστας.
-Έλα να μου δείξεις, του λέει ο στρατιώτης και τον ανέβασε στο αυτοκίνητο δίπλα του, ανάμεσα στον ίδιο και το συνοδηγό του, έναν άλλο στρατιώτη.
Όταν απομακρύνθηκε το στρατιωτικό αυτοκίνητο, εμείς αρχίσαμε να φωνάζουμε για να μας ακούσουν οι γείτονες ότι φέρανε σκοτωμένο το γιο του ...
-Σκασμός, μας φωνάζει ένας γέροντας που ήταν ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών της γειτονιάς:
-Σκασμός όλοι σας και να ξεκουμπιστείτε, να πάτε όλοι στα σπίτια σας και τσιμουδιά. Μην πείτε σε κανέναν τίποτε.
Το νέο μαθεύτηκε σαν αστραπή στο χωριό. Το σπίτι του σκοτωμένου στρατιώτη γέμισε κόσμο. Μια παράξενη βουβαμάρα απλώθηκε σ’όλο το χωριό. Τίποτε δεν ακουγόταν. Ούτε κάρα στο δρόμο, ούτε το ροκάνι του ξυλουργού, ούτε ο χαρακτη ριστικός ήχος του σιδηρουργείου που ακουγόταν σ’όλο το χωριό από το πρωί ως το βράδυ.
Τίποτε... Μόνο αναφιλητό. Μαυροφορεμένες γυναίκες και οι γέροι του χωριού πηγαινοερχόντουσαν στο σπίτι του στρατιώτη σκυφτοί και σκεπτικοί. Μόνο η καμπάνα που χτυπούσε πένθιμα ακουγόταν διαπεραστική, λες και ήθελε να σκεπάσει το γοερό κλάμα της μάνας και του πατέρα του στρατιώτη.
Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία. Μπροστά πήγαιναν χωροφύλακες με τα τουφέκια τους και συνόδευαν το φέρετρο σκεπασμένο με τη σημαία που το κρατούσαν οι τέσσερις στρατιώτες που είχαμε συναντήσει την προηγούμενη μέσα στο αυτοκίνητο.Όταν οι νεκροθάφτες κατέβαζαν το φέρετρο στον τάφο, μια ομοβροντία έσκισε την ησυχία του νεκροταφείου και μας ξάφνιασε όλους, ιδίως εμάς τα πιτσιρίκια που είχαμε χωθεί ανάμεσα από τους μεγάλους και παρατηρούσαμε εξεταστικά τις αντιδράσεις του συγκεντρωμένου πλήθους. Οι χωροφύλακες άδειασαν τα ντουφέκια τους στον αέρα για να τιμήσουν το νεκρό στρατιώτη.
Κατά τη συνήθεια του χωριού, μετά την ταφή, οι γυναίκες πήγαν στο σπίτι του νεκρού για να παρηγορήσουν τη μάνα του και να πιούν καφέ και οι άνδρες γύρισαν πίσω στα καφενεία. Σε λίγο φάνηκε και ο πατέρας του νεκρού στρατιώτη μαζί με τους στρατιώτες της συνοδείας και μερικούς από τους χωροφύλακες. Στο καφενείο επικρατούσε απόλυτη σιγή. Ο κύριος Δημήτρης έκανε νόημα στον καφετζή να κεράσει τον κόσμο.
-΄΄Αιωνία του η μνήμη,’’ είπαν όλοι μαζί σηκώνοντας τα ποτήρια με το κονιάκ και έπειτα πάλι έπεσε καταθλιπτική η σιωπή. Τι να πουν οι καημένοι οι συγχωριανοί; Πως ο γιος του κυρ-Δημήτρη σκοτώθηκε από βόλι αντάρτη; Ίσως από έναν άλλο συγχωριανό του. Στο τρίτο πια ποτήρι ο κύρ-Δημήτρης σηκώθηκε απ’την καρέκλα του και άρχισε να τραγουδάει:
΄΄Επέσατε θύματα αδέλφια εσείς,
σε άνιση πάλη κι αγώνα...΄΄
Οι χωροφύλακες σάστισαν. Βγήκαν έξω από το καφενείο άρον-άρον, προσπα-θώντας να αποσείσουν την επίδραση του αντάρτικου σκοπού από πάνω τους. Ένας γέροντας άκουσε έναν από αυτούς να μονολογεί φωναχτά: ΄΄παράξενα πράγματα γίνονται σ’αυτό το χωριό...Ο γιος του σκοτώθηκε στον εμφύλιο από αντάρτες και αυτός τραγουδάει τον ύμνο του ΕΛΑΣ!’’
Το τραγούδι σιγά-σιγά μπήκε στα χείλη όλων των θαμώνων του καφενείου. Ακουγόταν τώρα τόσο σταθερά και τόσο δυνατά που είμαι σίγουρος πως ακουγόταν πέρα από τη θάλασσα και έφθανε απέναντι στα ψηλά βουνά της Ηπείρου.
΄΄...ψωμί, λευτεριά, τιμή του λαού
ζητώντας εβρήκατε μνήμα.’’
Οι φαντάροι δίπλα στον κύρ-Δημήτρη στέκονταν αμήχανοι παίζοντας με τα δάχτυλα τα δίκωχά τους. Τελειώνοντας αυτήν την στροφή ο κύριος Δημήτρης λύγισε. Το πρόσωπό του χλώμιασε. Έγινε κερένιο. Τα χείλη του τρεμόπαιξαν λίγο και ύστερα τίποτε. Οι φαντάροι δίπλα του τον συγκράτησαν όρθιο, αλλά ήταν πολύ αργά. Ξεψύχισε μ’ένα ζωγραφισμένο πικρό χαμόγελο στα χείλη...
-Κι ύστερα; Τι έγινε ύστερα;
-Ύστερα, όπως πάντα, έχασαν οι φτωχοί. Όσοι από τους συγχωριανούς μας έλαβαν μέρος όχι μόνο στον Εμφύλιο, αλλά και στην Αντίσταση, άλλοι τους εξορίστηκαν στα νησιά-φυλακές, άλλοι στιγματίστηκαν ως κομμουνιστές. Και το χειρότερο απ’όλα στιγματίστηκαν ακόμη και τα παιδιά τους. Όλες οι πόρτες έκλεισαν γι’αυτούς και ούτε ακόμη και ναυτικό φυλλάδιο δεν μπορούσαν να βγάλουν για να μπαρκάρουν σε κάποιο καράβι για να δουλέψουν. Μερικοί ''καλοθελητές'' συγχωριανοί, όταν η αστυνομία ζητούσε πληροφορίες για κάποιο νέο που έκανε αίτηση να πάει, ας πούμε, σε στρατιωτική σχολή ή σε κάποια δουλειά του Δημοσίου, από ζήλεια έλεγαν τα χειρότερα ψέμματα και έτσι κάθε ελπίδα για επαγγελματική διέξοδο σταματούσε.
Σιγά-σιγά οι νέοι έφευγαν από το χωριό για τις μεγάλες πόλεις, μήπως και μέσα στο πλήθος κατόρθωναν να εξασφαλίσουν την ανωνυμία και να ανοίξουν κάποιο δρόμο για εξεύρεση εργασίας. Μάταια όμως. Ο φάκελος τους ακολουθούσε παντού. Αργότερα άνοιξε και η μετανάστευση στην Ευρώπη, Αμερική, Καναδά και Αυστραλία. Το χωριό ερήμωσε. Έμειναν πάλι μόνο γέροντες και γριές, όπως τότε στην περίοδο του 1940-49. Μόνο τα καλοκαίρια θυμούνται το χωριό και όσοι μπορούν έρχονται για να γλυκάνουν λίγο τον καημό τους και να ανάψουν ένα κερί στον τάφο των γονιών και των άλλων αγαπημένων τους προσώπων.
-Και αυτοί οι ΄΄καλοθελητές,’’ όπως είπες, υπάρχουν άραγε ακόμη;
...-Δυστυχώς, παιδί μου, υπάρχουν. Πάντα θα υπάρχουν,όσο θα υπάρχουν δυνατοί και μισάνθρωποι και όσο θα ζουν ανθρωπάκια που θα τους υπηρετούν...