Γρηγόρης Μοναστηριώτης - Γάκης

ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ, ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ

Ήθελε, λέει, να πλουτίσει.
Βαρέθηκε πια να βόσκει τις γίδες και τα πρόβατα του πατέρα του. Βαρέθηκε να του ζητά κάθε τόσο δύο δραχμές για τσιγάρα. Κουράστηκε να βλέπει τις ίδιες πλαγιές, τους ίδιους λόφους, τις ίδιες πέτρες, τα ίδια βοσκοτόπια...
΄΄Πρέπει να πλουτίσω’’, συλλογιόταν. ΄΄Αλλά πώς; Εδώ δεν υπάρχουν περιθώρια. Η γη είναι άγονη. Ο τόπος είναι λίγος. Μόνο στα όνειρά σου μπορείς να αποκτήσεις χίλια- δυο χιλιάδες πρόβατα για να ζήσεις. Και πώς να ζήσεις; Το χειμώνα σε δέρνει ο αέρας και η βροχή. Το καλοκαίρι σε ψήνει ο ήλιος. Άπλυτος και κακομοιριασμένος. Τουλάχιστον αν είχα μάθει μια τέχνη, αν είχα μάθει γράμματα, κάτι να γινόταν. Θα μπορούσα να πήγαινα σε καμιά μεγαλούπολη. Στην Πάτρα ή στην Αθήνα. Αλλά τώρα έτσι όπως είμαι σκέτο τούβλο, πού να πάω; Ο πατέρας βλέπεις ήθελε να γίνω βοσκός. Να μεγαλώσω το μαντρί και το κοπάδι. Να γίνω νοικοκύρης. Δε φταίει όμως και αυτός. Αφού δεν μ’άρεσαν τα γράμματα κάτι έπρεπε να έκανα! Τώρα, που θέλω να μάθω γράματα, να μάθω μια τέχνη, δεν μπορώ. Θα με περιγελάνε όλοι.΄΄Εσύ είσαι για παντρειά,’’ μου είπε τις προάλλες ο πατέρας μου ,΄΄ όχι για να μάθεις τέχνη. Και ο βοσκός τέχνη είναι.’’
Και ο Τέλης έμεινε με τα γίδια και την έμμονη ιδέα να πλουτίσει. Ροβολούσε στις πλαγιές βλοσυρός και η σκέψη του ήταν σε κάποια μεγαλούπολη που θα μπορούσε να πλουτίσει.Είχε ακόμη καταντήσει τόσο αράθυμος που τον ενοχλούσε ακόμη και ο ήχος της φλογέρας των γειτονικών τσομπάνων. Στο χωριό δεν κατέβαινε πια, γιατί οι συνομήλικοί του τον πείραζαν. Είχε κλειστεί στον εαυτό του και μόνη του σκέψη ήταν τι να κάνει για να γίνει πλούσιος και πού έπρεπε να πάει για να το πετύχει.
Μια μέρα η μάνα του του παράγγειλε με τον πιο μικρό αδελφό του να πάει το ερχόμενο Σάββατο στο χωριό επειδή ήταν ανάγκη. Κάτι ήθελε να του έλεγε. Ο Τέλης δεν έδωσε απκριση στον αδελφό του , αλλά το Σάββατο, λίγο πριν νυχτώσει, πήρε το δρόμο για το χωριό.
Στο δρόμο συνάντησε μια παρέα κοριτσιών που τον καλησπέρισαν.΄΄Παράξενο, σκέφτηκε ο Τέλης. Αυτές άλλες φορές μ΄έβλεπαν και γύριζαν τα μούτρα τους αλλού! Τι πάθανε σήμερα;’’Ετσι όταν έφτασε στο σπίτι, η μάνα του είχε τη σκάφη έτοιμη και δύο γκαζοτενεκέδες χλιαρό νερό για να ξεβγαλθεί και όλο τον ρωτούσε αν ήθελε τίποτε άλλο.΄΄Περίεργα πράγματα συμβαίνουν απόψε, ξανασκέφτηκε ο Τέλης. Γειτονοπούλες μου χαμογελούν, η μάνα μου όλο περιποιήσεις μου έιναι. Τι να συμβαίνει άραγε;’’
Στο τραπέζι μετα το δείπνο, του έσκασαν το παραμύθι΄΄Άκουσε με, Τέλη, παιδί μου, άρχισε η μάνα του. Είσαι πια είκοσι πέντε χρονών, γερός και δυνατός. Καιρός είναι να παντρευτείς. Η Βασίλω της κυρα-Λενιώς σε θέλει γαμπρό για την κόρη της...’’
΄΄Δεν παντρεύομαι εγώ, αν δεν πλουτίσω, την διέκοψε ο Τέλης. Κι όταν θα παντρευτώ, θα διαλέξη εγώ τη νύφη. Μια νύφη που θα την θέλω εγώ και θα με θέλει και εκείνη’’ και σηκώθηκε απ’ το τραπέζι εκνευρισμένος.΄΄Και τι θα πω εγώ τώρα της Βασίλως που της υποσχέθηκα;’’
-΄΄Πάρα την εσύ’’ αποκρίθηκε ο Τέλης και παραλίγο να φύγει η πόρτα από τους μεντεσέδες με τη δύναμη που την έκλεισε πίσω του.’Οταν πήγε στην ταβέρνα οι συνηθισμένοι θαμώνες τον κοίταζαν με απορία. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπαν
στην ταβέρνα. Ρουφούσε το ένα ποτήρι μετά το άλλο λες και ήθελε να ξεδιψάσει από κάποια απροσδιόριστη δίψα.Σιγά- σιγά το πρόσωπό του άρχισε να λάμπει, ώσπου έγινε σαν τον ήλιο.
Άρχισε να σιγοτραγουδάει. Ένα τραγούδι παλιό, ρομαντικό. Η φωνή του έβγαινε απαλή, μελωδική, ερχόταν σε σύγκρουση με τα άγαρμπα χαρακτηριστικά του.Κανένας δεν πίστευε πως μια τέτοια φωνή έβγαινε από το στόμα ενός γίγαντα. Σιγά σιγά η φωνή δυνάμωσε.Πλημμύρισε την ταβέρνα, πλημμύρισε τις καρδιές των θαμώνων. Οι φωνές πλήθυναν. Η μελωδία διαπερνούσε τους τοίχους, έβγαινε στο δρόμο και ο αέρας την μοίραζε εξ ίσου σ΄όλο το χωριό. Οι χωριανού ανασηκώθηκαν στα κρεβάτια τους, κεφαλάκια ξεπρόβαλλαν στα παράθυρα. Χρόνια είχαν να ακούσουν μια τέτοια μελωδία. Ο Τέλης σηκώσε από την καρέκλα το βαρύ του σώμα και, αφού καληνύχτισε τους θαμώνες, ακατευθύνθηκε προς τη στάνη. Δεν ήθελε να πάει πάλι από το σπίτι.΄΄ Στη στάνη μπορώ να ονειρευτώ’’, συλλογίστηκε. Οι συμπότες του τον ακολούθησαν ως την πόρτα. Βγήκαν στο δρόμο. Τον παρακολούθούσαν να σέρνει το βαρύ του σώμα και ήταν σαν νά’ βλεπαν τον Παρθεν΄να να σεργιανίζει στις ρούγς του χωριού.
Ο αυγουστιάτικος νυχτερινός αέρας έγινε ακόμα πιο ζεστός καθώς πέρασε πάνω απ’ το πρόσωπο του Τέλη. Το φεγγάρι προσπαθούσε να παραβγεί τη λάμψη του προσώπου του. Όταν έφτασε στη στάνη, ξάπλωσε στο αχυρένιο στρώμμα κάτω από την καρυδιά.Με τα μάτια ολάνοιχτα ατενίζει τον έναστρο ουρανό. Τα παιδιά της μεγάλης αρκούδας χοροπηδούν στα μάτια του. Πιο πέρα του ΄΄κουμπάρου τ’ άχερα’’ μοιάζουν με φωταγωγημένη πολιτεία.Κάποια στιγμή, ένα άστρο βαρέθηκε να υπακούει τους νόμους του ουρανού και φέρνοντας μια βόλτα στον ατλαζένιο ορίζοντα χάνεται στο χάος.΄΄Να που τα αστέρια έχουν περισσότερο θάρρος κι από μένα, συλλογίστηκε ο Τέλης. Εγώ μένω εδώ καρφωμένος, ανήμπορος να να χαλάσω την αρμονία των νόμων που με ζώνουν.’’Έριξε μια ακόμη ματιά ΄΄στου κουμπάρου τ’ άχερα’’, το φωτεινό γαλαξία, και ψιθύρισε απευθυνόμενος στον εαυτό του.Εκεί είναι ο πλούτος. Εκεί στη φωταγωγημένη πολιτεία.’’
Το πρωί εκεί που είχε καταπιαστεί με τους πόκους των προβάτων, άκουσε να τον φωνάζουν.Ήταν ο Παντελής, ένας συμμαθητής του που είχε να τον δει κάπου τρία- τέσσερα χρόνια. Ήταν χτίστης. Τον καιρό των μεγάλων σεισμών είχε έρθει ξανά ο Παντελής και του είχε ζητήσει να πάνε στα Εφτάνησα να δουλέψουν, αλλά ο πατέρας του τότε δεν τον άφησε.΄΄Και ποιός θε να φυλάει τα ζα του είπε’’ Από τότε είχε να δει τον Παντελή! Τώρα ξαναρχόταν. ΄΄Αυτή τη φορά, όμως, πρέπει να αποφασίσω μόνος μου. Δεν θα αφήσω το γέρο. Μπορεί να μην πήγα στρατιώτης γιατί ήμουν προστάτης, αλλά είμαι αρκετά μεγάλος για να παίρνω αποφάσεις που αφορούν το άτομο μου.’’
Στο μεταξύ ο Παντελής είχε πλησιάσει. Κρατούσε κάτι χαρτιά στο αριστερό του χέρι με μεγάλη προσοχή. Ήταν ψηλός, λιοκαμμένος νέος και κάπως λεπτός. -΄΄Γεια σου ρε παλιόφιλε,’’ είπε στον Τέλη και άπλωσε καλόκαρδα το χέρι του.
-Γειά σου, ρε Παντελή,’’ είπε κάπως αμήχανα ο Τέλης. Και πρόσθεσε
΄΄ χάρηκα που σε ξαναβλέπω. Πώς πήγαν τα έργα στην Κεφαλλονιά;’’
΄΄-Αν ερχόσουν εσύ, θα πήγαιναν καλύτερα. Δεν μπορούσα να βρω εργάτη της προκοπής. Πάντως καλά τα πήγαμε. Είχε πολλή δουλειά. Μπορεί να ξεσπιτώθηκαν και να ταλαιπωρήθηκαν οι άνθρωποι, αλλά πάντως είχε δουλειά. Τώρα τι κάνουμε; Έχω απελπιστεί. Έχω να σταυρώσω δουλειά ίσαμε οχτώ μήνες. Και τα πράγματα
χειροτερεύουν. Τώρα για να πιάσεις δουλειά χρειάζεσαι και πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων.Λευκό, παρακαλώ. Έτσι και είχες χαμογελάσει σε κανέναν αντάρτη στον εμφύλιο, την έβαψες.Και κόκκινη μάλιστα.’’
Ο Τέλης κοίταζε τη γη. Ντρεπόταν να κοιτάζει τον Παντελή κατάματα. Τι να του έλεγε; Δεν μ’ άφησε ο πατέρας μου να έρθω μαζί σου;
-Κάθισε, ρε Παντελή. Να, κάθησε εκεί στον κορμό, κάτω από τον πλάτανο. Εγώ θα πεταχτώ μέχρι την καλύβα να φέρω ένα μπουκάλι κρασί να καθήσουμε λίγο να τα πούμε.
Ο Τέλης γύρισε στο λεπτό με ένα μπουκάλι κρασί και δυο ποτήρια.
-Έλα, στην υγειά μας!
-Ναι, στην υγειά μας, αποκρίθηκε ο Τέλης χαμογελώντας.
-Λοιπόν, τα νέα σου.
-Φεύγω, Τέλη. Ήρθα να σ’ αποχαιρετήσω.
-Φεύγεις; Και πού πας πάλι;
-Στην Αυστραλία.
-Αυστραλία; Και πού είναι αυτό;
-Είναι κάπου ένα μήνα μακριά, με το καράβι.
-Και τι θα κάνεις εκεί;
-Έλα, ρε Τέλη. Μη λες βλακείες. Θα δουλέψω. Να, να σου εξηγήσω. Είναι μια επιτροπή στην Αθήνα, πηγαίνεις, κάνεις τα χαρτιά σου, περνάς από γιατρούς και σε ειδοποιούν πότε να φύγεις.
-Και είναι εύκολα, ρε Παντελή;
-Εύκολα δε λες τίποτε! Εκεί, παιδί μου χρειάζονται εργάτες.Όσο λιγότερα γράμματα ξέρεις, τόσο το καλύτερο.Δε χρειάζονται επιστήμονες. Εργάτες χρειάζονται.
-Και πότε φεύγεις;
-Σε δυο βδομάδες. Στις τρεις του Σεπτέμβρη.
-Σου εύχομαι καλό ταξίδι και ό,τι ποθείς.
-Ευχαριστώ, αποκρίθηκε ο Παντελής και σηκώθηκε.
-Στείλε μας κανένα νέο σου, του φώναζε ο Τέλης, καθώς ο Παντελής απομακρυνόταν. Εκείνος σήκωσε το χέρι χωρίς να στραφεί πίσω του. Ο Τέλης παρακολουθεί τον παλιό του συμμαθητή μέχρι που χάθηκε πίσω απ’ τους λόφους.΄΄Να ένας ήρωας, συλλογίστηκε ο Τέλης.Εμένα η δουλειά μ’ έχει καταντήσει τσομπάνο.
Τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι, Κοίταζε το γεμάτο με άστρα ουρανό και έβλεπε καράβια γεμάτα μετανάστες, έβλεπε την Αυστραλία.Κοίταζε τον καταγάλανο ουρανό κι έβλεπε μιαν απέραντη θάλασσα. Έβλεπε τα άστρα να γίνονται νησιά, πολλά νησιά, μικρά και μεγάλα.Έβλεπε φωτισμένες πόλεις με καλοντυμένους ανθρώπους να πηγαίνουν στις δουλειές τους χωρίς βιασύνη, δρόμους χωρίς λάσπες, χωρίς λακούβες γεμάτες νερό.Έκλεινε για λίγο τα μάτια του μα η εικόνα ήταν το ίδιο ζωντανή.΄΄Να η χώρα που θα με κάνει πλούσιο, ψιθύρισε ο Τέλης. Εκεί πρέπει να πάω το δίχως άλλο’’. Το πρωί κάπως κουρασμένος από την αϋπνία, προσπάθησε να τακτοποιήσει τα παχνιά των προβάτων, αλλά δεν τα κατάφερε. Εμπρός του ερχόταν η Αυστραλία με την πολλή δουλειά και τα πολλά λεφτά.
΄΄Να πάρει η ευχή τον Παντελή και την Αυστραλία του μαζί . Με τρέλανε’’, μουρμούρισε κάποια στιγμή και κάθισε να κάνει ένα τσιγάρο. Τότε πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα πήγαινε να βρει τον Παντελή να τον ρωτήσει πού πρέπει να αποτανθεί, να του δώσει κάποια διεύθυνση, να έχει κάποιαν αρχή για τη μεγάλη απόφαση που πήρε. Ναι, δεν γίνεται διαφορετικά. Πρέπει να φύγει από τούτον τον τόπο, σκέφτηκε ο Τέλης. Αύριο το πρωί κιόλας. Θα πάω να βρω τον Παντελή, πριν φύγει για την Αθήνα.
Άρχισε να περιφέρεται άσκοπα εδώ και ’κεί. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Κοίταζε γύρω του μηχανικά τα πρόβατα που έβοσκαν αμέριμνα και του φάνηκαν ήδη σαν ξένα. Το ίδιο και τα βοσκοτόπια. Και ο πλάτανος που είχε καθήσει κάτω από τη σκιά του αμέτρητες φορές. Και η καρυδιά που του χρησίμευε σαν κραβατοκάμαρα το καλοκαίρι, κι αυτή του φάνηκε σαν ξένη. Απ ‘όσα έβλεπε γύρω του, τίποτε δεν τον συγκινούσε, κανένα πράγμα δεν του έκανε την παραμικρή εντύπωση. Όλα του φαίνονταν ξένα.Λες και δεν τα έβλεπε. Λες και δεν τα είχε δει ποτέ στη ζωή του.
Πήρε το δρόμο για το χωριό του. Όταν έφτασε στο σπίτι του Παντελή, του είπαν πως ο Παντελής φεύγει για την Αθήνα. Το καράβι σαλπάρει στις έξι. Τρέχει για το λιμάνι. Η μικρή προκυμαία είναι γεμάτη κόσμο.Ο Παντελής ανέβαινε τη σκάλα.
-Παντελή!Στάσου, φώναξε ο Τέλης. Θέλω να έρθω κι εγώ στην Αυστραλία!
-Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται έτσι, αποκρίθηκε ο Παντελής. Να, πάρε τη διεύθυνσή μου στην Αθήνα και του έγραψε τη διεύθυνσή του σ’ ένα κομμάτι χαρτί. Ετοιμάσου και έλα να με βρεις.Μην ξεχνάς πως φεύγω στις τρεις του Σεπτέμβρη. -Να είσαι καλά, Παντελή.Καλό σου ταξίδι! Θα σε δω σύντομα.
Ο Παντελής χαμογέλασε.΄΄Τέλεια του χαμού είναι αυτός ο Τέληε, σκέφτηκε. Καλό παιδί, αλλά άτολμο’’, και ανέβηκε τη σκάλα του καραβιού. Ο Τέλης ήταν όλο χαρά. Χαμογελούσε και χαιρετούσε όποιον έβλεπε. Χαιρέτησε ακόμα κι εκείνον τον ψηλολέλεκα γείτονά του με την πυρό τριχη γενειάδα του που όλο το πείραζε.
Τώρα έπρεπε να βιαστεί. Να ετοιμάσει τα πράγματά του, να βγάλει εισιτήριο για την Αθήνα. Στον πατέρα του δεν θα έλεγε ακόμη τίποτε για την Αυστραλία. Θα του έλεγε πως πρέπει να πάει στην Αθήνα το δίχως άλλο.
Την τελευταία στιγμή όμως δείλιασε. Του είπε για τα όνειρά του. Για την επιθυμία του να πλουτίσει. Του μίλησε για το εξευτιλιστικό, όπως νόμιζε, επάγγελμα του βοσκού. Ο πατέρας του τον κοίταζε με προσοχή και στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη η πίκρα. Για να μην τον δει ο γιος του να κλαίει, σηκώθηκε απ’ το τραπέζι και βγήκε έξω. Με μιας η μάνα του ξέσπασε σε σιγανό, βουβό κλάμμα.
΄΄Μην κλαις μάνα, της είπε ο Τέλης. Το πολύ να λείψω πέντε- έξι χρόνια. Εκεί που πάω έχει πολλή δουλειά. Όταν γυρίσω θα είμαι πλούσιος πια, θα παντρευτώ μια χωριατοπούλα και θα ζήσουμε ευτυχισμένα. Θα δεις.’’
-΄΄Μακάρι, παιδί μου, ψέλισε η μάνα του. Έχε την ευχή μου.’’
Σε μια βδομάδα ο Τέλης έφευγε για την Αθήνα. Στο χωριό δεν ξαναγύρισε. Ό,τι χαρτιά χρειάστηκε απ’ το χωριό του τα έστειλε ο πατέρας του με το ταχυδρομείο.Και έτσι στις δέκα του Νοέμβρη του 1954 ο Τέλης επιβιβάστηκε στο πλοίο που θα τον έφερνε στον τόπο που θα πλούτιζε. Ένα μήνα αργότερα μια επιτροπή στην προκυμαία μιας ξένης χώρας, της Αυστραλίας, τον παρέλαβε μαζί με άλλους μετανάστες και τους οδήγησε σε ένα πρόχειρο καταυλισμό.
Εκεί τους εξήγησαν πως θα καθήσουν από δυο- τρεις μέρες το λιγότερο έως δύο εβδομάδες το περισσότερο, ανάλογα με τη ζήτηση των εργατών. Την τέτερτη μέρα ο Τέλης με δύο άλλους Έληνες κι έναν Ιταλό φεύγανε για τις σιδηροδρομικές επεκτάσεις που γινόντουσαν στο εσωτερικό της χώρας. Ο Τέλης από το παράθυρο του τραίνου θαύμαζε την απεραντοσύνη τούτης της χώρας της νέας γης. Η μια εικόνα διαδεχόταν την άλλη. Λειβάδια απέραντα όπου έβοσκαν ήσυχα κάτασπρα αρνάκια, αγελάδες να ραχατεύουν ξαπλωμένες στο παχύ γρασίδι, άλογα να στέκονται ήρεμα, ακίνητα σα κολόνες. Άλλα πάλι, άγρια, ελεύθερα να καλπάζουν προς το δάσος με τις πανύψηλες ευκαλύπτους τρομεγμένα από τον ήχο της ατμομηχανής. Ο Τέλης για πρώτη φορά έβλεπε άγρια άλογα. Για πρώτη φορά ένοιωθε την έννοια της απόλυτης, όπως πίστευε, ελευθερίας. Τώρα περνούσαν καταμεσής περιβολιού πορτοκαλιών. Αμέτρητα δένδρα κοντά και φουντωτά σα νυφούλες φορώντας καταπράσινο πέπλο, χαιρετούσαν ασάλευτα τους ταξιδιώτες.
Τον Τέληόμως τον σκότιζε ένα πράγμα. Σε όλη την απόσταση της διαδρομής ούτε τσοπάνηδες είδε, ούτε αγελαδάρηδες, ούτε περιβολάρηδες. Τα πρόβατα έβοσκαν μόνα τους, το ίδιο και οι αγελάδες, χωρίς κανέναν να τα προσέχει. Και τα άγρια άλογα, γιατί δεν τα πιάνουν να τα ημερέψουν και να τα πουλήσουν; Αλλά τι με νοιάζει εμένα τώρα; Εγώ τέλειωσα τώρα με το τσοπανιλίκι. Θα δουλέψω, όσο δουλέψω στις γραμμές του τραίνου, που είναι υποχρεωτικό και μετά θα κοιτάξω πώς να τα ’κονομήσω πιο γρήγορα. Τι με νοιάζει εμένα να φυλάνε τα πρόβατα ή τις αγελάδες;
Τις δυο-τρεις πρώτες μέρες στη δουλειά οι νεοφερμένοι εργάτες παρακολουθούσαν πώς εργάζονταν οι παλιοί. Κάπου-κάπου κρατούσαν κι εκείνοι τα μεγάλα καρφιά με τις μακριές τσιμπίδες που ένας άλλος με μια βαρειά κτυπούσε τα καρφιά και με τρεις κτυπησιές τα βύθιζε στο αγριόξυλο που επάνω στηρίζονταν οι ράγες του τραίνου.
Ο Τέλης έριχνε καμιά ματιά στο μισοτελειωμένο τμήμα της σιδηροδρομικής γραμμής και νόμιζε πως έβλεπε ένα τεράστιο φίδι να σέρνεται στη γη. Ανυπομονούσε να δείξη τη δύναμή του. ΄΄Να δεις, έλεγε στο Νίκο, με την πρώτη θα βυθίσω το καρφί στο ξύλο.’’-΄΄Μόνο να μη θρυματίσεις το κεφάλι κανενός με την πρώτη’’, παρατήρησε χαμογελώντας ο Νίκος. Και πρόσθεσε: ΄΄Η δουλειά θέλει πρώτα μαστοριά κι ύστερα δύναμη’’ και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. Σιγά-σιγά ο Τέλης ειδικεύτηκε να ρίχνει τη βαρειά και να κρατά την τσιμπίδα με μαστοριά. Συνάμα όμως αύξανε και η κούραση του Τέλη.
Τις νύχτες πονούσαν όλα τα κόκκαλά του. Όσα μπάνια ή ντουζ και να έκανε μετά τη δουλειά, οι πόνοι ήταν οι ίδιοι. Και δεν ήταν μόνο η δουλειά. Ήταν και εκείνος ο ήλιος που τον έψηνε ολομερίς. Τούτος ο ήλιος δεν είναι σαν της πατρίδας. Τούτος ο ήλιος είναι θυμωμένος. Ρίχνει με οργή τις ακτίνες του λες και θέλει να κάψει τον κόσμο όλο. Ούτε καπέλο, ούτε μαντήλι κάτω από το καπέλο του έδινε καμιά ανακούφιση. Οι αχτίδες καυτερές διαπερνούσαν το καπέλο, διαπερνούσαν το μαντήλι, τα μαλλιά, το κρανίο και έφταναν στον εγκέφαλο. Θαρρείς και το κεφάλι του ήταν μια κοκκάλινη κατσαρόλα που μέσα έβραζαν τα μυαλά του. Το πετσί του, όσο το κορμί ήταν εκτεθειμένο, είχε πάρει το χρώμα του μπρούντζου.
Μερικές φορές καθόταν γυμνός μπρος στον καθρέφτη και γελούσε με τα τρία- τέσσερα διαφορετικά χρώματα που είχε το σώμα του. Όσο προχωρούσε η γραμμή, τόσο ο ήλιος έκαιγε πιότερο. Του σιγόψηνε το σώμα, του σιγόψηνε την καρδιά, του σιγόψηνε την ψυχή. Και δεν ήταν μόνο ο ήλιος. Ήταν και τα έντομα. Ενοχλητικές μύγες, μυρμήγκια, άλλα φτερωτά κι άλλα που σέρνονταν στη γη κουβαλώντας με κόπο την τροφή τους στις τρύπες τους για το χειμώνα, κουνούπια που στο κάθε τους τσίμπημα ρουφούσαν μισό λίτρο αίμα και που ερχόταν φορές που ήθελες να κυλιστείς στο χώμα μήπως και βρεις κάποια ανακούφιση από τη φαγούρα. Ο αρχιεργάτης τους προμήθευε με ειδικά σπρέϋ που η μυρουδιά τους έδιωχνε τα έντομα, αλλά δεν κρατούσε πολύ και έτσι ήταν υποχρεωμένοι να ραντίζουν συχνά. Το κορμί γέμιζε λάδι από το σπρέϋ και ο ιδρώτας που έτρεχε γινόταν πιο ενοχλητικός. Τα μάτια έτσουζαν, τα χέρια που κρατούσαν τη βαρειά δεν μπορούσαν να να σκουπίσουν τον ιδρώτα από τα μάτια. Και ο καιρός περνούσε. Και το σιδερένιο φίδι όλο και μάκραινε.
Ένα βράδυ που το θερμόμετρο έειχνε 35 βαθμούς Κελσίου, θέλεις από τη ζέστη, θέλεις από την κούραση, ο Τέλης δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Σηκώθηκε και έτσι ημίγυμνος που είχε ξαπλώσει βγήκε και κάθησε στο σκαλοπάτι της παράγκας που του χρησίμευε για τραπεζαρία, κουζίνα και κοιτώνας. Άναψε τσιγάρο και απολάμβανε την ησυχία της νύχτας. Άκτα σιωπή βασίλευε. Μια σιωπή που για λίγο τον τρόμαζε. Ούτε βόμβος κουνουπιού δεν ακουγόταν. Κάποια στιγμή σήκωσε το βλέμμα προς τον ουρανό. Αλήθεια, μετά από τρεις περίπου μήνες σε τούτη τη χώρα είναι η πρώτη φορά που κοιτάζει τον ουρανό. Τα άστρα του φάνηκαν θαμπά και κάπως μακριά. Αλήθεια, πόσο μακριά φαίνονται να είναι τ’αστέρια! Και πόσο λίγα! Πού είναι τα αμέτρητα άστρα που έβλεπε τις αυγουστιάτικες νύχτες, όταν ξάπλωνε κάτω από την καρυδιά; Πού να πήγαν άραγε; Μήπως τα έκλεψαν; Και ποιος θα έκλεβε τα αστέρια; Τι να τα κάνει;
Προσπάθησε να βρει τη μικρή και τη μεγάλη αρκούδα. Τίποτε. Ούτε ίχνος. Πού πήγε η μεγάλη άρκτος και χάθηκε ο πολικός αστέρας; Και πώς βρίσκουν οι θαλασσινοί το δρόμο τους χωρίς το άστρο του Βορρά; Και ΄΄του κουμπάρου τ’άχυρα’’, εκείνη η φωτισμένη πολιτεία, φαινόταν αχνά, πολύ μακριά, λες και είχαν χρόνια να καθαρίσουν τα λαμπόγυαλα. Το μόνο που πρόσεξε σε τούτο το νέο ουρανό, χωρίς να του κάνει και μεγάλη εντύπωση, ήταν ένα φωτεινό σημείο με πέντε-έξι αστέρια σε σχήμα σταυρού. Αυτό δεν το είχε ξαναδεί ποτέ πριν, όταν ξα΄πλωνε στο στρώμμα του κάτω από την καρυδιά και είχε γνωρισθεί με όλα τα αστέρια. Όμως με τούτο εδώ δεν δεν είχε την τύχη να γνωριστεί. Την άλλη μέρα που ρώτησε το Βασίλη που ήταν ο πιο παλιός, του είπε πως ο αστερισμός αυτός λέγεται Σταυρός του Νότου, ψιθύρισε. Σταυρός του Νότου, κι έπιασε τη βαρειά. Το μεσημέρι που κάθισαν για φαγητό, ο Βασίλης άρχισε τις μπηχτές:΄΄Ρε σεις, άρχισε να λέει, μήπως ξέρει κανείς από σας να μας πει τι έγινε η πούλια με τον αυγερινό;’’ ΄΄Ποιος σηκώνεται τόσο πρωΐ για να δει την πούλια ή τον αυγεινό, ρε Βασίλη;’’ Αποκρίθηκε ο Σταύρος λίγο μάγκικα. Είχε κάνει ένα φεγγάρι στον Πειραιά, βλέπεις, μέχρι που τον πιάσανε για παραχαράκτη και έπρεπε να πουλήσει ο πατέρας του ένα χτηματάκι που είχανε στην Παραμυθιά για να μην τον κλείνανε φυλακή. Μετά από αυτό αποφάσισε να έρθει, με χίλια ζόρια του επέτρεψαν, στην Αυστραλία γιατί ο πατέρας του έλεγε πως τους εξευτέλισε το σόι.
΄΄Να ο Τέλης με ρωτούσε σήμερα το πρωΐ πώς λέγεται εκείνος ο λαμπρός αστερισμός που βλέπουμε τη νύχτα, εκείνος δα που είναι και στην αυστραλέζικη σημαία,’’απάντησε ο Βασίλης.΄΄Για τ’αστέρια θα μιλάμε τώρα; Είπε ο Νίκος. Εμείς εδώ ήρθαμε, να κάνουμε κανένα φράγκο, όχι να μιλάμε για τ’αστέρια, ααστρονόμοι είμαστε;’’ -΄΄Κι όμως, μαζί μας έχουμε κι έναν αστρονόμο. Τον Τέλη, αποκρίθηκε ο Βασίλης. Ξέρει όλα τ’ αστέρια του ουρανού απ’έξω και ανακατωτά. Μόνο που δεν ήξερε το Σταυρό του Νότου.’’-΄΄Δεν είμαι αστρονόμος, δικαιολογήθηκε ο Τέλης. Τσομπάνος ήμουνα στο χωριό μου, αλλά να, μου άρεσε τις νύχτες να παρακολουθώ τ’άστρα, τις κινήσεις τους, τις θέσεις τους. Τα παρακολουθούσα κι ένοιωθα μια παράξενη γλύκα, μια ζεστασιά. Εδώ όμως δεν είναι το ίδιο. Νοιώθω διαφορετικά, λες και τα βλέπω για πρώτη φορά.’’ -΄΄Δηλαδή έχασες τον μπούσουλα,’’ παρατήρησε ο Σταύρος.
-΄΄Ναι, αυτή είναι η αλήθεια. Δεν μπορώ να προσανατολιστώ. Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω από πού βγαίνει και πού κάθεται ο ήλιος.’’
-΄΄Μην ανησυχείς, θα συνηθίσεις, αστρονόμε μου, του είπε ο Βασίλης. Θα συνηθίσεις όπως συνηθίσαμε κι εμείς. Δεκαεφτά χρόνια τώρα κοιτάζω τον ήλιο και ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω από πού βγαίνει και πού βασιλεύει.’’
-΄΄Καλά, καλά, τα ξέρουμε. Μας τα έχεις πει χίλιες φορές, είπε ο Σταύρος. Και αφού ήταν τόσο καλά στα καράβια, γιατί το έσκασες για’δω; Α! Ναι, ξέχασα δεν γούσταρες τον Μεταξά. Και πού να τό’ ξερες πως θα σου έβγαινε σε καλό! Και μη μου πεις πως θα προτιμούσες να ήσουν στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια!’’
-΄΄Μακάρι να ήμουν κι ας έπινα και ρετσινόλαδο, ας πήγαινα και στρατιώτης. Ας σκοτωνόμουν. Τόσοι και τόσοι σκοτώθηκαν. Ένας περισσότερος. Προτιμότερο να ήμουν στην Ελλάδα, παρά σε τούτη την κακομοιριά...’’
-΄΄Έλα, πάψε τώρα, τον διέκοψε ο Νίκος. Έχουμε και φρεσκοφερμένους. Δεν κάνει να κατηγορούμε την Αυτραλία.’’
-΄΄Δεν κατηγορώ την Αυστραλία. Ούτε τους ανθρώπους της . Έτσι μάθανε να ζούνε, έτσι ζούνε. Εμείς είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι. Για να εκτιμήσουμε κάτι που έχουμε, πρέπει πρώτα να το χάσουμε. Και το χειρότερο είναι πως δεν σε πιστεύει κανένας. Θέλουμε, όπως φαίνεται, προσωπικές εμπειρίες. Να σας δώσω ένα παράδειγμα: Μόλις τελεείωσε ο πόλεμος, τ’αδέλφια μου με τρελλάνανε κυριολεκτικά να τα φέρω εδώ. Εγώ τους έλεγα πως δεν είναι καλά και πως κι εγώ σκέφτομαι να γυρίσω πίσω στην Ελλάδα. Τίποτε εκείνοι. Τελικά υποχώρησα και στις αρχές του ’53 φθάσανε δώ. Ο αδελφός μου με τη γυναίκα του και την αδελφή μας. Σε έξι μήνες άρχισε η γκρίνια. Με κατηγορούσαν πως τους κατέστρεψα. Είχανε, λέει, τη δουλειά τους, δεν είχανε κανέναν κουμάντο πάνω στο κεφάλι τους, μιλούσαν τη γλώσσα τους και τα ρέστα. Στο τέλος έπαψαν και να μου μιλούν. Απ’ότι μαθαίνω τώρα ετοιμάζονται να γυρίσουν πίσω. Μακάρι, να ησυχάσω κι εγώ.Και το περισσότερο που με στεναχώρεσε στην όλη υπόθεση ήταν που ο αδελφός μου ήθελε σώνει και καλά η αδελφή μου να παντρευτεί όποιον όποιον για να έχει εκείνος το κεφάλι του ήσυχο. Όταν προσπάθησα να της μιλήσω για να σκεφθεί πολύ πριν πάρει την απόφαση να παντρευτεί, εκείνη αντί να το εκτιμήσει, τα έβαλε μαζί μου πως εγώ ήθελα να έμενε ανύπανδρη για να μου μαγειρεύει και να μου πλένει.
Από το συνεργείο που δούλευα, παρακάλεσα τον εργοδηγό να με στείλει στις γραμμές. Τα κατάφερα. Άφησα την αδελφή μου στο σπίτι και έφυγα. Στις αρχές της έστελνα κανένα γράμμα, αλλά απάντηση δεν έπαιρνα. Ώσπου βαρέθηκα κι εγώ κι έπαψα να της γράφω. Στους δεκαοχτώ μήνες που είμαι εδώ, μόνο τις προάλλες μου έγραψε δυο λόγια να με ενημερώσει πως φεύγει ο αδελφός μας με τη νύφη μας. Για τον εαυτό της ούτε λεξη.’’
Ο Τέλης όλα αυτά τ’άκουγε με βαριά καρδιά.΄΄Τι σόι χώρα είναι τούτη;’’ Συλλογιζόταν. ΄΄Οι συγγενείς μαλώνουν μεταξύ τους. Τ’αδέλφια δεν μιλάει ο ένας στον άλλον.’’ Εκείνος ούτε να το φανταστεί δε μπορούσε πως θα ήταν δυνατό να μη μιλούσε στην αδελφή του έστω και μία μέρα! Τις σκέψεις του τις σταμάτησε ο αρχιεργάτης. Μέσω ενός διερμηνέα του εξήγησε πως παίρνει μετάθεση σε άλλη δουλειά.΄΄Θα πας, του λέει, στο Γούλλογγογκ. Ο Τέλης κατσούφιασε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. ΄΄Να πάρει η ευχή’’ μουρμούρισε, ΄΄πάνω που είχα συνηθίσει τα παιδιά, πρέπει να φεύγω.’’
Ο Τέλης έτρεχε πιο γρήγορα και από τα ταίνα. Από τη μια πόλη στην άλλη. Από τη μια ερημιά στην άλλη. Χειριζόταν τη βαρειά και την τσιμπίδα όπως ο γραμματικός την πένα.
Σιγά-σιγά άρχισε να νοιώθει πως κάτι του έλειπε. Στην αρχή αισθάνθηκε μια δυσθυμία που κτάτησε περίπου δέκα-είκοσι λαπτά. Δεν έδωσε και μεγάλη βάση και όταν αργότερα ευθύμησε κάπως το και ξέχασε όλως διόλου. Με τον ακιρό όμως παρατήρησε πως αυτό του συνέβαινε πιο τακτικά. Αρχισε να μελαγχολεί και συγχρόνως τον κατέλαβε μία αόριστη ανησυχία που κατέληξε σε έναν ανεξήγητο φόβο. Τρόμαξε. Δεν ήξερε τι να υποθέσει. Τελικά το εκμυστηρεύτηκε σ’ένα συνάδελφό του.
-΄΄Δεν είναι τίποτε,’’ του λέει ο άλλος. ΄΄Θα σου περάσει. Όλοι μας το πάθαμε. Μόνο πρόσεχε να μη σου γίνει συνήθεια. Η νοσταλγία είναι κακό πράγμα. Έτσι και δεν προσέξεις, σου στρίβει στο πι και φι.’’
Νοσταλγία, μουρμούρισε ο Τέλης. Νοσταλγία! Και αμέσως πέρασε από το νου του ολόκληρη η ζωή του στο νησί. Μπροστά του παρουσιάστηκαν όλα τα αγαπημένα πρόσωπα. Όλοι οι φίλοι του. Ακόμη και τα ζώα που βοσκούσαν στην πλαγιά μόνα τους χωρίς βοσκό. Μόνο τα δυο αγαπημένα του τσομπανόσκυλα που γαύγιζαν τρέχοντας πίσω από τα πρόβατα και μια στέκονταν ακίνητα με τα αυτιά τους τεντωμένα και το ουρλιαχτό τους του ξέσκιζε την καρδιά. Όταν συνήλθε ένοιωσε πως ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και ας ήταν μεσοχείμωνο. ΄΄Νοσταλγία’’ μουρμούρισε και τα μάτια του βούρκωσαν. Όλη αυτήν την ώρα ο Περικλής τον κοίταζε με αμηχανία. Δεν ήξερε τι να κάνει. Όταν όμως είδε πως ο Τέλης είχε συνέλθει, του λέει: ΄΄Το Σαββατοκύριακο θα πάμε στην αδελφή μου. Μένει εδώ πιο κάτω. Δυο ώρες περίπου με το αυτοκίνητο. Πάμε. Να φάμε και λίγο φαΐ μαγειρεμένο, να πάμε και κανένα σινεμά να δούμε και κανέναν άνθρωπο. Βαρέθηκα να βλέπω συνέχεια καγκουρώ. Και αυτά τα καταραμένα πουλιά, οι κουκαμπάρες που διαρκώς κλαίνε λες και χάσανε τα παιδιά τους, μου δίνουν στα νεύρα. Πάμε, μπορεί η αδελφή μου να μας βρει και καμμιά νύφη!’’
-΄΄Εσύ μιλάς με την αδελφή σου;’’ Τόλμησε ο Τέλης.
-΄΄Να σου πω’’, λέει ο Περικλής. ΄΄Μπορεί να γκρινιάζει από μέσα της, όταν μας δει, αλλά δεν θα πει τίποτε. Θα κάνει πως χάρηκε. Και στο κάτω- κάτω αδελφή μου είναι. Άστην να γκρινιάζει. Ποιος την ακούει;’’
Ο Τέλης κούνησε το καφάλι του συγκαταβατικά. ΄΄Καλά είπε, πάμε.’’
Σε ένα μήνα ο Τέλης αρραβωνιαζόταν. Τα προξενιά τα έκανε μια γριά γειτόνισσα της αδελφής του Περικλή.
-΄΄Ξέρεις, Τέλη, παιδί μου, πόσα προξενιά έχω κάνει εγώ; Πάνω από πενήντα! Και όλα καλά παιδιά και καλές κοπέλλες.Τώρα μπορεί να βγήκανε και ένα δυο στραβόξυλα, αλλά τι να κάνεις, Τέλη, παιδί μου. Τις προάλλες ήρθε η Ζαχάρω να μου παραπονεθεί πως ο άνδρας της παίζει. Και τι να κάνεις της λέω. Ο άνδρας θέλει κουμάντο. Να τον προσέχεις. Να κοιτάζεις και λίγο τον εαυτό σου. Για κοίτα τις Αυστραλέζς λούσο που κάνουν. Και στο κάτω- κάτω δεν είχα και το ποινικό μητρώο του άνδρα σου να δω ότι ήταν χαρτοπαίχτης! Εσύ Τέλη, παιδί μου, δεν παίζεις. Παίζεις;’’
Όχι. Ο Τέλης δεν έπαιζε. Ούτε έπινε. Κάπου- κάπου του άρεσε να πηγαίνει σε κανένα ήσυχο μπαρ για δυο- τρία ποτήρια. Όχι παραπάνω. Όχι. Ο Τέλης ούτε έπαιζε, ούτε κάπνιζε, ούτε έπινε. Το τελευταίο τσιγάρο το πέταξε στον Ινδικό εδώ και δυο χρόνια τώρα, πάνω απ’ το καράβι που τον έφερνε σε τούτη τη χώρα.
Η αδελφή του Περικλή ανέλαβε καθήκοντα πεθεράς και μάνας. Η Πολυξένη, η αρραβωνιαστικιά του Τέλη δεν είχε κανέναν δικό της εδώ. Βρέθηκε κι αυτή στο καράβι για την Αυστραλία χωρίς να το καταλάβει. Ένας χωριανός της της είχε κάνει πρόσκληση να έρθει εδώ για να παντρευτούνε. Όταν όμως η Πολυξένη πάτησε το πόδι της στο μώλο, αντίκρυσε ένα γεροχούφταλο γύρω στα εξήντα, να κρατάει στο ένα χέρι μιαν ανθοδέσμη και στο άλλο τη φωτογραφία της Πολυξένης. Όταν ο εξηντάρης την πλησίασε, εκείνη έβαλε τα κλάμματα. Μέσα στους λυγμούς της ακούει την τρεμάμενη, αλλά καθαρή φωνή του γέρου να της λέει: ΄΄Το ξέρω ότι δεν είμαι αυτό που περίμενες. Αν δεν με θέλεις, μη με παντρευτείς. Πρέπει όμως να με εμπιστευθείς, γιατί είμαι υπεύθυνος για σένα. Θα σου βρω δουλειά και σπίτι να μένεις και μη με παντρευτείς!’’ Έτσι η Πολυξένη δεν παντρεύτηκε το γέρο. Κοντεύει σχεδόν τέσσερα χρόνια στην Αυστραλία και σε δύο μήνες παντρεύεται τον Τέλη.
Οι προετοιμασίες του γάμου βρίσκονται στο φόρτε τους. Να βρουν νυφικό. Ο Τέλης ράβει γαμπριάτικη φορεσιά. Είναι η πρώτη φορά που θα φορέσι ραμμένο κοστούμι στα μέτρα του. Πολλοί έλεγαν να πάρει ένα έτοιμο ραμμένο, αλλά εκείνος δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα. Όχι, θα έραβε κοστούμι μαύρο. Καϋμό το είχε να φορέσει μαύρο κοστούμι. Τι διάβολο. Μια φορά πατρεύεται κανείς.
Εκεί που έγινε το΄΄ σώσε’’ ήταν όταν συζητούσαν πού θα πάνε να δηλώσουν το γάμο. Σε ποια εκκλησία θα παντρεύονταν; Ο ένας έλεγε το κοντό του και ο άλλος το μακρύ του.
-΄΄Εγώ λέω να παντρευτείτε στον Άι-Δημήτρη΄΄ είπε ο μπαρμπα Κώστας. Είναι δική μας εκκλησία.’’
-΄΄Τι λες, καλέ;’’ Τον έκοψε η θεια-Κώσταινα. ΄΄Αυτοί είναι κομμουνιστές, αντίχριστοι. Δεν πιστεύουνε σε τίποτε. Στον Άγιο Νικόλαο να γίνει ο γάμος! -΄΄Δεν έχεις δίκιο θεια-Κώσταινα, τόλμησε να πει ο Περικλής. Οι παπαδικοί μας έχουν καθίσει στο σβέρκο και δεν λένε να κατεβούν. Εμείς οι κοινοτικοί κάναμε τις εκκλησιές και μετά ήρθανε αυτοί και μας τις πήρανε. Όσες μείνανε δεν πατάει ψυχή. Φοβερίζουν τον κοσμάκη πως είμαστε κομμουνιστές και πως τα μυστήρια δεν αναγνρίζονται στην Ελλάδα. Αυτά είναι κουραφέξαλα!’’
Όλα αυτά ο Τέλης τ’ άκουγε για πρώτη φορά. Δεν φανταζόταν ποτέ πως υπάρχουν κομματικοί διαχωρισμοί και στις εκκλησίες. Τόσον καιρό δούλευε στα δάση και στις ερημιές, δεν έτυχε να καταπιαστεί με τέτοια πράγματα. Του φαινόταν πάντως αστείο και το εκμυστηρεύτηκε. -΄΄Καλά’’ τους λέει. ΄΄Εγώ ξέρω πως στην πατρίδα υπάρχουν Έλληνες πολίτες με διαφορετικά θρησκευτικά πιστεύω. Υπάρχουν Έλληνες Ορθόδοξοι, Έλληνες μάρτυρες του Ιεχωβά, Έλληνες Μουσουλμάνοι, Καθολικοί και δεν συμμαζεύεται. Α!
Και Έλληνες κομμουνιστές. Αυτών των Ελλήνων οι γάμοι και οι βαφτίσεις δεν αναγνωρίζονται από την ελληνική κυβέρνηση;’’
-΄΄Σε καλό σου, Τέλη, παιδί μου’’ του είπε η θεια-Κώσταινα. ΄΄Πού τα βρήκες όλα αυτά τα κακά στη Ελλάδα! Μπα, σε καλό σου! Εγώ όσον καιρό ήμουν εκεί δεν υπήρχαν τέτοια κακά. Ήμασταν όλοι μας Χριστιανοί Ορθόδοξοι! Δεν λέω. Είχε λίγους κομμουνιστές. Αλλά και ποιοος φτωχός δεν ήταν κομμουνιστής; Πείναγες; Κουμούνα σε λέγανε! Δίψαγες; Έλεγες πως δεν έχεις δουλειά; Τα ίδια. Κυνηγούσαν τα άμοιρα τα παιδιά για ψύλλου πήδημα. Και ο νοικοκύρης μου έτσι σκοτώθηκε. Ας είναι καλά η αδελφή μου που με έφερε με τα παιδιά εδώ.’’
-΄΄Η υπόθεση τελείωσ’’ λέει ο Τέλης. ΄΄Ο γάμος θα γίνει στην Αγια- Σοφιά. Τι λες κι εσύ, Πολυξένη;’’
-‘’Τι να πω εγώ. Όπως νομίζεις, Τέλη μου. Και στο κάτω- κάτω της γραφής, αν ποτέ πάμε στην Ελλάδα και δεν αναγνωρουν το γάμο μας, ξαναπαντρευόμαστε, κανονικά, βρε αδελφέ! Δεν χάθηκε και ο κόσμος. Καλά λέει ο Περικλής. Χτίσαμε τις εκκλησίες, τους δώσαμε δουλειά και θέλουν να βγουν κι από πάνω. Έπρεπε να τους αφήναμε να πηγαίνανε στο εργοστάσιο, όπως εμείς. Να σου έλεγα εγώ αν μιλούσαν. Αλλά δεν φταίνε αυτοί. Εμείς φταίμε που τους ανεχόμαστε.’’
-΄΄Μην κολάζεσαι, Πολυξένη μου’’ είπε η αδελφή του Περικλή. ΄΄Όλα θα πάνε καλά!’’
Το σκεπτικό και οι θέσεις της Πολυξένης άρεσαν πολύ στον Τέλη.Τα στήθια του πλημμύρισαν με χαρά. Χαμογέλασε ικανοποιημένος και είπε:΄΄εντάξει, λοιπόν. Ο γάμος μας θα γίνει στον Άι-Δημήτρη.’’
Ο γάμος έγινε με όση λαμπρότητα επέτρεπε η τσέπη του Τέλη. Οι καλεσμένοι, καμιά δεκαριά, οι περισσότεροι γνωστοί της Πολυξένης και της αδελφής του Περικλή, μοιάζανε περισσότερο με σπασμένες κολώνες, παρά συμπεθεριό, μέσα στη θεόρατη εκκλησία του Άι-Δημήτρη.
Ο Τέλης τώρα δεν είχε καιρό για νοσταλγίες και αναμνήσεις. Έπρεπε να στρωθεί στη δουλειά. Είχε ν’αγοράσει σπίτι, να κάνει νοικοκυριό, να αγοράσει ψυγείο, πλυντήριο και τόσα άλλα πράγματα. Προς το παρόν νοίκιασαν ένα δωμάτιο με βεράντα που την είχε κλείσει ο σπιτο-νοικοκύρης και χρησίμευε για κουζίνα. Το λουτρό ήταν κοινό. Το μοιράζονταν εκτός από το σπιτονοικοκύρη, που ήταν παντρεμένος με δύο παιδιά, ακόμη άλλα τρία ζευγάρια. Το σπίτι είχε πέντε υπνοδωμάτια που τα τρία είχαν βεράντες για κουζίνα και στο τέταρτο, που το κρατούσαν ένα ζευγάρι από τη Μάλτα, είχαν μια μπουκάλα πετρογκάζ και μαγείρευαν μέσα στο υπνοδωμάτιο. Τα πιάτα τα έπλεναν στο πλυσταριό. Ο σπιτονοικοκύρης κρατούσε την κυρίως κουζίνα. Είχε ακόμη ένα υπόγειο με δύο υπνοδωμάτια, αλλά εκείνο είχε το δικό του λουτρό και δικιά του κουζίνα. Το αποχωρητήριο ήταν στην αυλή δίπλα στο πλυσταριό. Όλοι όμως οι ένοικοι αυτού του σπιτιού είχαν κάτι κοινό. Έκαναν τα ίδια όνειρα, είχαν τον ίδιο πόθο, αλλά και παρόμοια μοίρα: ‘ολοι αγωνίζονταν να εξοικονομήσουν ένα ποσό για να επιστρέψουν πίσω στην πατρίδα τους, ανεξάρτητα αν ήταν Έλληνες, Μαλτέζοι ή Ιταλοί. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Τέλης με την Πολυξένη εξοικονομούν την προκαταβολή για ένα οικόπεδο σ’ένα προάστειο ίσαμε μια ώρα απ’την πόλη του Σύδνεϋ: τα Σαββατοκύριακα που δεν είχαν δουλειά πηγαίναν με το τραίνο και περνούσαν ώρες ολόκληρες καθαρίζονταάς το από τα αγριόχορτα και πλάθοντας όνειρα.
΄΄Το σπίτι θα το χτίσουμε όσο μπροστά μπορούμε για να έχουμε μεγάλη αυλή από πίσω για να παίζουν τα παιδιά άνετα και να βάζουμε και κανένα κηπουρικό,΄΄ έλεγε ο Τέλης. Η Πολυξένη συμφωνούσε, αλλά έλεγε πως καλό θα ήταν να είχαν και λίγη αυλή μπροστά΄΄να βάλουμε λουλούδια και να καθόμαστε λίγο έξω τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού, όπως στην πατρίδα. Θυμάσαι, Τέλη, πόσο ωραία ήταν τα καλοκαιρινά βραδινά στην πατρίδα;’’ -΄΄Αν θυμάμαι λέει;’’ Απαντούσε ο Τέλης. ΄΄Μήπως θαρρείς και σκέφτομαι και τίποτε άλλο; Αλλά τι να κάνουμε; Πρέπει να δουλέψουμε λίγο. Να φτιαχτούμε λίγο, δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω με άδεια χέρια, μόνο με τα εισιτήριά μας.΄΄
-΄΄Το ξέρω, Τέλη μου. Εγώ θα δουλεύω όσο μπορώ. Και αν ακόμη γκαστρωθώ θα δουλεύω με την κοιλιά στο στόμα, που λέει ο λόγος.’’ -΄΄Δεν είπαμε και να πεθάνουμε. Θα δουλεύουμε όσο μπορούμε όσο μπορούμε. Δεν είναι ανάγκη να γεννήσεις και στο εργοστάσιο. Όλα θα πάνε καλά. Θα δεις.΄΄
Κάθε φορά που πήγαιναν στο οικόπεδο πάντα την ίδια συζήτηση είχαν.
Όλα πια κανονισμένα.Τα σχέδια για το σπίτι έτοιμα. Το δάνειο εγκρίθηκε. Ο τραπεζίτης τους είπε πως για τις οκτώ χιλιάδες δολλάρια που δενείστηκαν, θα πληρώνουν 46 δολλάρια το μήνα δόση.
-΄΄Και σε πόσα χρόνια θα είναι δικό μας ,Τέλη;΄΄
-΄΄Μωρέ, εγώ κατάλαβα. Αλλά σε ρωτάω και σένα να δω αν κατάλαβα καλά. Νομίζω πως θα πληρώνουμε κάπου εικοσιπέντε χρόνια.΄΄
-΄΄Ε! Να, όλοι έτσι κάνουν. Το βάζουν για εικοσιπέντε χρόνια για να μην πληρώνουμε μεγάλη δόση και μας έρχεται δύσκολο. Να δεις που θα το ξεχρεώσουμε σε 5-6 χρόνια.΄΄
-΄΄Μακάρι΄΄, είπε η Πολυξένη.
Σε έξι μήνες μετακόμισαν στο καινούριο σπίτι. Η χαρά τους ήταν απερίγραπτη. Καινούριο σπίτι, καινούρια όνειρα, καινούριες σκοτούρες. Χρειάζονται φωτιστικά, δεν μπορούν να κάθονται με σκέτους γλόμπους. Χρειάζονται και κουρτίνες, σπίτι χωρίς κουρτίνες δε γίνεται! Πρέπει να σπείρουνε γρασίδι ή να φέρουν έτοιμο. Όλ’αυτά όμως χρειάζονται λεφτά και τα λεφτά είναι λιγοστά και μετρημένα. Δεν φτάνουν για όλα.
-΄΄Σιγά-σιγά, Πολυξένη μου, θα τα κάνουμε ένα, ένα΄΄, έλεγε ο Τέλης.
-΄΄Να βάλλουμε τουλάχιστον πρώτα τις κουρτίνες να μη μας βλέπει ο κόσμος απ’το δρόμο΄΄, έλεγε η Πολυξένη.
Ο Τέλης είχε αναλάβει την επίβλεψη και τον καλλωπισμό της πίσω αυλής. Απ’ τον καιρό που είχε έρθει στην Αυστραλία ονειρευόταν πάντα να ‘εμενε σ’ένα σπίτι με μεγάλη αυλή και να καταγινόταν με τα κηπουρικά. Το είχε μεράκι. Και τώρα να, ένα από τα μικροόνειρά του γίνεται πραγματικότητα. Η Πολυξένη ανέλαβε την μπροστινή αυλή. Έφερε κοπριά και την ‘απλωσε ‘οπως έκανε η μάνα της στο χωριό. Μετά από μια-δυο μέρες σκάλισε τη γη και φύτεψε ένα σωρό λουλούδια και δενδρίλια.΄΄Να φυτέψουμε και ένα πεύκο, Τέλη μου, να εδώ στη μέση της αυλής να μυρίζει Ελλάδα΄΄, του είπε η Πολυξένη.
΄΄Μέχρι να βγάλει κουκουνάρι, εμείς θα έχουμε γυρίσει στην πατρίδα, μωρή Πολυξένη΄΄, απάντησε ο Τέλης και χαμογέλασε.
Μια Κυριακή πρωΐ που ο Τέλης καταπιανόταν με τα κηπουρικά του, τον πλησίασε η Πολυξένη.
-΄΄Ξέρεις, Τέλη μου; Νομίζω πως είμαι λίγο έγκυος.΄΄
-΄΄Λίγο; Τι πάει να πει λίγο; Ή είσαι έγκυος ή δεν είσαι.΄΄
-΄΄Ε, να, ξέρεις τι θέλω να πω. Λίγο καιρό. Έχω περίπου ένα μήνα καθυστέρηση.΄΄
-΄΄Δηλαδή θα γεννήσεις;΄΄
-΄΄Δε θα γεννήσω τώρα! Σε εφτά- οκτώ μήνες. Ανάλογα πότε σύλληψα.΄΄
Το πρόσωπο του Τέλη έλαμπε από χαρά. Η καρδιά του χτύπησε γοργά και τα στήθια του πλημμύρισαν με ένα παράξενο γλυκό αίσθημα. Πλησίασε την Πολυξένη. Παίρνει το μικροκαμωμένο προσωπάκι της στις άγαρμπες χούφτες του και τη φίλησε στο στόμα. Την έβαλε να καθήσει σ’ένα σκαμνάκι και πιάνοντάς της τα χέρια, της λέει:
-΄΄Αύριο θα πας στο γιατρό, να βεβαιωθούμε και μετά την άλλη μέρα που θα πας στη δουλιά νε δώσεις την παραίτησή σου.΄΄
-΄΄Α... όχι! Αυτό δε γίνεται. Σου είπα θα δουλεύω μέχρι να με πιάσουν οι πόνοι. Θα σε βοηθήσω όσο μπορώ. Και μετά θα ξαναπάω στη δουλειά, μόλις σαραντίσω. Δε θέλω να δυσκολευτείς με τις δόσεις εξ αιτίας μου.΄΄
-΄΄Εξ αιτίας σου; Γιατί; Μοναχή σου τό’ καμες το παιδί; Δεν θέλω να ακούσω κουβέντα. Δουλεψε όσο μπορείς, αλλά όχι να κινδυνέψεις τον εαυτό σου, ούτε και το παιδί.΄΄
-΄΄Καλά-καλά, βλέποντας και κάνοντας...
...................................................................................................................... Ο Τέλης έξω από το χειρουργικό θάλαμο του νοσοκομείου έφερνε νευρικές βόλτες. Τον είχαν ειδοποιήσει στη δουλειά πως η Πολυξένη πήγε στο νοσοκομείο, γιατί η εγκυμοσύνη της παρουσίασε κάποια ανωμαλία. Σύμφωνα με το γιατρό ευρισκόταν στον όγδοο μήνα και είχε 3-4 εβδομάδες ακόμη πριν να γεννήσει.
΄΄Τι στο διάβολο κάνουν τόσην ώρα αυτοί οι γιατροί΄΄, σκεφτόταν ο Τέλης. ΄΄Τουλάχιστον να ερχόταν κάποιος και να έλεγε κάτι. Να μην μ’έχουν και τρώγομαι απ’την αγωνία΄΄, ξανασκέφτηκε ο Τέλης. Κάποια στιγμή και ενώ κοίταζε αφηρημένος την είσοδο του χειρουργείου, βλέπει να βγαίνει μια νοσοκόμα. Τρέχει ο Τέλης και την πλησιάζει.
-΄΄Μην ανησυχείτε καθόλου,΄΄ του είπε η νοσοκόμα.΄΄Όλα πάνε καλά. Σε λίγο θα έχουμε τελειώσει.΄΄
-΄΄Έπρεπε να είχα πάει στο χειρουργείο, όταν με ρώτησαν. Όμως η δειλία μου δεν μ’ άφησε. Τώρα τράβα τα, κύριε Τέλη!΄΄
Έμεινε κόκκαλο. Άρχισε να τον λούζει κρύος ιδρώτας. Το αίμα πάγωσε στις φλέβες του. Τόσην ώρα περίμενε με αγωνία κάποια λέξη για την υγεία της Πολυξένης και τώρα δείλιασε. Γύρισε προς το μέρος της φωνής με καρδιοχτύπο. Ήταν χλωμός σαν πεθαμένος. Σα μια κέρινη κούκλα στο θάλαμο αναμονής. -΄΄Μα κύριε Τέλη, τι σας συμβαίνει; Συγχαρητήρια! Η κυρία σας γέννησε ένα χαριτωμένο κοριτσάκι,΄΄
Το αίμα στις φλέβες του Τέλη άρχισε να ξανακινείται γοργά. Τόσο γοργά, που είχε ανάψει ολόκληρος λες και είχε υψηλό πυρετό. Το πρόσωπό του ροδοκοκκίνησε και του ήρθε η επιθυμία να γελάσει, να χορέψει και να φωνάξει. Συγκρατήθηκε κάπως και ευχαριστώντας τη νοσοκόμα τη ρώτησε, αν μπορούσε να δει τη γυναίκα του.
-΄΄Σε λίγο, είναι κάπως κουρασμένη. Θα σε φωνάξουμε εμείς΄΄, του είπε η νοσοκόμα κι απομακρύνθηκε.
Ο Τέλης ξανάφερε στο νου του την αγωνία που είχε περάσει τόσες ώρες. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν εκείνο που τον είχε αναστατώσει τόσο πολύ. Είχε ακούσει πολλές φορές για δύσκολες γέννες και πάντα έλεγε χωρατεύοντας πως΄΄ έλα, καημένε μου, οι γυναίκες δεν έχουν ανάγκη΄΄. Τώρα, όμως, με την Πολυξένη τα χρειάστηκε για τα καλά.΄΄Γιατί, μωρή Πολυξένη μου, να τρομάξω τόσο; Γιατί να δειλιάσω έτσι σαν κοτόπουλο;΄΄ μονολογούσε. ΄΄Γιατί;΄΄ σαν άκουσε μια φωνή να του έει. ΄΄Γιατί την αγαπάς...χαζέ. Δε λέω, συνέχισε η φωνή, το ξέρω πως ήταν προξενειό και στην αρχή μόνο η ανάγκη σ’έκανε να την παντρευτείς. Σιγά-σιγά όμως την αγάπησες. Αγάπησες τις χαρές της, τις αξίες της. Να ξέρεις πως είσαι τυχερός γιατί λίγοι γάμοι από προξενειό προκόβουν και καρποφορούν.
Ώστε την αγαπάω! Αυτό δηλαδή είναι αγάπη, να νοιάζεσαι για τον άνθρωπό σου! Κι εγώ ο βλάκας, όταν με ρωτούσε, αν την αγαπάω, της έλεγα να μη λέει σαχλαμάρες και πως δεν είναι πράγματα αυτά για παντρεμένους ανθρώπους.΄΄
Ο Τέλης μπαίνει δισταχτικά στο θάλαμο. Πλησιάζει το κραβάτι της Πολυξένης. Εκείνη έχει τα μάτια κλειστά. Είναι υπερβολικά χλωμή. Ο Τέλης σκύβει, την φιλεί και για πρώτη φορά τα χείλη του προφέρουν τη λέξη ΄΄σ’αγαπώ΄΄.
-΄΄Τι είπες;΄΄ ρώτησε η Πολυξένη με αδύναμη φωνή ανοίγοντας τα μάτια της.
΄΄Σ’αγαπώ, μωρή Πολυξένη΄΄απάντησε εκείνος,΄΄να τι είπα, αυτό είπα΄΄.
-΄΄Κι εγώ σ’αγαπώ Τέλη μου,΄΄ απάντησε η Πολυξένη και η φωνή της θαρρείς πως δυνάμωσε με μιας.΄΄Την είδες τη θυγατέρα μας; Μια χαρά είναι!΄΄ -΄΄Όχι ακόμα. Ήθελα να έβλεπα πρώτα εσένα. Ανησυχούσα.΄΄Εκείνη χαμογέλασε.΄΄Ε! εμείς οι γυναίκες δεν έχουμε ανάγκη΄΄ του πέταξε κοροϊδευτικά. -΄΄Έλα, μωρή Πολυξένη μου! Μη με πειράζεις. Δεν το έλεγα από κακό!΄΄
Ο Τέλης έκανε να σηκωθεί.
-΄΄Πού πας;΄΄ τον ρώτησε η Πολυξένη.
-΄΄Να δω το μωρό΄΄, απάντησε εκείνος.
-΄΄Περίμενε λίγο. Θα το φέρουν να το ταίσω και το βλέπεις εδώ.΄΄
-΄΄Τι; Ακόμα δε γεννήθηκε και θα το ταΐσεις;΄΄ Οι άλλες λεχώνες στο θάλαμο βάλανε τα γέλια, όταν η Πολυξένη τους εξήγησε τι της έλεγε ο άνδρας της.΄΄Σωστός Έλληνας΄΄, παρατήρησε μια απ’ αυτές. Ο Τέλης δεν έδωσε σημασία.
Στο μεταξύ μια νοσοκόμα είχε φέρει το μωρό και η Πολυξένη το θήλαζε. Ο Τέλης έβέπε το νεογέννητο και στο πρόσωπό του είχε χυθεί μια παράξενη λάμψη. Με τα χονδροκομμένα δάχτυλά του χάιδευε το χεράκι του παιδιού του λες και ήθελε να του μεταδώσει την αγάπη του με την επαφή. Εκείνο αφοσιωμένο στο βύζαμα, απολάμβανε το ζεστό χυμό της μάνας, αγνοώντας το τραχύ χέρι του πατέρα του. Τώρα με τον ερχομό του μωρού, το σπίτι είχε πάρει άλλη όψη. Έγινε πιο ζεστό. Με το παραμικρό ο Τέλης πεταγόταν επάνω. Η Πολυξένη τον μάλλωνε. -΄΄Μην πάθεις τίποτε, χριστιανέ μου!Πώς κάνεις έτσι;΄΄
-΄΄Μα πρέπει νά ’χουμε το νου μας, Πολυξένη μου.’’
-΄΄Ναι, δε λέω, παιδί είναι και θα κλάψει και θα γκρινιάξει.΄΄
Ο Τέλης χαμήλωνε το κεφάλι και απορούσε πως οι γυναίκες μαθαίνουνε τόσα πολλά και τόσο γρήγορα για τα μωρά. Και σε λίγο χρόνο! -΄΄Πρέπει να το προσέχουμε το μωρό! Κορίτσι είναι. Να μην μπλέξει με τίποτε κακές παρέες, μην παντρευτεί κανέναν ξανθόσπορο ή κανένα μουσουλμάνο.΄΄ -΄΄Μπα σε καλό σου, άνδρα μου! Με κάνεις και γελάω.΄΄ Ακόμη δε γεννήθηκε και θα πρέπει να προσέχουμε ποιον θα παντρευτεί; Μπα σε καλό σου! -΄΄Να μη γελάς καθόλου κυρά Πολυξένη. Ξέρω τι λέω εγώ. Πρέπει νά’χουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα. Τις προάλλες άκουσα πάλι ότι μια Ελληνοπούλα παντρεύτηκε έναν Ινδό. Άκου Ινδό! Ήθελα νά’ξερα πού στο διάβολο τον βρήκε. Αλλά δε φταίνε τα παιδιά. Οι γονείς τους φταίνε που τα αφήνουνε ρέμπελα και γυρίζουνε από δω και από εκεί. Αν μου πει ποτέ εμένα η θυγατέρα μου πως θα βγει έξω μόνη της με τίποτε ξένες τσούλες, θα την σφάξω!΄΄ -΄΄Σιγά μωρέ τα αίματα! Που θα την σφάξεις. Και πώς μωρέ, θαρρείς θα τη βγάζεις περίπατο, μπροστά εκείνη και πίσω εμείς, όπως κάνανε οι δικοί μας στην πατρίδα;΄΄
-΄΄Δεν με ξέρεις εμένα καλά, κυρά Πολυξένη! Βγάλε αυτές τις ιδέες από το μυαλό σου, γιατί δε θα τα πάμε καλά εμείς οι δυο.΄΄
-΄΄Καλά, καλά. Όταν έρθει η ώρα που θα μπορεί η κόρη μας να βγαίνει έξω, τότε τα λέμε. Πήγαινε τώρα να κάνεις τις σέμιτζές σου για αύριο γιατί εγώ έχω να σιδερώσω.΄΄
-΄΄Καλά πηγαίνω. Αλλά αν έχεις αυτές τις ιδέες να μου το πεις, να μην κάνουμε άλλο παιδί.΄΄
-΄΄Α...ναι! Πριν το ξεχάσω. Τηλεφώνησε η κυρά Βαγγελιώ και είπε πως μπορεί να κρατάει τη Χρυσούλα μας- έτσι είχαν βαφτίσει το πρώτο τους παιδί ο Τέλης και η Πολυξένη-, μέχρι να γυρνάς απ’τη δουλειά. Το πρωί λέει να το αφήνουμε στο κραβατάκι του και να της δώσουμε ένα κλειδί κι αυτή θα έρχεται κατά τις εφτάμιση, να το αλλάζει και μετά θα το παίρνει σπίτι της, όταν θα ζεστάνει λίγο η μέρα.
-΄΄Και τι; Θα κάθεται το παιδί μόνο του ολόκληρη μισή ώρα; Κι αν ξυπνήσει;
-΄΄Ξέρω’γώ! Μίλα της κι εσύ, τι να σου πω.΄΄
-Καλά, καλά. Θα τα κανονίσω εγώ.΄΄
Η Χρυσούλα ούτε και που ήθελε να δει την κυρά Βαγγελιώ στα μάτια. Έκλαιγε συνεχώς. Χρειάστηκαν περίπου δύο μήνες ώσπου να την συνηθίσει. Η Πολυξένη πονούσε που ήταν υποχρεωμένη να αφήνει το σπλάχνο της να το αναθρέφει άλλη γυναίκα, αλλά τι να κάνει. Καταριώταν την ώρα και τη στιγμή που ήρθε στην Αυστραλία.Καταριώταν τη στιγμή που παντρεύτηκε, μάλωνε και τον Τέλη που δεν ήταν ικανός να θρέψει τη γυναίκα του και το παιδί του. Τουλάχιστον, αν γυνόταν , μέχρι το παιδί γίνει ενός-δύο χρονών. Όχι μόλις μετά το σαράντισμα να είναι υποχρεωμένη να απαρνηθεί το παιδί της,να το αφήνει σε ξένα χέρια και να τρέχει στο εργοστάσιο. Είναι βλέπεις και η δόση. Χρωστάμε το σπίτι, και ο Τέλης
μόνος του δεν τα βγάζει πέρα. Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, πρέπει να πληρωθεί η δόση , που ανάθεμά την για δόση. Δίκιο έχει , τι να σου κάνει κι αυτός...Είναι το σύστημα έτσι. Όταν ήμουν στο χωριό αυτά τα πράγματα δεν υπήρχαν, μονολογούσε η Πολυξένη. Οι μανάδες άφηναν τα μωρά στο σπίτι και πήγαιναν στις δουλειές τους. Κι όταν το μωρό έκλαιγε επειδή πεινούσε ή για κάποιον άλλο λόγο, όλο και κάποια γειτόνισσα θα το άκουγε.Έμπαινε τότε μέσα στο σπίτι –οι πόρτες ήταν πάντα ξεκλείδωτες -,το τάιζε, το άλλαζε και δεν υπήρχε φόβος ούτε το παιδί να κλέψουν, αλλά ούτε και το σπίτι. Εδώ όμως ... αλοίμονό μας. Έτσι και τολμήσει καμιά μάνα και κάνει κάτι τέτοιο, θα χάσει όχι μόνο το παιδί, αλλά θα αδειάσουν και το σπίτι. Άσε που θα κλειστεί στη φυλακή.΄΄Υπομονή΄΄, έλεγε ΄΄τι να κάνουμε΄΄.
΄΄Και το χειρότερο είναι πως να του πω πως είμαι πάλι έγκυος; Τριών μηνών είναι η Χρυσούλα κι εγώ ξαναγκαστρώθηκα. Λες και είμαι κουνέλα. Τώρα πώς να του το πω; Τώρα μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει μια ώρα νωρίτερα. Το βράδυ που θα’ρθει απ’τη δουλειά κι εκεί που θα πίνει τον καφέ του, θα του το πω. Μέχρι πότε θα του το κρύβω;΄΄
Ο Τέλης γύρισε τη συνηθισμένη ώρα, όλο γέλια. Μάλιστα φίλησε και την Πολυξένη που δεν το συνήθιζε κι εκείνη παραξενεύτηκε. -΄΄Καφεδάκι;΄΄ του λέει.
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του γελώντας.
-΄΄Χαρούμενο σε βλέπω απόψε. Κέρδισες μήπως το λαχείο;
-΄΄Όχι. Λαχείο δεν κέρδισα. Πρέπει δηλαδή να κερδίσω λαχείο για να έχω τα κέφια μου;΄΄
Η Πολυξένη δεν μίλησε. Μόνο σκεφτόταν. Να του το πει τώρα και να του χαλάσει τα κέφια, ή να του το πει, όταν θα έχει τα μπουρίνια του και να τον κάνει ταύρο! Προτίμησε το πρώτο. Μόλις κενώσω τον καφέ, θα του το πω.
-΄΄Κόκκαλα έχει αυτός ο καφές; Έλα. Έχω κάτι να σου πω.΄΄
-΄΄Έχει γούστο να’ναι κι αυτός γκαστρωμένος΄΄, είπε κάπως μεγαλόφωνα η Πολυξένη.
-΄΄Τι είπες; Ποιός είναι γκαστρωμένος;΄΄
-΄΄Εγώ. Ποιός ήθελες να ήταν γκαστρωμένος. Εσύ;΄΄
Ο Τέλης έβαλε δυνατά γέλια. Αφού συνήλθε κάπως της λέει:
-΄΄Και πώς έτσι, ρε Πολυξένη μου;΄΄
-΄΄Πώς έτσι; Εσύ ξέρεις που δε μ’αφήνεις ούτε ένα βράδυ ήσυχη.΄΄
-΄΄Καλά-καλά. Αστειεύομαι. Καλώς νά’ρθει ο καινούριος επισκέφτης μας. Κάτσε να σου πω.΄΄
-΄΄Δηλαδή δε σε νοιάζει που θα ξανασταματήσω απ’τη δουλειά;΄΄
-΄΄Όχι βρε αδελφέ! Γιατί να με νοιάζει; Στο κάτω-κάτω δεν μπορούμε να μείνουμε με ένα παιδί. Άκου τώρα: Σήμερα βρήκα το Διονύση, το Ζακυνθινό. Την Παρασκευή τελειώνει απ’τη δουλειά, γιατί έχει αγοράσει μαγαζί και θα το δουλεύει εκείνος και η γυναίκα του.
Μου πρότεινε να μπούμε συνέταιροι. Τι λες;΄΄
-΄΄Συναίτεροι σε μιλκ-μπαρ; Μα εσύ κοροϊδεύεις τους μιλκμπαριτζήδες! Πώς τώρα θέλεις να γίνεις ένας απ’αυτούς;΄΄
-΄΄Άσε τι έλεγα. Με τη γουέντζα δε γίνεται τίποτε. Τα βλέπεις και μόνη σου. Μεροδούλι, μεροφάι. Δεν ξέρουμε τι να πρωτοπληρώσουμε. Όσοι έχουν καταπιαστεί με τα μαγαζιά, έχουν όλοι τους πιαστεί για τα καλά. Δε λέω, είναι δύσκολα. Πολλές ώρες και σκληρή δουλειά. Αν όμως δεν κάνουμε κάτι, δε βλέπω να δούμε την Ελλάδα σύντομα.΄΄
-΄΄Και τα παιδιά; Πού θα μεγαλώσουν τα παιδιά; Στο μικλ-μπαρ;΄΄
-΄΄Μην είσαι κουτή. Τα παιδιά όσο είναι μικρά, δε θα είναι εμπόδιο. Μέχρι να πάνε εφτά-οκτώ χρον΄ν, θα έχουμε ξεμπλέξει, όχι μόνο από τα μαγαζιά, αλλά θα έχουμε φύγει κι από την Αυστραλία.΄΄
-΄΄Μ’αρέσει η αισιοδοξία σου. Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις. Πάντως σου λέω πως η κυρά Φρόσω αναθεματίζει την ώρα και τη στιγμή που ο άνδρας της μπλέχτηκε με τα μαγαζιά.΄΄
-΄΄Η κυρά Φρόσω δεν πρέπει να έχει παράπονο. Έχουν τρία σπίτια και ποιός ξέρει πόσα έχουν και στην Τράπεζα. Από πού τα έκαναν αυτά; Όχι, βέβαια, από το βδομαδιάτικό του στο εργοστάσιο!΄΄
-΄΄Εσένα εκεί ο νους σου. Να πλουτίσεις. Θα δούμε, αν μας βγει σεκαλό αυτή σου η μανία.΄΄
-΄΄Και γιατί, νομίζεις, ήρθα εδώ; Να δουλέψω όσο μπορώ, να κάνω κάτι και να γυρίσω στην πατρίδα μου.΄΄
-΄΄Ναι, αλλά τώρα έχεις γυναίκα και παιδί και περιμένεις και άλλο. Δεν είσαι μόνος σου.΄΄
-΄΄Τι θέλεις να πεις; Δε θα έρθεις μαζί μου στην Ελλάδα; Εγώ για ποιον σκοτώνομαι όλη μέρα, νομίζεις για μένα μόνο;΄΄
-΄΄Δε λέω ότι δεν θα έρθω στην Ελλάδα μαζί σου. Αλλά πώς να στο πω, δε μ’αρέσει να μεγαλώνουν τα παιδιά στο μιλκ-μπαρ.΄΄
-΄΄Κουραφέξαλα!΄΄
-΄΄Κάνε ό,τι νομίζεις. Ξέρεις καλά πως θα σταθώ δίπλα σου...΄΄
...................................................................................................................... -΄΄Τέλη!΄΄ ακούστηκε τρομαχτική η φωνή της Πολυξένης και αντιδόνησε ολόκληρο το μιλκ-μπαρ. Ο Τέλης παράτησε τις χέμπεργκες στη φωτιά και έτρεξε στην κουζίνα.
-΄΄Τι συμβαίνει;΄΄
-΄΄Κάνε κάτι. Νομίζω πως μου έσπασαν τα νερά.΄΄
-΄΄Τώρα βρήκες να γεννήσεις και συ; Μεσημεριάτικα; Απάνω στο μπίζυ;΄΄
-΄΄Τηλεφώνα στο άμπιουλανς και άσε τις αηδίες.΄΄
Ο Τέλης τά’χε χαμένα. Πήγαινε μια στο μαγαζί και μια μέσα στην κουζίνα. Τελικά ένας πελάτης τηλεφώνησε στο νοσοκομείο να έρθει ένα φορείο και να πάρει την Πολυξένη.
Ο Δημητράκης γεννήθηκε στις πέντε το απόγευμα. Ο Τέλης έκλεισε κάπως νωρίς το μαγαζί, πήρε ένα μάτσο λουλούδια και πήγε να δει το νεογέννητο. Το όνομα το είχανε συζητήσει πολλές φορές. Και όταν την έβαλαν στο φορείο, της το υπενθύμησε:΄΄Μην ξεχάσεις. Αν είναι αρσενικό να τους πεις να το γράψουν Δημήτρη. Αν είναι θυγατέρα, βγάλτο, όπως θέλεις.΄΄
Από το τηλέφωνο του είπαν πως είναι αγόρι. Η χαρά του ήταν μεγάλη. Επιτέλους, ο χαμένος του αδελφός ξαναγεννιόταν. Μετά βίας που τον θυμότανε. Θα ήταν ίσαμε 13 χρονώ. Ο Δημήτρης, ο αδελφός του, ήταν τότε δυο χρόνια μεγαλύτερός του. Δούλευε σε μια βάρκα. Ένα βράδυ ήρθαν δυο με γενιάδα στο σπίτι και μιλούσαν κάπου μια ώρα με τον πατέρα. Όταν έφυγαν, πήγε και ο Δημήτρης μαζί τους. Από ’κείνο το βράδυ δεν τον ξαναείδε. Μετά από δυο μέρες ήρθαν κάτι Γερμανοί στρατιώτες και τον ζητούσαν. Ο πατέρας τους είπε πως ο Δημήτρης είχε πάει στην Αθήνα να δουλέψει. Όταν έφυγαν, ο πατέρας μας ορμήνεψε να μην πούμε σε κανέναν τίποτε για τους δυο με τις γενειάδες που είχαν έρθει σπίτι μας. Η μάνα μου δάγκωσε το κάτω χείλος της και βγήκε σκυφτή έξω στην αυλή. Ο πατέρας την ακολούθησε. Ο Τέλης θυμάται ακόμη τα λόγια του πατέρα του που έλεγε ψιθυριστά στη μάνα: ΄΄Δε θέλω αηδίες τώρα. Άκουσες; Τσιμουδιά!΄΄
Τώρα ο Δημήτρης του ξανάρθε. Είναι στο νοσοκομείο και τον περιμένει.
Η δουλειά στο μιλκ-μπαρ ξαναβρήκε το ρυθμό της. Ο Τέλης ξυπνάει στις 5 το πρωί και γυρνάει στο σπίτι πεθαμένος στην κούραση κατά τις 9 το βράδυ. Η Πολυξένη πηγαίνει λίγο αργότερα. Ξυπνάει τα παιδιά γύρω στις εφτά και κατά τις οχτώ βρίσκεται στην κουζίνα του μαγαζιού. Τα παιδιά παίζουν. Ευτυχώς, το μαγαζί έχει ένα δωμάτιο που χρησιμεύει για αποθήκη κι έτσι παίζουν εκεί. Πίσω έχει και μια μικρή αυλή. Ο Τέλης την έφραξε καλά και έτσι τα παιδιά είναι ασφαλισμένα, όταν βγαίνουν έξω. Τους έχει βάλει κι ένα κλουβί με έναν παπαγάλο. Έχουν και τον ΄΄Άσπρο΄΄, το σκύλο τους. Καμιά φορά τρυπώνουν και στο μαγαζί. Ο Τέλης τους δίνει σοκολάτες και καραμέλλες και τους λέι να πάνε έξω να παίξουν. Να τον αφήσουν να κάνει τη δουλειά του. Εκείνα θέλουν χάδια. Πού να βρει ώρα ο Τέλης να παίξει με τα παιδιά του, να τα χαϊδέψει. Όταν πηγαίνει σπίτι, εκείνα κοιμούνται. Τα Σαββατοκύριακα που δεν έχει πολλή δουλειά η Πολυξένη και τα παιδιά δεν έρχονται στο μαγαζί, πονάει η καρδιά του που δεν τα βλέπει έστω και από μακριά να παίζουν και να μπαινοβγαίνουν χαρούμενα. Τι να κάνει όμως; Υπομονή. Μια μέρα θα πλουτίσει και θα ξοδεύει όλο του τον καιρό μαζί τους. Τις νύχτες αν και κουρασμένοι απ’τη δουλειά της ημέρας, μιλούσαν, ώσπου τους έπαιρνε ο ύπνος, για τα σχέδιά τους. Να φύγουν από την Αυστραλία να πάνε να ζήσουν στην Ελλάδα ευτυχισμένοι. Να μεγαλώσουν τα παιδιά τους ΄΄όπως πρέπει΄΄. Μιλούσαν για τους φόβους τους, μήπως τα παιδιά παραστρατήσουν, μήπως μπλεχτούν σε κακές παρέες με ναρκωτικά, μήπως τέλος πάντων τα παιδιά΄΄ αυστραλίσουν΄΄ και μια μέρα σηκωθούν και φύγουν από το σπίτι. Σαν το γιο του Στέλιου ή την κόρη του Θόδωρου που δούλευαν μαζί σ’ένα γιαπί. Γι’αυτό πρόσεχαν πολύ.
Προσπαθούσαν να κάνουν ό,τι νόμιζαν πως ήταν καλύτερο για τα παιδιά τους. Στερημένοι οι ίδιοι από παιδικό κανάκεμα, δεν τους χάλαγαν χατήρι. Τους πρόσφεραν πλουσιοπάροχα όχι μόνο την αγάπη τους, αλλά και ο,τιδήποτε άλλο υλικό αγαθό που θα τους έδινε χαρά. Κολυμπούσαν στα παιχνίδια, τα ποδήλατα, ρούχα άφθονα, παπούτσια, γλυκίσματα. Μόνο τα χάδια ήταν λιγοστά. Πού να βρούν καιρό να τα χαϊδεύουν. Το μαγαζί ανοιχτό εφτά μέρες. Ο πατέρας έλειπε από τις 5 το πρωί ως τις 9 το βράδυ. Πού να βρει καιρό να τα χαίδέψει. Να τα παίξει στα γόνατά του. Να πάνε μια εκδρομή κάπου, σ’ένα βουνό ή το καλοκαίρι στη θάλασσα. Να παίξουν λίγο με το νερό, με την άμμο.΄΄ Μικρά όμως είναι΄΄, παρηγοριόταν ο Τέλης.΄΄ Θα τα δια και πήγε να επισκεφθεί τη γ χαρούν όλα όταν πάμε στην Ελλάδα΄΄ και άφηνε τον εαυτό του στην αγκαλιά του Μορφέα. Τον έπαιρνε ο γιος του Ύπνου με τ’ ανάλαφρα φτερά του και τον πήγαινε πίσω στο νησί. Έβλεπε από ψηλά το λιβάδι που έβοσκε τα πρόβατά του. Καμιά φορά έβλεπε και τον εαυτό του να παίζει με τα νερά και του φαινόταν περίεργο. Πώς ενώ πετούσε ψηλά, έβλεπε τον εαυτό του να κολυμπάει; Όταν όμως ξυπνούσε, ανακάλυπτε την πραγματικότητα. Όμως αυτά τα όνειρα τον αναζωογονούσαν. Του δίνανε καινούρια δύναμη. ΄΄Ας ήταν να πήγαινα έτσι κάθε βράδυ πίσω στο νησί, έστω και στα όνειρά μου΄΄, σκεφτόταν ο Τέλης. ΄΄Αχ, να γινόταν να φεύγαμε, όσο γίνεται πιο γρήγορα΄΄, συλλογιζόταν ο Τέλης. ΄΄Αυτό όμως ήταν ακατόρθωτο για τώρα. Πρέπει να πλουτίσω. Πρέπει να γίνω πλούσιος. Πρέπει.΄΄
-΄΄Τι ώρα θα κλείσεις αύριο το μαγαζί;΄΄ ρώτησε η Πολυξένη. Ο Τέλης άργησε να συνέλθει απ’τους συλλογισμούς του. -΄΄Τι είπε;΄΄ ρώτησε και η φωνή του ήρθε στ’αυτιά του σαν από μακριά.
-΄΄Τι ώρα θα κλείσεις αύριο,΄΄ επενέλαβε η Πολυξένη.΄΄ Ξέχασες; Είναι η βάφτιση των παιδιών.΄΄
-΄΄Όχι, δεν ξέχασα. Απλώς ξεχάστηκα για λίγο. Λέω να κλείσω κατά τις τρεις.΄΄
-΄΄Δεν πρέπει να τα βαφτίζαμε και τα δυο μαζί. Η Χρυσούλα κοντεύει τα τέσσερα. Όπου νά’ναι πηγαίνει σχολείο.΄΄
-΄΄Έπρεπε, δεν έπρεπε, τώρα έγινε. Εξ άλλου η Χρυσούλα είναι βαφτισμένη.΄΄
-΄΄Κουραφέξαλα! Αφού είναι άκυρη η βάφτιση. Και σ’αυτό φταις εσύ. Φαγώθηκες να το βαφτίζαμε στην εκκλησία της Κοινότητας.
-΄΄Άκουσε, κυρά Πολυξένη. Δεν υπάρχουν άκυρα ή έγκυρα μυστήρια. Ούτε κανονικοί ή μη κανονικοί παπάδες. Ούτε κανονικές εκκλησίες. Υπάρχουν εκκλησίες και παπάδες που κάνουν μυστήρια. Τι δηλαδή; Αν ο παπάς της Κοινότητας θάψει έναν πεθαμένο, δεν είναι δηλαδή κανονικά θαμμένος; Ή κανονικά πεθαμένος; Πρέπει δηλαδή να τον ξεθάψουν και να τον ξαναθάψει παπάς της Αρχιεπισκοπής; Για να είναι κανονικά πεθαμένος και θαμμένος;΄΄
-΄΄Εγώ λέω αυτά που ξέρω. Αυτό που πάθαμε.΄΄
-΄΄Αυτό το ρεζιλίκι πουθενά δε γίνεται. Αλλά δε φταίνε αυτοί. Εμείς φταίμε που τους ακολουθάμε σαν πρόβατα. Πάψε τώρα κι αύριο έχουμε δουλειά και ξαναβαφτίσματα...Μ’ένα πράγμα όμως απορώ. Πώς διάολο τα καταφέρανε και τρεις εκκλησίες της Κοινότητας είναι έγκυρες. Πώς διάολο... Μυστήρια πράγματα... ......................................................................................................................
Η Πολυξένη έχει σηκωθεί από τα χαράματα. Όταν έφυγε ο Τέλης, άρχισε να κάνει τις δουλειές του σπιτιού. ΄΄Εφτά η ώρα΄΄ μουρμούρισε. ΄΄Ας τ’αφήσω λίγο ακόμη να κοιμηθούν. Νωρίς είναι ακόμη. Η Χρυσούλα πρέπει να είναι στο σχολείο στις εννιά. Θα πάρω και το Δημήτρη μαζί μου και μετά πάμε στο μαγαζί. Πότε θ’αρχίσει κι αυτό το ευλογημένο να πηγαίνει σχολείο, να ησυχάσω κι εγώ λίγο. Να δω, αν ξέχασα τίποτε. Όχι! Όλα εδώ είναι. Τα τετράδια, η γόμα, η κασετίνα με τα μολύβια και τα χρώματα, το φαΐ της και το μήλο της. Ας της βάλλω κι ένα πορτοκάλλι και μια σοκολάτα. Πώς θα κουβαλάει αυτό το πράγμα το μωρό μου; Αυτό είναι ολόκληρη βαλίτσα!΄΄
Ο νους της έτρεξε όταν πήγαινε εκείνη σχολείο. Είχε μια σάκκα που την είχε φτιάξει η μάνα της στον αργαλειό. Είχε και κρόσια γύρω-γύρω. Φαγητό δεν έπαιρναν μαζί τους. Στο διάλλειμμα έτρεχαν στο σπίτι και έτρωγαν λίγο ψωμί και ελιές ή γυναίκα του και το κανένα φρούτο ανάλογα με την εποχή. Δεν είχαν τόσο μεγάλς σακκες.΄΄Θα μαθαίνουν πολλά γράμματα εδώ στην Αυστραλία, καθώς φαίνεται,΄΄ σκέφτηκε.
΄΄Α! Ναι. Να μην ξεχάσω να καρφιτσώσω και τ’όνομά της στην ποδιά.΄΄ Πήρε μια καρφίτσα και το χαρτακι που είχε γράψει ο Τέλης το όνομα της Χρυσούλας με αγγλικούς χαρακτήρες: ΄΄CHRYSOULA ΄΄ και το καρφίτσωσε αριστερά στο πέτο της σχολικής ποδιάς της Χρυσούλας.
΄΄Όλα έτοιμα! Ας τα ξυπνήσω τώρα΄΄ μουρμούρισε η Πολυξένη.
Το απόγευμα που πήγε η Πολυξένη να πάρει τη Χρυσούλα από το σχολείο, τη βρήκε κλαμμένη. -΄΄Γιατί κλαίει το χρυσό μου; Ποιος σε πείραξε;΄΄
-΄΄Κανένας δε με πείραξε-λέει η Χρυσούλα με αναφυλλητά-αλλά δεν καταλαβαίνω τι μου λένε τα άλλα παιδάκια. Εγώ τους μιλάω, εκείνα μου μιλάνε, αλλά εγώ δεν καταλαβαίνω τι μου λένε. Δεν ξαναπάω σχολείο!΄΄
-΄΄Έλα-έλα, μην κάνεις έτσι. Θα μάθεις κι εσύ να μιλάς όπως τα άλλα παιδάκια. Θα δεις. Και του χρόνου θα έχεις συντροφιά τον αδελφό σου. Μη στενοχωριέσαι. Έλα, να. Σου έφερα τη σοκολάτα που σ’αρέσει.΄΄
Σε έξι μήνες η Χρυσούλα μιλούσε στον Τέλη και στην Πολυξένη Αγγλικά. Ακόμη ξεπήρε και η γλώσσα του Δημήτρη. -΄΄Τι να κάνουμε, Τέλη μου, με τα παιδιά;΄΄ ρωτούσε η Πολυξένη.
-΄΄Ε!Τι θέλεις να κάνουμε;΄΄
-΄΄Εμείς τους μιλούμε Ελληνικά κι αυτά μας απαντούν Αγγλικά. Πολλές φορές δεν ξέρω τι μου λένε.΄΄
-΄΄Μη στενοχωριέσαι. Του χρόνου θα πηγαίνουν και στο ελληνικό σχολείο, το απόγευμα και θα ξαναθυμηθούν τα Ελληνικά τους.΄΄
-΄΄Εμένα μου λες; Όπως τα ξαναθυμήθηκαν και οι γιοι του Αποστόλη. Σάτρα-πάτρα. Δέκα λέξεις αγγλικές και μία ελληνική.΄΄
-΄΄Μη στενοχωριέσαι σου λέω. Στο κάτω-κάτω εμείς όπου νά’ναι φεύγουμε για τη Ελλάδα. Μόλις πέσει ο Παπαδόπουλος, τα μαζέψαμε και φύγαμε!΄΄
Και τα χρόνια κυλούν. Τα παιδιά περπετούν μόνα τους για το αγγλικό σχολείο. Μόνο το απόγευμα, έτσι για να ξεσκάει, ο Τέλης τους πηγαίνει κανένα αναψυκτικό και καμιά σοκολατίτσα στο διάλλειμμα του ελληνικού σχολείου.Βρίσκει και ευκαιρία και λέι καμιά κουβέντα με το δάσκαλο. Είναι από ένα κοντινό νησί. Μιλάνε και την ίδια ντοπιολαλιά. Θυμούνται τα νησιά τους, τα παιδικά τους χρόνια.
-΄΄Κι ο δάσκαλος τα ίδια λέει. Θα κάτσει λίγο καιρό να μαζέψει λίγα χρήματα και θα γυρίσει στο νησί του κι αυτός. Τ’ακούς Πολυξένη; Έτσι μου λέει ο δάσκαλος. Εδώ δεν είναι ζωή. Δουλειά, φαΐ, ύπνο. Όλοι έτσι λένε. Όλοι θα φύγουνε! Όλοι όπου φύγει-φύγει! Μέχρι πότε θα ζούμε εδώ;΄΄
-΄΄Ναι, όλοι θα φύγουνε, Τέλη μου. Όλοι, απαντούσε η Πολυξένη συγκαταβατικά. Είδες πώς χόρευαν τα παιδιά μας προχθές στη σχολική γιορτή; Δεν ήταν τα καλύτερα; Και ο Δημήτρης μας στο ζεμπέκικο ήταν ο καλύτερος!΄΄
-΄΄Ο Δημήτρης δε θέλει να πηγαίνει στο χορό. Θέλει να πηγαίνει στο ποδόσφαιρο.΄΄
-΄΄Α, όχι! Η συμφωνία ήταν να πηγαίνει στην μπάλλα, αλλά να μη σταματήσει από τον ελληνικό χορό.΄΄
-΄΄Καλά. Άσε με να κοιμηθώ τώρα. Αύριο έχει δουλειά.΄΄
Και ο καιρός περνούσε. Η Χρυσούλα γιορτάζει τα δεκάξι της γενέθλια. Μαζί με τα άλλα δώρα της δίνεται και η άδεια να βγαίνει κάπου-κάπου με καμιά φίλη της ή άλλα παιδιά έξω. Η κανονισμένη ώρα επιστροφής ορίζεται η δεκάτη βραδινή. Δεκαεφτά, δεκαοχτώ χρόνων η Χρυσούλα και η ώρα επιστροφής έγινε δώδεκα μεσάνυχτα, μία πρωινή και αρκετές φορές δύο και τρεις τα χαράματα. Στο χαρούμενο μέχρι τώρα σπίτι μπήκε η διχόνοια. Ο Τέλης κατηγορούσε την Πολυξένη και η Πολυξένη τον Τέλη.
-΄΄Τι πατέρας είσαι εσύ που δεν μπορείς να επιβληθείς στο παιδί σου;΄΄
-΄΄Εγώ φταίω; Μαζί σου είναι όλη την ημέρα. Εγώ σκοτώνομαι στο μαγαζί. Εσύ της κάνεις όλα τα χατήρια. Εσύ την ορμηνεύεις.΄΄
-΄΄Ναι, εγώ την ορμηνεύω να μη γυρίζει από ’δώ και από ’κεί. Να κάτσει στο σπίτι της, να βρει ένα καλό Ελληνόπουλο να την παντρευτεί. Ποιος θα την πάρει, έτσι που γυρίζει τη νύχτα!΄΄
-΄΄Να της μιλάς με το μαλακό, να μη νευριαζει. Αυτά της λες και την κάνεις θεριό.΄΄
-΄΄Εγώ την κάνω θεριό; Αυτή αυστραλίζει. Δεν ακούει κανένανε. Να κάτσεις να την συμβουλέψεις.΄΄
-΄΄Καλά, θα της μιλήσω.΄΄
-΄΄Να μιλήσεις και του μικρού. Πολύ αέρα έχει πάρει κι εκείνος.΄΄
-΄΄Ο μικρός είναι άνδρας!΄΄
-΄Και τι διαφορά κάνει; Λίγα γίνονται κάθε μέρα; Δεν βλέπεις τα διπλανά μας; Όλη μέρα είναι σπίτι και πνιγμένοι στα ναρκωτικά!΄΄
-΄΄Τα διπλανά μας δεν είναι Ελληνόπουλα. Εκτός αυτού ο γιος μας πάει στο πανεπιστήμιο!΄΄
-΄΄Εγώ δεν τα ξέρω αυτά. Εγώ φοβάμαι. Εσύ δεν είσαι εδώ να ακούς τα παιδιά μας κάθε τόσο που τσακώνονται.
-΄΄Τσακώνονται; Γιατί;΄΄
-΄΄Γιατί αφήνουμε το Δημήτρη να πηγαίνει όπου θέλει και δεν αφήνουμε κι εκείνην. Τις προάλλες που της είπα πως ο Δημήτρης μπορεί να βγαίνει έξω γιατί είναι αγόρι, παραλίγο να με ΄΄φάει΄΄. Έβαλε κάτι φωνές που ακούστηκαν σ’όλη τη γειτονιά. Και το χειρότερο είναι που μιλάνε Αγγλικά και δεν καταλαβαίνω και τι λένε. Και όταν τους πω κάτι μου λένε και τα δυο:΄΄εσύ κι ο πατέρας δεν καταλαβαίνετε. Δεν μπορείτε να καταλάβετε. Όταν είμασταν μικρά μας πηγαίνατε και μας στέλνατε όπου θάλατε εσείς. Ποτέ δε μας ρωτήσατε αν μας άρεσαν εμάς. Τώρα μεγαλώσαμε. Θα πηγαίνουμε όπου θέλουμε εμείς και θα κάνουμε ότι θέλουμε εμείς.΄΄Κατάλαβες, λοιπόν, κύριε Τέλη; Ό,τι θέλουνε εκείνα. Και εμείς που σκοτωθήκαμε να τα μεγαλώσουμε δεν έχουμε κανένα πια λόγω στη ζωή τους, κανένα δικαίωμα! Ούτε καν να τα συμβουλέψουμε.΄΄
-΄΄Καλά, καλά ησύχασε τώρα. Θα τους μιλήσω΄΄. Και τι να τους πει; Πως δεν έχουν δικαίωμα να βγαίνουν έξω; Και που βγαίνουν τι κάνουν, δηλαδή; Θα πάω να βρω το δάσκαλο, σκέφτηκε ο Τέλης. Ίσως εκείνος κάτι θα ξέρει να μου πει. Αλλά...μήπως κι εκείνος δε θά’χει τα ίδια προβλήματα;΄΄
Ο Τέλης τελικά δεν πήγε πουθενά. Η Χρυσούλα όμως στα εικοσιένα της, ένα μήνα μετά τα γενέθλιά της, έφυγε από το σπίτι. Πήγε να συγκατοικήσει μ’ένα νεαρό Αυστραλό. Το πλήγμα για τον Τέλη και την Πολυξένη ήταν μεγάλο. Τους τσάκισε. Το τελικό χτύπημα τους το κατάφερε ο γιος τους, ο Δημήτρης: δυο μήνες μετά το φευγιό της Χρυσούλας από το σπίτι, τους ανακοίνωσε πως παντρεύεται με μία Αυστραλέζα.
Σε διάστημα δύο μηνών μετά το γάμο του Δημήτρη πέθαναν και οι δυο τους από καημό. Πρώτος πέθανε ο Τέλης. Σε πέντε βδομάδες τον ακολούθησε στον τάφο και η Πολυξένη. Τους έθαψαν πλάι-πλάι.
Αν τύχει και βρεθεί κανείς δίπλα στα μνήματα του Τέλη και της Πολυξένης και αφουγκραστεί, θ’ακούσει δύο πονεμένες φωνές να κράζουν μέσα από τα μνήματα: ΄΄Παιδιά μου- παιδιά μου.΄΄-