ΟΙ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΙ
Αφού σκότωσαν όσα αδέλφια μπόρεσαν, έκαμαν μυστική σύναξη για να σκεφθούν τι θα έκαναν με όσους απέμειναν.
Η πρόταση της φυλακής και του εκτοπισμού στα ξερονήσια για τους πιο επικίνδυνους βρήκε σύμφωνη την πλειοψηφία.
Και τους άλλους; Τους πεινασμένους, τους κουρελιάρηδες, τους ανυπόταχτους τι θα τους κάνουμε, ρώτησε κάποιος. Αμηχανία έπεσε στη σύναξη. Μεγάλο πρόβλημα.
Αλήθεια, τι θα τους κάνουμε όλους αυτούς; Δεν είναι ένας και δυο. Είναι χιλιάδες. Οι περισσότεροι δεν έχουν ούτε μία σπιθαμή γης, ούτε καν δουλειά. Συνεχώς θα μας δημιουργούν προβλήματα. Κανείς δεν μας εγγυάται πως δεν θα έχουμε πάλι τα ίδια σε λίγο καιρό.
Γερμανία... πρότεινε κάποιος.
Βουβαμάρα έπεσε στο συνέδριο. Ορισμένοι χλώμιασαν στο άκουσμα της λέξης. Άλλοι κιτρίνισαν από φόβο κι άλλοι κοκκίνισαν από ντροπή.
-Γερμανία...Γερμανία, επανέλαβε μηχανικά ο προεδρεύων της συνεδρίασης, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι με γοργό ρυθμό και απλανές και ανέκφραστο βλέμμα.
Ναι, Γερμανία! Εκεί θα στρώσουν. Και εμείς θα είμαστε σίγουροι!...
Με τα λόγια του προέδρου οι σύνεδροι κάπως συνήλθαν.
Το χρώμα επέστρεψε στο πρόσωπό τους. Τους βασάνιζαν, όμως, χίλιες σκέψεις, δίχως να έχουν την τόλμη να τις εκφράσουν.
Με τι καρδιά θα δούλευαν δίπλα στα γερμανικά κοράκια, όσοι πολέμησαν στον Όλυμπο, σκέφτηκε κάποιος. Ο χρόνος είναι λίγος, οι θύμησες νωπές, τα τραύματα ανοιχτά, οι πληγές ακόμη αιμορραγούν.
Ο πρόεδρος συνέχισε: …Και στον Καναδά, στην Αμερική, στην Αυστραλία. Αν τους σκορπίσουμε, δεν θα μπορέσουν να ανασυνταχθούν. Θα έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο πια. Η πολιτική των Αμερικανών για τη μη εξάπλωση του κομμουνισμού στη Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή και τη Βόρειο Αμερική θα επιτύχει!
Οι Αμερικάνοι θα μας ευγνωμονούν και θα μας καλοέχουν. Κάνετε τις ανάλογες κινήσεις, τις αντίστοιχες διαφημίσεις και όλες τις απαραίτητες ενέργειες με αυτές τις χώρες. Ζητούν εργάτες για να οικοδομήσουν τις χώρες τους. Εμείς θα τους παραχωρήσουμε εργάτες.
-Και τη χώρα μας ποιος θα την ανοικοδομήσει; Ποια χέρια θα δουλέψουν για να χτίσουν τα γκρεμισμένα σπίτια, να καθαρίσουν τα χαλάσματα, να περιθάλψουν και να στηρίξουν τους σακάτηδες, να παρηγορήσουν τα ορφανά και τις χαροκαμμένες μάννες;
Άρα γε σκέφτηκε κανένας; Μα γρήγορα συνήλθε με τη σκέψη πως μόνον τους ανεπιθύμητους θα διώξουν.
Το να κάνεις τον Έλληνα να πιστέψει σε σ’ένα όνειρο, δεν είναι δύσκολο πράγμα.
Ευθύς γέμισαν τα τραίνα μετανάστες για τη Γερμανία και το Βέλγιο.Τα καράβια για Αυστραλία, Καναδά, Αμερική. Μέχρι την Αργεντινή και την Βραζιλία έφτασαν.
Άδειασε η Ελλάδα. Ερήμωσε ο τόπος.
Εργάτες σε ξένη χώρα για ένα όνειρο. Άνδρες, γυναίκες, αμούστακα παιδιά. Όλοι και όλες για ένα όνειρο. Πέντε-έξι χρόνια το πολύ στην ξενιτειά κι ύστερα επιστροφή στην πατρίδα. Επιστροφή στο πατρικό σπίτι, στους παλιούς φίλους, στις παλιές χαρές...
Κανείς δε σκέφτηκε την ξένη γλώσσα, το νέο τρόπο ζωής, την προσωπική επικοινωνία, τις γιορτές... Τίποτε. Μόνο το φευγιό. Μόνο το όνειρο. Τίποτε άλλο δεν σκέφτηκαν. Ήταν η σωτηρία τους.
Παλαιότερα χαίρονταν με τον ερχομό των χελιδονιών, των τριγωνιών.Άκουγαν το υγρό από δροσούλα τραγούδι των αηδονιών και αγαλλίαζε η ψυχή τους, σαν να έστριβαν θεριακί. Τώρα, τίποτε δεν τους συγκινεί, παρά το όνειρο που τους έχει κατακυριεύσει.
Μάζεψαν τα λιγοστά τους πράγματα, έβαλαν και το όνειρο στο δισάκι τους και ξεκίνησαν ο καθένας για τη δική του γη της Επαγγελίας, αφού πρώτα πήραν ένα αόρατο κόκκινο νήμα και έδεσαν τη μιαν άκρη του στο βράχο της πατρίδας τους και την άλλη άκρη στην ψυχή τους.
Για βάλσαμο στον πόνο τους έβαζαν λίγο απ’τ’όνειρο, στη δίψα τους να δροσίζονται, με το όνειρο, και για να κορέσουν την πείνα της νοσταλγίας, έτρωγαν μία κόρα από το όνειρο.
Ο Αλέκος πίστεψε κι εκείνος στο όνειρο! Τα βράδια, αφού έβαζε τα πρόβατα στο μαντρί και τέλειωνε όλες τις δουλειές, ξάπλωνε κάτω από τη μεγάλη φτελιά και καμάρωνε το κρυφτούλι που έπαιζε το φεγγάρι με τα φύλλα του δέντρου του.
Κοίταζε με δέος τα μύρια τ’ουρανού μαργαριτάρια που λαμπύριζαν πάνω στο πέπλο της νυχτιάς και τους μιλούσε για το όνειρο.
Έγινε φίλος με την Πούλια και τον Αυγερινό, τ’αστέρι του Βορρά και τη Μεγάλη Αρκούδα και τους μιλούσε για την ξένη χώρα που θα πάει και για τα πλούτη που θα φέρει πίσω.
-Θα αγοράσω, τους έλεγε, ένα μεγάλο τηλεσκόπιο για να σας φέρνω πιο κοντά μου, σα γυρίσω πίσω πλούσιος!
Εκείνα τον άκουγαν αμίλητα και όλο και γίνονταν και πιο λαμπρά.
-Να, όπου νάναι θα έρθουν να με ειδοποιήσουν να φύγω, τους έλεγε.
Κι όμως κοντεύουν έξι μήνες από τότε που έκανε την αίτησή του και τίποτε ακόμη. Καμμιά ειδοποίηση. Αύριο μπαίνει Οκτώβρης. Σε λίγο δεν θα μπορώ να αστρομιλώ. Ο καιρός όσο πάει και μουντώνει.
Πρέπει να πάρω και τα ζώα στην κάτω στάνη. Να καθαρίσω το μαντρί, να μαζέψω την κοπριά και να την σκεπάσω να μην την πάρει το νερό της βροχής. Αύριο κιόλας πρέπει να πάω να ετοιμάσω το μαντρί.
Ο Αλέκος έμενε στην άκρη μιας πλαγιάς στο Λόφο που λεγόταν Πόνος. Από το σπίτι του είχε θέα στο ποτάμι που γάργαρο διέσκιζε μία μικρή κοιλάδα και χυνόταν πέρα αντίκρυ στο βάθος του ορίζοντα, στην ανοιχτή θάλασσα. Η στάνη του ήταν λίγο πιο πέρα από το σπιτικό του.
Καθώς ανηφόριζε το χωματένιο δρόμο, ένας στενός συγγενής του, ο Κώστας, τον φώναξε να πάει προς το μέρος του:
-Έλα, ’δώ. Θα ερχόμουνα να σε βρω γιατί σε θέλει ο διοικητής της Χωροφυλακής.
-Ο διοικητής; Και τι με θέλει; Δεν έχω κάνει κάτι που να με θέλει ο διοικητής.
-Δεν ξέρω, έτσι μου είπε. Κάτι για την αίτησή σου για τη Γερμανία.
Κρύος ιδρώτας έλουσε με μιας τον Αλέκο.
-Γι’αυτό αργούσαν να με ειδοποιήσουν! Ψάχνουν τα φρονήματά μου...
-Μην είσαι κουτός. Η αίτηση δεν έγραφε ότι χρειάζεται πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων.
-Τώρα ησύχασα! Έκανε ειρωνικά ο Αλέκος.
Ευχαρίστησε τον Κώστα και πήρε το δρόμο για τη χωροφυλακή.
-Στη Γερμανία, δεν πας! Όχι, με τα δικά σου φρονήματα. Αν θες, υπέγραψε αυτήν εδώ τη μετάνοια και μετά κάνεις αίτηση για την Αυστραλία. Φεύγεις σ’ένα μήνα, αν θες...
-Μα εγώ στην Κατοχή μόνον στην ΕΠΟΝ ήμουνα. Στον εμφύλιο ήμουν στρατιώτης.
-Και τόχεις για λίγο, εσύ αυτό; Τι νόμιζες πως ήταν η ΕΠΟΝ; Κομμουνιστές ήταν!
Έλα να με δεις, όταν αποφασίσεις.
Φεύγοντας από τη χωροφυλακή ο Αλέκος συνάντησε τον παλιό του δάσκαλο.
Γιατί κατσουφιασμένος Αλέκο; Τι σου συμβαίνει;
Τώρα ήλθε η σειρά του δασκάλου να κατσουφιάσει. Αναστέναξε και του λέει:
-Μην τους δώσεις αυτήν την ικανοποίηση, παιδί μου. Μην τους επιτρέψεις θα σε ρεζιλέψουν. Πήγαινε και βγάλε φύλλο αποδημία και βρες ένα καράβι να μπαρκάρεις...
Σήμερα ο Αλέκος ξύπνησε άκεφος. Μηχανικά ετοιμάστηκε να πάει να βγάλει τα ζώα στη βοσκή.
Ανοίγοντας την πόρτα, ο κρύος αέρας τον χτύπησε στο πρόσωπο κι ένοιωσε την παγωνιά να του τρυπάει το κόκκαλο. Φαινόταν πως θα χιόνιζε, πράγμα σπάνιο για το νησί του. Τα βουνά απέναντι στην Ήπειρο του φάνηκαν πιο σκούρα. Πάνω τους κάθονταν τα σύννεφα σαν μεγάλες μπάλες από μπαμπάκι. Ο ουρανός αν και καθαρός είχε πάρει ένα παράξενο μπλε χρώμα.
Πρέπει να βιαστώ, μονολόγησε ο Αλέκος. Πρέπει να φέρω τα ζώα στη στάνη, τι θα ψωφήσουν όλα από το κρύο. Τάχυνε το βήμα του και σκεφτόταν μια τα ζώα, μια τα λόγια του διοικητή και μια τα λόγια του δασκάλου. Πόσο εύκολα ήταν να μπαρκάρει χωρίς ναυτικό φυλλάδιο και με τι προσόντα; Μόνο και μόνο επειδή ήταν νησιώτης;
Ξανασκέφτηκε την πρόταση του διοικητή: «Υπόγραψε εδώ και φεύγεις για Αυστραλία, αμέσως». Ένας λόγος είναι. Στου διαόλου τη μάννα είναι αυτή η Αυστραλία. Ένας μήνας ταξίδι. Και τι να κάνω εκεί; Θα βοσκάω πρόβατα. Ενώ στη Γερμανία ξέρω ότι θα δουλεύω εργάτης σε εργοστάσιο, σε οικοδομές. Στην Αυστραλία, όμως, τι θα κάνω; Και το άλλο; Η δήλωση! Θα γίνω ρεζίλι. Ο διοικητής θα την δώσει στον παπά και εκείνος με τη σειρά του θα τη διαβάσει την Κυριακή στην εκκλησία και μετά θα την τοιχοκολλήσουν στο καφενείο.
Αν ζούσε, τουλάχιστον, ο πατέρας μου, κάτι θα σκεφτόταν. Αλλά και να ζούσε, χειρότερα θα ήταν. Θα του ζητούσαν να κάνει κι εκείνος δήλωση.
Πάνω στη δυστυχία του, ευτυχώς που η μάννα μου, μετά που σκοτώθηκε ο πατέρας, παντρεύτηκε και πήγε στην Πρέβεζα. Αλλοιώς θα την τραβολογούσαν κι εκείνη. Και για ποιο λόγο; Να πάω στου διόλου τη μάννα να δουλέψω; Ν’αφήσω το σπίτι μου και να πάω μετανάστης και πρώτα απ’όλα να μου ζητούν να γίνω ρεζίλι στους συγχωριανούς μου;
Δυο-τρεις που έκαμαν δήλωση, υποχρεώθηκαν να φύγουν από το χωριό και ακόμη γελούν μαζί τους.
Δε λέω, οι γιοι τους μπήκαν ο ένας στη χωροφυλακή και ο άλλος υπαξιωματικός στο στρατό. Ενώ ο Γιάννης που δεν είχε βγάλει ούτε το Δημοτικό, έβγαλε ναυτικό φυλλάδιο και έγινε ναυτικός σε γκαζάδικα. Εγώ δεν είναι σίγουρο ότι μπορώ να βγάλω ούτε ναυτικό φυλλάδιο...
Από τις σκέψεις του τον έβγαλαν φωνές.
Ποιος φωνάζει, μουρμούρισε. Γύρισε και είδε τον εξάδελφό του, τον Κώστα.
-Τι συμβαίνει;
-Τρέχα γρήγορα. Σε θέλει ο διοικητής.
-Τι με θέλει;
-Είναι πολύ σοβαρό! Πριν δυο-τρεις ημέρες είχαν κατέβει τρεις συγχωριανοί μας από το Παραπέτασμα και ένας από αυτούς σκότωσε έναν χωροφύλακα. Ο διοικητής νομίζει πως το ήξερες και ότι τους άφησες να κρύβονται στη στάνη σου.
-Εγώ; Ιδέα δεν έχω!
-Μην του πεις ότι το ξέρεις. Κάνε τον ανίδεο και προπάντων μην του πεις ότι στο είπα εγώ!
-Αν χρειαστεί να αναλάβεις το κοπάδι μου, θα μπορέσεις να το πάρεις; Με πληρώνεις, όποτε μπορείς.
-Εγώ σε παρακαλώ τόσον καιρό. Και βέβαια θέλω! Σε πληρώνω αμέσως.
-Λοιπόν, ήρθες να υπογράψεις; Ρώτησε τον Αλέκο ο διοικητής.
-Όχι.Δεν ήρθα να υπογράψω. Εσύ με φώναξες.
-Α, ναι. Δεν είναι τίποτε. Δεν είσαι αναμειγμένος. Λοιπόν, θα υπογράψεις;
-Για Γερμανία;
-Όχι. Για Αυστραλία.
Ο Αλέκος γύρισε τις πλάτες στο διοικητή κι έφυγε αμίλητος. Είχε πάρει την απόφασή του: φύλλο αποδημίας και μπαρκάρισμα.
Το νέο έπεσε σαν κεραυνός στο χωριό. Έξι νέοι του χωριού έλειπαν και μαζί τους η βάρκα του καπετάν-Θανάση.
Πού πήγαν; Πνίγηκαν; Και ποιοι ήταν;
Άρχισαν να κυκλοφορούν χίλιες δυο φήμες. Ο ένας έλεγε Αλβανία. Ο άλλος Γιουγκοσλαβία και ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του.
Άρχισαν να τους μετρούν. Ένας, δύο... πέντε, έξι, εφτά! Ποιος είναι ο έβδομος;
-Ο Αλέκος! Λείπει και ο Αλέκος!
Ο δάσκαλος που τον ρωτούσαν, χαμογελούσε και τους διαβεβαίωνε πως δεν ήταν και ο Αλέκος μ’αυτούς που πήγαν στο Παραπέτασμα.
-Και πώς το ξέρεις εσύ; Τον ρώτησε ο διοικητής.
-Γιατί ο Αλέκος μπορεί να ήταν βοσκός, αλλά δεν θα έκανε τέτοιο πράγμα.
-Μα είναι κομμουνιστής, επέμενε ο διοικητής.
-Κανένα από τα παιδιά που έφυγαν, δεν ήταν κομμουνιστής. Απλώς απελπισμένα. Και πόσο μάλλον δεν είναι κομμουνιστής ο Αλέκος!... Και μη μου πεις πως όλοι όσοι πολέμησαν τον καταχτητή ήταν κομμουνιστές!
Σε έξι μήνες από την εξαφάνιση του Αλέκου, ο διοικητής έλαβε μία ειδοποίηση από την καναδέζικη αστυνομία με το ερώτημα «αν ο πολίτης Αλέκος Γ.Αλεξάνδρου διώκεται για ποινικό αδίκημα».
Ο δάσκαλος που και που πείραζε το διοικητή λέγοντάς του: « Τι έγινε, κύριε Διοικητά; Εντοπίσατε τον Αλέκο;»
-Μου ξέφυγε ο μπαγάσας, απαντούσε ο διοικητής. Μου ξέφυγε!