Γρηγόρης Μοναστηριώτης - Γάκης
ΠΟΡΦΥΡΗ ΡΑΨΩΔΙΑ

ΠΟΡΦΥΡΗ ΡΑΨΩΔΙΑ

Λευκά περιστέρια πέταξαν
Μ΄ανάλαφρα φτερά
Κουβαλώντας στη ράχη τους
Κι από ένα κομμάτι Παρθενώνα.

Στους γαλάζιους ουρανούς
απειροβατώντας
με λάβαρο τη δυστυχία τους,
κυνηγούσαν το ιδανικό όνειρο
που έγινε εφιάλτης.

Το αίμα στάζει ασταμάτητα
από τη σπασμένη φτερούγα,
κηλίδες κατακόκκινες
ζωγραφίζει στο πάλλευκο χιόνι.

Σκόρπια μάρμαρα σπινθοβολούν
στο φως των αστεριών.
Μαύρα αρπαχτικά τα τριγυρνούν
καραδοκώντας τη στιγμή
να κολλήσουν τις κοτύλες τους
στο παρθενικό μάρμαρο.

Τριγώνια κολυμπούν
σε ανύδατα κύματα
σμιλεύουν με το ράμφος τους
στα σκόρπια μάρμαρα τον πόνο τους.

Κι είναι ο ήχος τους γλυκός,
μελωδία από χιλιάδες άρπες,
ραψωδία πορφυρένια,
ύμνος στην Παλλάδα,
ελεγεία για το χαμένο όνειρο.

Φτερά θαμμένα στους πέντε ωκεανούς.
μουλιασμένα απ’αλισάχνη που
τα ραίνει η μυρεψός θάλασσα.
Κι όμως, αγκαλιάζουν τις λευκές πέτρες
σε μια ύστατη προσπάθεια
να γλυκάνουν την ψυχή τους.

Κανείς δε νοιάστηκε
να μαζέψει τ’απομεινάρια
για να χτίσει ένα νέο Παρθενώνα,
ναό στη δόξα του Ανθρώπου.

ΔΡΟΜΟΙ

Ο δρόμος των παιδιών είναι κλειστός.
Η ατραπός των ονείρων ερημωμένη.
Η πάροδος της προόδου φραγμένη.
Η ρύμη της ελπίδας ανύπαρκτη.
Το μονοπάτι της ειρήνης αδιέξοδο.
Η λεωφόρος του θανάτου ορθάνοιχτη.
Η στράτα της απόγνωσης διάπλατη.

Κλείστε τη δίοδο της συντέλειας
να παρελάσει η πρόοδος.
Κόψτε τον πόρο του πολέμου
να βασιλέψει η ειρήνη.
Σφαλίστε το πέρασμα της απελπισίας
να ξεχυθεί στον κόσμο η ελπίδα.
Ανοίξτε το δρόμο των παιδιών
να πλημμυρίσει ζωή η λεωφόρος
των ονείρων.

ΑΝΤΙΣΤΑΣΟΥ

Αντιστάσου. Έτσι για να δεις
πώς θα αντιδράσουν οι «προστάτες» σου.
Μην αντισταθείς για κάποιον ειδικό σκοπό,
αλλά αντιστάσου, έτσι, γενικά.
Αντιστάσου. Θα νιώσεις τόση χαρά
όταν αντικρύσεις τον τρόμο
στα μάτια των «αφεντάδων»
και στα χλωμά πρόσωπα των γοσποδάρων.
Και γέλα. Γέλα από τα βάθη της καρδιάς
που τόσα χρόνια τώρα τη λιώνουν
οι παγωμένες αχτίδες του ήλιου.
Κι ύστερα, χτύπα τους φιλικά τον ώμο.
Ξεσηκώσου. Όχι γιατί θέλεις ν’αλλάξεις το σύστημα,
αλλά για να χαρείς με τον τρόμο που θα το καταλάβει.
Κι ύστερα χτύπα το σύστημα φιλικά στην πλάτη.
Μην ξεσηκωθείς γιατί μισείς τον κόσμο,
αλλά για να του υπενθυμίσεις
πως έχεις κι εσύ δικαιώματα,
πως κι εσύ είσαι ένα κομμάτι του.
Κι ύστερα... φίλα τον κόσμο σταυρωτά στο μάγουλο.

ΟΙ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΝΟΥ

Πόσο θα ήθελα να ήμουν ζωγράφος! Νά’χα τη δύναμη να ζωγραφίσω τον κορμό της ιτιάς, της καστανιάς, του κέδρου. Να μπορούσα να σχεδίαζα στο αχανές το μονοπάτι της πέτρας που κύλησε απ’τον Όλυμπο κι έγινε πεντόγουλο στην αλμύρα της θάλασσας. Νά’χα τη δύναμη να ζωγραφίσω την καλόριζα της ελιάς, το θρόισμα του Μπάτη που χαϊδεύει τα πλατανόφυλλα, την ευωδιά του ψημένου καρυδόφυλλου που στοργικά τυλίγει τη σταχτόπιττα. Να μπορούσα να σχεδίαζα την αγνότητα των περιστεριών, το χαρούμενο τραγούδι των δελφινιών, το κελάηδημα των αηδονιών, και της κιθάρας το γλυκό παράπονο στο δειλινό. Να ζωγράφιζα τον πόνο των δένδρων που ξερριζώθηκαν και μένουν όρθια, άθαφτα, κιτρινισμένα. Nά’χα το χάρισμα του Βελάσκεθ να ζωγράφιζα το νέκταρ των αγριολούλουδων και των απαθιών που ρουφούν οι μέλισσες. Πόσο θα ήθελα να ήμουν Δομένικος να ζωγραφίσω τη γεύση της αλμύρας του ιδρώτα απ’το μόχθο του εργάτη, τη μυρωδιά της γης και του λιοπυριού στο σώμα του αγρότη, τον πόνο και το γέλιο, το μίσος και την αγάπη, τη χαρά, το κλάμα και τη λύπη των ανθρώπων...

ΓΥΡΙΣΜΟΣ

Κι αν δεν γύρισα τον πρώτο Απρίλη όπως είχα ρητά υποσχεθεί κι αν μεσοστρατής με βρήκε το λιόγερμα καρτερώντας την Ανατολή, κι αν ξεχειμώνιασα σε ξένους τόπους πάλι προσμένοντας την Άνοιξη κι αν με βρήκε το φθινόπωρο, του νόστου το στρατί αυλακώνοντας με τη θύμηση, χωρίς να νιώσω καλοκαίρι, κι αν τις παγωμένες νύχτες θωρώ το Σταυρό του Νότου θαρρώντας τον για Πούλια, δεν ξέχασα τον Απρίλη. Η θύμησή του ίδιο εκηβόλο όπλο που το βέλος του πληγώνει το είναι μου. Καρτερώ εναγώνια μήπως φανεί στο υπερπέραν ξέφωτο...

ΟΜΙΛΙΕΣ

Μας μίλησαν για περιστέρια που ποτέ δεν φάνηκαν. Μας μίλησαν για σάλπιγγες που θα ηχούσαν, αλλά έχουν μείνει βουβές. Μας μίλησαν για λιμάνια, όμως η τρικυμία δε μας άφηνε να αγκυροβολήσουμε. Μας μίλησαν και για το φως που θα σκορπούσε τα σκοτάδια. Όμως ακόμα δεν φάνηκε ούτε αχτίδα. Μας μίλησαν επίσης για ψωμί, όμως τα στάχυα μαράθηκαν. Δεν πρόφτασαν να μεστώσουν, δεν είχαμε νερό, βλέπετε. Τέλος μας μίλησαν για ειρήνη... αλλά μας σκότωσαν.

ΕΦΙΑΛΤΗΣ

Κι ήτανε τ’ όνειρο γλυκό που κράτησε σαράντα νύχτες μόνο ’κείνο που βλέπαμε στον Ινδικό. Μα σαν στο πόρτο αράξαμε κι έδεσε το καράβι παλαμάρι, γλίστρησ’ο μώλος κάτω απ’ τα πόδια μας και μες στα κρύα νερά του λιμανιού έγινε τ’όνειρο αιώνιος εφιάλτης.

ΜΕΛΩΔΙΑ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ

Πνεύμα που χτυπάς τις χορδές της άγριας άρπας των καιρών, μάθε, πως η μελωδία τους στροβιλίζει στο σύμπαν, φέρνοντας μνήμες στο νου και στα μάτια δάκρυα.

Και τα τιτιβίσματα χίλιων πουλιών, στους κλώνους των δέντρων, συνοδεύουν την άρπα και μαγική ραψωδία ξεχύνεται στο άπειρο.

Και με τα γλυκοκουβεντιάσματα του αϊδονιού, τα μεσάνυχτα, κινάς για κόσμους παλιούς, γνώριμους που φέρνουν στην καρδιά ρίγη και χαρά κι ηδονή και πίκρα και γέλιο στα χείλη.

Και καρφωμένος εκεί στα παλιά, καρτεράς, άδικα, να πραγματώσεις ένα χαμένο όνειρο.

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Καλωσόρισες. Έλα, σε περίμενα κι απόψε. Έλα και ξεσκέπασε απαλά-απαλά της λήθης το πέπλο να βγούν τ’ αερικά της νιότης να με παρηγορήσουν εδώ στην ερημιά που χίλιοι άνεμοι φυσούν και φρύγουν την καρδιά και που ο ουρανός χαμόγελο ποτέ του δε χαρίζει. Εδώ που τα πουλιά δεν κελαϊδούν και τα λουλούδια ανθοβολούν, μα είναι άοσμα.

Έλα και πάρε με ξανά στης μάνας μου τον κόρφο, να ζεσταθώ απ’ το χιονιά, να φύγει η καταχνιά που με βαραίνει.

Έλα και πάρε με πέρα εκεί.... ξανά της καρυδιάς μου τον κορμό το δροσερό να αγκαλιάσω. Έλα, καλή μου νοσταλγία, στ’ορκίζομαι, απόψε πια, δε θα δακρίσω. Ξιστόρα μου τα περασμένα κι άσε τα αερικά γλυκά να με χαϊδεύουν τι έχω τόση ανάγκη από ένα χάδι εδώ στης ερημιάς μου το σκοτάδι...

ΣΤΟΛΙΔΙ ΖΩΗΣ

Μαργαριτάρια του βυθού, διαμάντια και χρυσάφια που πλουμίζουν τις βιτρίνες, όταν τα βλέπω, η καρδιά μου μου λέει πόσο πλούσιος είμαι γιατί εσύ στολίζεις τη ζωή μου.

Για κάθε κόκκο άμμου του γιαλού έχω κι από ένα φιλί για να σου δώσω και περισσεύουν ακόμη πιο πολλά να σου χαρίσω, ένα για κάθε άστρο τ’ουρανού που στο γαλάζιο ατλάζι λαμπυρίζει.

ΛΟΥΛΟΥΔΙΑΣΜΑ

Κι ήταν η καρδιά μου άδεια και εζούσα στα σκοτάδια κι ήρθες στης ζωής το δείλι κι έκανες τα χιόνια Απρίλη.

Κι ελουλούδισαν τα χείλη κι άνοιξαν οι άσπροι κρίνοι και ο κήπος της καρδιάς μοσχοβόλησε με μιας.

ΗΛΙΕ ΜΟΥ

Μες στης ζωής το μαύρο το σκοτάδι όπου για χρόνια ζούσε η καρδιά μου, μου ’κάστηκε σα μια φωνή να κράζει τ’όνομά μου.

Ήλιος λαμπρός επρόβαλες μπροστά μου κι οι αχτίδες σου ζεστάνανε τα φύλλα της καρδιάς μου.

Πήρα το φως απ’το ιλαρό το πρόσωπό σου κι έλαμψα από χαρά, σαν το αυγουστιάτικο φεγγάρι.... Εγώ που χρόνια ζούσα στο σκοτάδι.

ΛΕΥΚΙΜΜΗ (Αύγουστος του’58)

Εδώ ο ουρανός γαλάζιος κι η θάλασσα γαλήνια, στο πέλαγος χοροπηδούν άμελα τα δελφίνια, σαν τα παιδιά που παίζουν και γελούν χωρίς παιχνίδια.

Εδώ η μάνα ιδρώνει και στενάζει, σκάβει τη γη και βαριαναστενάζει, καιρό δεν έχει για το παιδί της, ένα χάδι στη ζούγκλα τ’άφηκε θαρρείς σαν το μικρό ζαρκάδι.

Εδώ ο ήλιος λάμπει και φωτίζει τούτη τη γη π’αγωνιά για να καρπίσει. Η πλάση χαίρεται και αγαλλιάζει η φύση στα μάτια του πατέρα ζωγραφισμέν’η θλίψη.

Εδώ ψυχές αγνές πετούν χωρίς φτερά, χαρά στο φως του ήλιου ψάχνουν, στου φεγγαριού τ’αχνό το φως με πόνο τις ελπίδες τους ν’αδράξουν.

Τις νύχτες τ’άστρα φέγγουν, μα η λάμψη στη γη δε φτάνει για να σβήσει, από τα μάτια των παιδιών τη θλίψη που η φτώχεια έχει ζωγραφίσει.

Εδώ, ζώα, δέντρα κι άνθρωποι είναι ένα, βυζαίνουν όλοι τους απ’τη γη το ίδιο αίμα χτίζουν με χώμα τα σπίτια και τις μάντρες, τρώνε τη γη και γίνονται τρεις γιάρδες άντρες.

Αφιερωμένο Στο Αλεύκι και τη μάνα μου που έπια το γάλα της κι έφαγα το χώμα του κι έγινα τρεις λιάρδες άνδρας.

ΜΕΙΝΕ ΛΙΓΟ

Μη φεύγεις... Μείνε λίγο ακόμη. Θέλω να σου μιλήσω, τώρα που ο Διόνυσος τράβηξε από πάνω μου το πέπλο του φόβου, τώρα που η γλώσσα έκλεψε τα κλειδιά της λογικής, τώρα μπορώ να σου πω πόσο πολύ σ’αγαπώ.

Μη φεύγεις, τι αύριο θα είναι αργά. Γιατί ο Διόνυσος θα με σκεπάσει και πάλι με το σενδόνι του φόβου και η λογική θα κλειδώσει ξανά τη γλώσσα πίσω από το άσπρο κιγκλίδωμα.

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ

Να ξεδιψάσεις γύρεψες με το κρασί της Λευτεριάς. Αλλ’ όμως, φίλε μου, για πάντα έφυγες πριν καν προφτάσεις να ρουφήξεις μια γουλιά.

ΕΛΕΓΕΙΑ

Έφυγες, για πάντα έφυγες. Ήταν νωρίς να φύγεις. Δεν έπρεπε. Εγώ σε σένα στηριζόμουν. Μα...τώρα –όλα τέλειωσαν. Μόνο η πίκρα μένει. Κι εγώ –που καρτερούσα- «Το νόστιμον ήμαρ» να’ρθώ τα δάχτυλα ν’ακουμπήσω στους χιονισμένους κροτάφους να ΄δώ το δάκρυ της χαράς να κυλά στο ρυτιδωμένο από τα χρόνια μάγουλο, ν’ακούσω τη γλυκειά φωνή που τ’άγρια ’μέρευε- στ’άκουσμα του φευγιού σου πάγωσα. Οι θύμισες θόλωσαν το νου. Η νοσταλγία έφερε το δάκρυ της πίκρας. Όχι! Δεν έπρεπε να φύγεις. Ήταν πολύ νωρίς.

ΑΛΙΣΑΧΝΗ

Χάθηκε ο Αυγερινός κι η μάνα του τον αναζητούσε. Έτρεξε να φέρει το μαντάτο στο Σταυρό του Νότου να προσέχει για να μη χαθεί το παλικάρι. Εκείνος όμως του γύρισε την πλάτη. Το παλικάρι χάθηκε στις απέραντες θάλασσες. Γίνεται κάτασπρο αρνάκι στο αχανές γαλάζιο λιβάδι, όταν φυσά ο άνεμος. Απελπισμένα αναζητά το άστρο του βορρά, θωρώντας με παραπονεμένο απλανές βλέμμα το Σταυρό του Νότου.

ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ

Σου έδωσαν ένα όνομα και το σιχαινόσουν. Σου μίλησαν για τις ρίζες σου και τις αρνήθηκες. Ήταν τόσο το μίσος σου, που, αν είχες κάποιο δηλητήριο, θα τις ξέραινες. Μα τώρα άλλαξαν όλα. Θυμήθηκες πως γεννήθηκες από κάποιο σπόρο, που κάποιος άγριος άνεμος έφερε σε τούτη τη γη. Θυμήθηκες πως είσαι βλαστάρι του σπόρου μας. Ας είναι. Κι άλλα βλαστάρια σαν και σένα ποτίσαμε κάποτε. Και μας φαρμάκωσαν. Ήταν λέει παραφυάδες κάποιας γενιάς, κάποιας ιδέας. Κι όμως προσκύνησαν το χέρι του μεγάλου βοσκού με την ασημένια αγκλίτσα. Θρόνιασαν σε βελουδένιο θρόνο και ξέχασαν γενιά και ιδέα. Ας είναι. Εμείς θα συνεχίζουμε να ποτίζουμε βλαστάρια. Ποιος ξέρει...; Ίσως κάποιο απ’αυτά κατορθώσει να γενεί δέντρο!

ΜΑΣΚΕΣ

Βγήκαμε στο παλκοσένικο πολύ νωρίς και άτριφτοι. Κανείς δε μας μίλησε για τις μάσκες. Ο μεγάλος σκηνοθέτης, πολυάσχολος, αδιάφορος, ούτε καν μας πρόσεξε. Παίξαμε το ρόλο μας όσο πιο φυσικά μπορούσαμε. Μείναμε μπουλούκι αναρίθμητο, αθέατο-πάνω στην περιστρεφόμενη σκηνή, που όλο γυρίζει κι όλο μένει ακίνητη- υποδυόμενοι τον άνθρωπο όσο πιο πιστά μπορούσαμε. Αγνοώντας τα λόγια του υποβολέα και τις συστάσεις του σκηνοθέτη αναγκαστήκαμε να γίνουμε φερέοικοι, σαν τις χελώνες. Μας έλειπαν οι μάσκες, βλέπετε. Όσοι άκουσαν τα λόγια του υποβολέα παράμειναν αιώνια κομπάρσοι, βουβά μαραμένα στολίδια που λερώνουν το παλκοσένικο, ταϊστές των μασκοφόρων πρωταγωνιστών, υπόστρωμμα του μεγάλου σκηνοθέτη.

ΤΑΤΑΪΣΜΟΙ

Με αργό βήμα σέρνεται από μέρα σε μέρα το Αύριο πάνω στην απέραντη σκηνή που μύριοι κομπάρσοι διακωμωδούν, χοροπηδούν, χλευάζουν από καταβολής κόσμου, ώσπου να πέσει η αυλαία και να σωθεί της ζωής τους το λάδι. Και όλα τα χθες μας φαίνονται ίδια παλιάτσοι που ταταϊζουν με την τρομπέτα τους το ρυθμό της ανυπαρξίας μας. Κι ύστερα τίποτε. Αιωνία η μνήμη, που μοιάζει σαν παραμύθι τρελού, γεμάτο αχό και μανία, δηλώνοντας το μηδέν.

ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ

Μου μιλούν για τους παλιούς μου κι αντρειώνομαι. Μου μιλούν για τους πιο παλιούς μου και περηφανεύομαι. Μου μιλούν για τους χθεσινούς μου και κολακεύομαι. Όταν όμως μου μιλούν και για τους τωρινούς μου..... τότε ντρέπομαι.

ΑΚΟΥ ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ

Ελεύθερε ανθρωπάκο, ανερμάτιστε ανθρωπάκο που τρέμεις στο άκουσμα του κυρίου σου, του θείου Σαμ. Αμηνατζή και οσφυοκάμπτη που συνεχώς βρίσκεσαι «στη συνεσταλμένη στάση», δεν ακούς; Σε’σένα μιλάω ανθρωπάκο. Δεν ακούς τις βόμβες του Σαμ που γκρεμίζουν σπίτια, που γκρεμίζουν νοσοκομεία, που σκοτώνουν βρέφη; Δεν ακούς ανθρωπάκο; Δεν ακούς που γκρεμίζουν πόλεις, που γκρεμίζουν μουσεία; Που λεηλατούν χιλιάδων ετών πολιτισμούς; Δεν ακούς που σκορπούν θάνατο; Που σκοτώνουν μανάδες, παιδιά, πατεράδες; Δεν ακούς ανθρωπάκο; -Πήγαν να τους ελευθερώσουν. -Ακούσατε; Μίλησε ο ανθρωπάκος. Έδωσε εξήγηση ο ανθρωπάκος. Αυτό το άκουσε ο ανθρωπάκος Τι του το είπε ο θείος Σαμ.... Ε, ανθρωπάκο. Πήγαν να... τους ελευθερώσουν ... Όμως... τους σκότωσαν.

ΙΘΑΚΗ

Μην ψάχνεις, φίλε μου μακριά να βρεις κάποια Ιθάκη. Η Ιθάκη είναι εκεί σιμά σου. Μα αν πάλι δεν τη δεις και βγεις στο δρόμο να τη συναντήσεις, μην την ψυχή σου αφήσεις να χαρεί με εφήμερες Ιθάκες. Φρόντισε να βεβαιωθείς πως στο λιμάνι που άραξες είναι η Ιθάκη. Μα, αν πάλι την Ιθάκη σου δεν βρεις γοργά του γυρισμού το δρόμο πάρε. Τι αν αργήσεις, η Ιθάκη, η δική σου Ιθάκη θα έχει χαθεί... Δεν θα υπάρχει πια για σε Ιθάκη.

ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΚΑΡΤΕΡΟΥΣΑ

Για χρόνια τώρα σε καρτερούσα. Περίμενέμε, γνωρίζω ήδη το άγγισμά σου. Κράτα με, έχω ανάγκη να αισθανθώ τη ζεστασιά σου. Έχω γνωρίσει το φιλί σου σε κάποια άλλη εποχή. Χάïδεψέ με, τι νιώθω τόσο μόνος. Αγάπα με, διώξε τη μαύρη ματαιότητα του άδειου μου κόσμου που τη σκεπάζει η μάσκα του γέλιου. Χωρίς να σε ήξερα, σε καρτερούσα, κάποτε έκλαιγα γιατί ήθελα να σου δώσω τον πλούτο της αγάπης μόνο σ’ εσένα –και μετά ήρθε το αργό αφύπνισμα, σαν το χάραμα της αναγνώρισης. Για χρόνια τώρα σε καρτερούσα. Περίμενέ με.

ΑΓΝΟΙΑ

Κάτι που δεν ξέραμε, κάτι που δεν μας είπαν, λίγο που πεινούσαμε, λίγο που μας κυνηγούσαν, για μια χαψιά ψωμί, πήραμε τις στράτες για τα ξένα και κάναμε τη ζωή μας σκ...

ΚΑΒΑΦΙΚΟ

Σαν βγεις στους έρημους δρόμους του Σύδνεϋ κι ακούσεις τον Όμηρο να αυστραλίζει μη σου κακοφανεί. Μην το θυμό σου αφήσεις να φανεί. Εσύ που αξιώθηκες μαζί του να βαδίσεις σε τόσες στράτες και πελάγη, μην τον περιφρονήσεις. Αλλά χαιρέτα τον όπως του ταιριάζει. Αποχαιρέτα τον τον Έλληνα που χάνεται.

ΤΟ ΖΑΡΚΑΔΙ

Ζούσα σ`ένα φτωχό χωριό σαν το ζαρκάδι στο βουνό. Στη μάνα έτρεχα το βράδυ για να μου δώσει ένα χάδι. Μα εκείνη κουρασμένη, σκεφτική μ`ερώταγε «Τι θέλεις άτακτο παιδί; Σύρε να παίξεις με το Σπύρο τι αύριο έχω να πάω για τρύγο, σύρε να`αρμέξεις τη `γελάδα γιατ`έχω να τελειώσω την μπουγάδα.» Τα βράδια τρώγαμε ορθιοί το λιγοστό μας το φαγί μα πίναμε καλό κασί κι ήμασταν όλοι μας γεροί. Τότε η μάνα άρχιζε το κλάμμα κι εγώ βουβός ερώταγα γιατί; Τα απογεύματα της Κυριακής η μάνα μ`έκραζε κοντά της κι εγώ έτρεχα να κουρνιαστώ μες στη ζεστή γλυκιά αγκαλιά της. Ω!πόση γαλήνη και πόση σιγουριά ένιωθα μες στη ζεστή της μάνας αγκαλιά. Τώρα είμαι πια τρανό ζαρκάδι και μες στη ζούγκλα άφοβα γυρνώ το βράδυ, μα δεν αισθάνομαι καθόλου σιγουριά γιατί μου λείπει της μάνας η γλυκιά η αγκαλιά.

ΣΟΥ ΠΡΕΠΕΙ (Στο θείο μου, Σίμο Βλάσση)

Σ`αντίκρυσα πρώτη φορά ακουμπισμένο στην αμυγδαλιά Σαν άγγελος μου φάνηκες με τα ξανθά σου τα μαλλιά, τα μάτια σου τα γαλανά. Το πρόσωπό σου σκοτεινό κι ένα χαμόγελο πικρό ήταν στα χείλη σου ζωγραφισμένο. Κι εγώ ήμουν μικρός, πολύ μικρός να νιώσω ή να ρωτήσω γιατί ήσουν λυπημένος. Με σήκωσες στην αγκαλιά κι ένιωσα τόση ζεστασιά, που το φιλί που μού`δωσες στο μάγουλο, το νιώθω ακόμα. Η παιδική μου η ψυχή γέμισε μ`άπειρη ευτυχία γιατί ήσουν ο μοναδικός εσύ που μού`δειξες τόση στοργή κι ας μη σε είχα ξαναδεί. Για πρώτη και για ύστερη φορά σ`αντίκρυσα ακουμπιστό στη μυγδαλιά κι έκτοτε, δεν σε ματαείδα. Σε γύρευα παντού κι όταν για σε ρωτούσα , μου έλεγαν πως χάθηκες και...κακορίζικο σ`ονοματούσαν. Οι άλλοι ένιωθαν για σε ντροπή κι εγώ ήμουνα μικρός πολύ για να σε υπερασπίσω. Όμως, όταν μεγάλωσα κι έμαθα την αλήθεια είδα πως ήσουν Ήρωας, που πάλεψες για δίκαιο και ελεύτερη πατρίδα. Ένιωσα τότε μια χαρά να πλημυρίζει την καρδιά μου γιατί εστάθεις τυχερός που έπεσες νεκρός και των συντρόφων σου δεν γνώρισες τις κακουχίες. Οι άλλοι, δεν σε υμνολογούν ούτε μνημόσυνο σου κάνουν. Όμως, σε εμένα το μικρό η μνήμη σου αιώνια θα μένει. Όχι γιατί είμαι της αδελφής σου γιος αλλά γιατί Σου Πρέπει.

ΟΙ ΝΑΝΟΙ

Νάνοι δυο μέτρα φαντάζουν πρώτοι. Μα είναι γεννημένοι ν`ακολουθούν. Και η τραγική η ειρωνεία: αντίς να οδηγούνται οδηγούν.

O ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ

Χρόνια καρτέραγε ο λαός για να φανεί η ειρήνη μα την τρομάζαν οι τρανοί, την καταδιώκαν οι αγροίκοι. Παντού ακούγονταν φωνές, κλήσεις και ικεσίες κι έτρεχε η ειρήνη φτερωτή, μα την μποδίζαν οι τρανοί την καταδιώκαν οι αγροίκοι. Πέρασαν χρόνια και καιροί, διαβήκαν καλοκαίρια και φάνηκε πως στα βουνά ελιώσανε τα χιόνια. Πέφτουν τα τείχη της ντροπής τη Γη ζεσταίνει ήλιου αχτίδα, η ειρήνη φάνηκε από μακρυά ντυμένη στα λευκά. Όμως, πισώστρεψε, πριν να προφτάσει τα δυο φτερά της να διπλώσει γιατί την ετρομάξαν οι τρανοί, την καταδιώξαν οι αγρoίκοι.

Ο ΞΑΝΘΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ

Ξανθέ αδελφέ τι με θωρείς; Γιατί ειρωνικό στα χείλη σου χαμόγελο χαράζει; Μιλιά δεν έχω εγώ θαρρείς και σαν σκουπίδι με κοιτάζεις; Τι κι αν γεννήθηκες εδώ. Ή σ`έφεραν στα σίδερα δεμένο; Η ίδια μοίρα και τους δυο μας κυβερνά γι΄αυτό με βλέπεις μαραμένο. Είχα κι εγώ πατρίδα και γονείς, μιλούσα και με νιώθαν όλοι, πλανόβιος εζούσα εδώ κι εκεί, αναζητώντας κάποιο αραξοβόλι. Και να ...μια χεινοπωριάτικη νυχτιά το φράχτη σίμωσα ενός ωραίου κάμπου, σαν όνειρο εζούσα μαγικό και έλεγα ποτέ μην ξημερώσει τι με του ήλιου το λαμπρό το φως το όνειρό μου θα τελειώσει. Και κάποια νύχτα σκοτεινή που όλα ήσυχα φαινόντουσαν στον κάμπο, ύπουλα ήρθε ο Αίολος σφοδρός και ξύπνησα στη μέση του πελάγους. Το ρεύμα ακολούθησα τ`ορμητικό, ανήμπορος οπίσω να γυρίσω και μια ανοιξιάτικη αυγή, νάμαι κι εργάζομαι αντικρύ σου. Κι αν τη λαλιά σου δε γροικώ, ξανθέ αδελφέ, μη με θωρείς με βλέμμα εχθρικό. Δες με, κλωνάρι ελιάς κρατώ, δεν είμαι εχθρός σου εγώ. Έλα, κι οι δυο αγκαλιαστά να δείξουμε σ`ολόκληρο τον κόσμο πως είναι μπορετό να ζούμε ειρηνικά εγώ ο Ρωμιός κι εσύ ο Ξανθός σε τούτον `δώ τον τόπο. Και με τη γλώσσα τη βουβή την Αγάπη που γιατρεύει κάθε πόνο ας προχωρήσουμε μπροστά μαζί κι ας ομιλούν τα μάτια μόνο. Κι έτσι αγκαλιασμένοι αδελφικά για της ειρήνης τον αγλαό το δρόμο, παράδειγμα να δώσουμε τρανό λαμπρή μίμηση για όλο τον κόσμο.

Ο ΚΑΛΟΣ ΜΑΘΗΤΗΣ

Ήταν ένας μαθητής φτωχός κι ήταν των δασκάλων του καμάρι, όμως πήρε λάθος τη ζωή κι έμεινε χωρίς χαρτί και δίχως καλαμάρι. Όταν πήγε στο στρατό τον κάνανε λοχία κι ο λοχαγός τον διάταζε να κάνει θεωρία. Το βασιλέα ν’αγαπούν και να τηρούν τους νόμους τους κουκουέδες να χτυπούν, αλλ’όχι τους μασόνους. Τον κίνδυνο από βορρά να έχουνε υπόψιν τα μάτια νά΄χουν ανοιχτά μην κατεβούν οι Ρώσσοι. Να είναι υπερήφανοι που είμαστε στο ΝΑΤΟ για νά ‘χουμε το όπλο μας παντοτεινά γεμάτο. Κι έτσι να είμαστε έτοιμοι για κάθε εισβολή που αν δεν έρθει από βορρά θα’ρθεί απ’Ανατολή. Μα ο λοχίας όλ’αυτά δεν τά’βρισκε ορθά κι έλεγε στους φαντάρους του ποιά ήταν τα σωστά. «Πως για να ζήσει ο άνθρωπος θέλει Δημοκρατία, Αγάπη, Ειρήνη, Ισότητα καθώς κι Ελευθερία, να σταματήσει ο άδικος πατριωτών διωγμός που πρότειναν τα στήθια τους να διώξουν τον εχθρό από τη γη την ιερή και αιμματοβαμμένη για να μπορεί ο Έλληνας λεύτερα ν’ανασαίνει.» Μα σαν πληροφορήθηκε αυτά ο λοχαγός έστειλε το λοχία μας ευθύς στο Μακρονήσι για να σπουδάσει στη σχολή της Εθνικοφροσύνης. Να μάθει διαταγές να εκτελεί xωρίς δική του κρίση. Μα τα μαθήματα εδώ δεν ήταν τόσο εύκολα και δέκα χρόνια σπούδαζε μα πού να βγάλει τη σχολή και πήρε απολυτήριο με διαταγή Προεδρική. Τώρα ο καλός ο μαθητής αναπολεί τα περασμένα και σκέπτεται σε τι έφταιξε που έτσι η ζωή του φέρθηκε μα όσο και να σκέπτεται ποτέ δε θα το βρεί γιατί δεν το φαντάστηκε πως ήταν λάθος τρομερό να γεννηθεί ΣΩΣΤΟΣ.

ΠΟΥ ΕΙNΑΙ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ

Ένα απόγευμα σ’έναν περίπατό μου σε μια όμορφη αυστραλιανή ακτή συνάντησα έναν κύριο που ήθελε να μάθει πού βρίσκονται οι χριστιανοί. Τον κοίταξα με αληθηνή απορία, δεν έμοιαζε πως σ’ετούτη τη χώρα μόλις είχε `ρθεί. Του λέω...εδώ δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα, κύριε, εδώ υπάρχουν μόνο παπαδικοί και κοινοτικοί όχι όμως χριστινοί. Τότε εκείνος μου λέει...Καλά, αυτές τις εκκλησίες δεν τις έχτισαν οι χριστιανοί; Ναι αυτοί τις έχτισαν, κύριε, αλλά τις έχουν τώρα οι παπαδικοί. Εκείνος επέμενε να μάθει αν σ’αυτές τις εκκλησίες πηγαίνουν οι χριστιανοί Του λέω...σας είπα κύριε πηγαίνουν μόνο οι παπαδικοί κι αν εσείς τις ονομάζετε εκκλησίες εκείνοι τις έχουν ονομάσει εταιρίες. Απόρησε κι εκείνος με τη σειρά του και με ρώτησε... Και οι χριστιανοί πού εκκλησιάζονται; Φαίνεται πως του προσώπου μου η έκφραση έδειχνε άγνοια και προσπάθησε να μου εξηγήσει ποιοί είναι οι χριστιανοί. Είναι μου λέει εκείνοι που πίστεψαν στα λόγια κάποιου που τον ονόμαζαν Χριστό. Εκείνος δίδαξε την αλήθεια και ν’αγαπάς ακόμη και τους «εχθρούς υμών» είναι εκείνοι πίστεψαν σ’εκείνον που... θυσιάστηκε για του κόσμου το καλό και μετά τρεις ημέρες αναλήφθηκε στον ουρανό. Του λέω...όλα αυτά μου είναι γνωστά όμως στ’ορκίζομαι, κύριε, δεν ζουν εδώ χριστιανοί μονάχα παπαδικοί και κοινοτικοί. Στα τελευταία μου λόγια έμεινε σκεφτικός και σιωπηλός. Πέρασε τα λεπτά του δάκτυλα στα καστανά μαλλιά του, δείγμα πως κάτι τον βασάνιζε. Ύστερα απ’αυτή του τη σιωπή ήθελε να μάθει πού βρίσκονται οι ιερείς. Έμεινα για λίγο διστακτικός, φοβήθηκα μήπως και με περάσει για «καρφί», του λέω ..., κύριε, αν δεν βρίσκονται σε κάποια χοροσπερίδα ή λαϊκή αγορά, αν δεν βρίσκονται σε κάποιο τσάι ή σε κάποιο άλλο πλούσιο μαγαζί τότε, ίσως, στις εκκλησίες θα τους βρεις. Τον είδα να γέρνει το κεφάλι προς τα πίσω κοιτάζοντας τον ουρανό. Το πρόσωπό του είχε μια όψη παραπονεμένη και ήταν χλωμός. Καθώς έγυρε το κεφάλι, τα μακρυά χυτά μαλλιά του λαμπύρισαν στον ήλιο σαν χρυσός. Κάποιον μου θύμιζε ο άνθρωπος αυτός, μόνο που δεν μπορούσα να τον θυμηθώ. Σήκωσε το χέρι σαν σε ύστερο χαιρετισμό κι απομακρύνθηκε με βήμα αργό. Στάθηκα εκεί και τον κοίταζα προσπάθησα καλή τύχη να του ευχηθώ, όμως το στόμα έμεινε κλειστό. Όταν πια είχε από τα μάτια μου χαθεί τότε θυμήθηκα... Τον είχα δει επάνω στο σταυρό!

ΠNEYMATIKH ΤΡΟΦΗ

Σε παραμυθένια χώρα ζούσα που όταν πεινούσα «πλατς και πλουτς τα κουπιά μες στο κύμα» τραγουδούσα. Οι νέοι τα βράδυα, κάναν καντάδα ξιπόλυτοι και πεινασμένοι με μια παλιά κιθάρα στο στήθος κρεμασμένη τραγουδούσαν κι εκείνοι «ετίναξα τη μυγδαλιά την ανθισμένη». Τα κορίτσια χλωμά με χυτά τα μαλλιά και κρατώντας στο χέρι αξίνα σκάβοντας τη γη και μη ξέροντας γιατί τραγουδούσαν κι εκείνα «η αγάπη είναι σαν τα παραμύθια». Τα παιδιά στο σχολειό με τριμμένη ποδιά και με σάκκα δίχως βιβλία, με αθώα καρδιά τραγουδούσαν κι αυτά «βρε Μανώλη τραμπαρίφα» Στην ταβέρνα οι άνδρες, πίνοντας κρασί, για μεζέ είχαν μόνο ελιά και ψωμί κι όταν’ρχόταν στο κέφι τραγουδούσαν μαζί «κι αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι». Τέτοια άσματα οι πολίτες τραγουδούσαν και την πείνα τους ξεχνούσαν. Στην παραμυθένια χώρα έχουν όλα αλλάξει τώρα. Τραγουδάνε Θεοδωράκη και ξεχνάνε το φαρμάκι που έπιναν τόσον καιρό. Μα τα πάθη και τα μίση δεν έχουνε ακόμα σβήσει και περνάνε τον καιρό για να βρούνε ποιος και πότε την πατρίδα έχει προδώσει. Και είμαι σίγουρος, όπως πάντα, ο φτωχός θα την πληρώσει!

ΜΠΟΝΕΓΚΙΛΑ

Εδώ Μπονογκίλα, στρατόπεδο συγκέντρωσης μεταναστών. Τέρμα απελπισίας αφετηρία ελπίδας. Τα πόδια δεν πατούν σταθερά θαρρείς ακόμα πως βρίσκεσαι στο καράβι που σ’έφερε σε τούτη τη γη. Αρχή εκπαίδευσης, μαθαίνεις να πίνεις τσάι με γάλα, το ξακουστό- κάπ α τι- μοιάζει σα να κατούρησε γάϊδαρος στο μαστέλο της μπουγάδας. Σε χαιρετούν ή σε βρίζουν, δεν ξέρεις, εσύ χαμογελάς, τα πέντε Ααγγλικά που έμαθες δεν αρκούν να καταλάβεις. Μετά το πρωϊνό τσάι, μάθημα Αγγλικής. «Ιτς ε λονγκ γουέι του Τιπερέρι και... Γουώλσινγκ Ματίλντα.» Σίγουρος τρόπος να μάθει κανείς Αγγλικά. Σίγουρος τρόπος να σου εμπνεύσουν το αυστραλιανό εθνικό συναίσθημα. Εδώ Μπονεγκίλα , στάση μιζέριας, αφετηρία ελπίδας. Εδώ σταματά το παρελθόν, ξεχνιούνται όλα. Στόχος, η εκπλήρωση πόθων. Στέκομαι παράμερα σε μια γωνιά... προσπαθώ να ταξινομήσω τις σκέψεις μου, τα όνειρά μου. Από πού ν’αρχίσω; Μια φωνή δίπλα μου, διακόπτει τις σκέψεις μου. Γυρνώ το βλέμμα. Αντικρύζω μια γέρικη σιλουέττα μ’ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη. Νιώθω πως θέλει να μ’αγκαλιάσει, όμως διστάζει. Η φωνή του ακούγεται σαν από μακρυά κι ας είναι δίπλα μου. -Ρωμιός; Μια χαρά φτερουγίζει μέσα μου. -Ναι! Η φωνή συνέχισε, -Όταν φύγεις από δω και πας εκεί, ξέρεις... έξω, στον κόσμο θάψε εδώ την ψυχή σου, θάψε ό,τι πολύτιμο έχεις. Γονιούς, πατρίδα, αδέλφια, φίλους. Έτσι μόνο θα πετύχεις. Είναι μεγάλο το βάρος, θα σε γονατίσει. Έφυγε σέρνοντας τα βήματά του. Έμεινα ακίνητος για ώρες, σαν ξερό δεντρί. Εκεί στην Μπονεγκίλα, πριν λίγες ώρες έπλαθα τα όνειρά μου. Διαλύθηκαν σε λίγα λεπτά. ........................................................... Για χρόνια τώρα σέρνω το μεγάλο βάρος. Αν άκουγα εκείνον τον παράξενο γέρο!... Ίσως να έλεγα κι εγώ... «Στην Μπονεγκίλα τελικά δεν ήταν και τόσο άσχημα!»

AΔΙΑΦΟΡΙΑ

Δίχως να με ρωτήσουν μου έδωσαν ένα όνομα κι ένα σταυρό. Αργότερα, μου πιπίλιζαν το μυαλό, για κάτι που το ονόμαζαν θεό. Κράτησα το όνομα και στα δεκάξι μου πέταξα το σταυρό. «όχι γιατί ήταν βαρύς, αλλά μου ήταν άχρηστος». Όσο για το θεό, δεν έκανα ποτέ καμμιά προσπάθεια να τον βρώ, κι εκείνος με τη σειρά του δεν ήρθε ποτέ να με ανταμώσει. Τελικά έμαθα πως δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά ένας ήρωας παραμυθιών. Ευτυχώς που δεν σπατάλησα τον καιρό μου ψάχνοντας να τον βρω.

ΔΩΣΤΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ

Δώστε τα χέρια να διαβούμε το σκόπελο πoυ στη στράτα των άστρων θα μας φέρει μια μέρα. Διώχτε τα μίση, η καρδιά να μπορέσει να δεχτεί και ν’αντέξει το λαμπρό των άστρων το φως. Να σκορπίσουν τα σκότη που φωλιάζουν στο είναι μας, η ψυχή να μερώσει, να γλυκάνει λίγο η ζωή. Ρίχτε τα όπλα κι αγκαλιαστείτε. Τ’άστρα μας βλέπουν από ψηλά. Θάψτε τα άρματα και φιληθήτε, είναι περίσσεια για όλους η ΓΗ.

ΓΑΛΑΝΟΝΤΥΜΕΝΗ

Κόρη γαλανοντυμένη με υπέρτατο το κάλλος έχουσα μέγα πνεύμα υπερτέρησες των άλλων. Εις τας τέχνας πρωτοπόρα άφθαστη εις την ανδρεία Μάνα της Ελευθερίας, Μήτηρ της Δημοκρατίας. Εις στο στέρνο σου θηλάσαν άνδρες που τη γη δοξάσαν κι άναψαν λαμπρούς πυρσούς τους λαούς να οδηγούν. Μα γοργά το φως που εχύθη κι έλαμψε στην οικουμένη, έφυγε από κοντά σου και στα σκότη μένεις μόνη. Κάθε τόσο αναπολείς τα παλιά σου μεγαλεία και στολίζεσαι σα γραία στα αρχαία σου στολίδια. Κάθε μέρα από κοντά σου σου αρπάζουν τα παιδιά σου, και τα μάρμαρά σου τ’ άσπρα δε φωτίζουν πια τα άστρα. Βγάλε, κόρη μου, λαλιά να γυρίσουνε ξανά τα διωγμένα σου παιδιά! Κι η θλιμένη σου καρδιά με χαρά ξανά να πάλλει κι οι πυρσοί ν’ανάψουν πάλι.

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

Ξένε διαβάτη που περνάς απ’ τούτα εδώ τα μέρη, βάλε το χέρι στην καρδιά, για λίγο στάσου κι αφουγράσου. Θ’ακούσεις θρήνους και λυγμούς, κραυγές και παρακάλια μανάδων, πού’χασαν παιδιά στην άγρια αντάρα. Θ’ακούσεις σίδερα να σπουν που ήταν της πόρτας του σχολειού κι ήταν’κεί μέσα τα παιδιά παλεύοντας για λευτεριά χωρίς ντουφέκια και σπαθιά, μα μόνο ζήταγαν απλά ψωμί, παιδεία , λευτεριά. Και αν μείνεις και για λίγο ακόμα θ’ακούσεις το’ματοβαμμένο χώμα με πόνο να παρακαλεί... Όχι παιδιά μου! μη! Φτάνει, να με ποτίζετε με τ’αδελφού το αίμα! Στάσου, διαβάτη, προσοχή για λίγο και στοχάσου, γιατί σε τούτα τα παιδιά χρωστάς τη λευτεριά σου.

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ

-1- Ποτέ πικρό τραγούδι για την ξενητιά μη γράψεις `τι θα τ’ακούσει η μάνα και θα κλάψει.

-2- Αν ποτέ τύxει κι αγαπήσεις, μη φανείς δειλός, μην τη λογική αφήσεις, την καρδιά να οδηγεί. Πες το «σ’αγαπώ», δεν είναι ντροπή.

ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 1987

Σε λίγες ώρες, χριστιανοί, γεννιέται ο θεός σας. Με πίστη και ευλάβεια κάμετε το σταυρό σας. Κάνετε για λίγο ανακωχή κι ύστερα σφάζετε τον αδελφό σας.

Για χάρη του νεογέννητου, φάτε, πιείτε, γλεντήστε και την κοιλιά σας πρήξτε. Για λίγο όμως σκεφτείτε πως τα παιδιά της Αφρικής και τόσων άλλων τόπων κι εκείνα έχουν την κοιλιά πρησμένη γι΄άλλο λόγο.

Σε λίγες ώρες χριστιανοί γεννιέται ο Χριστός σας, οι Δεσποτάδες θα ζητούν ξανά τον όβολόν σας. Δώστε απ’ αυτά που έχετε, κλέβοντας τον αδελφό σας. Σε λίγες ώρες, χριστιανοί, γεννάται ο θεός σας. Τα όπλα κρύψτε μια στιγμή κι αύριο σκοτώνετε τον αδελφό σας.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ

Ο Πλούτων άφησε και πάλι για λίγο τις ψυχές από τον Άδη ν’ανέβουνε στη γη να σεριανίσουν και απογόνους και γνωστούς να συναντήσουν. Στο πατρικό το σπίτι να γυρίσουν να ιδούνε, να χαρούν και να μεθύσουν με άδουλο κρασί, όπως και πρώτα και με ανάλαφρο πετάρισμα ν’ανοίξουνε την πόρτα της κλίνης, που κοιμούνται τα παιδιά και τα εγγόνια, λίγη απ’την ανάσα τους να κλέψουν και με αόρατα ζαχαρωτά να τα φιλέψουν. Η μάνα γνώριζε την ώρα που ο Πλούτων άφηνε και πάλι ν’ανέβουν οι ψυχές στη γη από τον Άδη. Και τότε πάνω στο τραπέζι, σε δίσκο ασημένιο, βάζει ψωμί και το κρυστάλινο ποτήρι το γεμίζει με άδουλο κρασί και λάδι, να έρθουν των παλιών τους οι ψυχές να’δούν και να χαρούν κι αν τύχει απ’ τ’αγαθά τους να γευστούν. Κι ήταν το έθιμο αυτό πανάρχαιο Ελληνικό που έφτανε ως τις ημέρες του Ομήρου. Όμως οι αντιπρόσωποι του Δία εις τη γη πιστεύουνε σε νέες δοξασίες και των προγόνων τους τις εντολές τις θεωρούνε φρούδες και γελοίες. Όμως, αν έλειπε ο Δίας και οι άλλοι θεοί του Ολύμπου οι μεγάλοι, ο Ναζωραίος και οι άλλοι, μαθητές και φίλοι και δασκάλοι δεν θά’ξεραν το τι να πουν και τι να γράψουν, κι ακόμα σήμερα θά’ξυναν το κεφάλι, αν δεν υπήρχαν οι Ολύμπιοι θεοί Δίας, Απόλλων, Αθηνά και όλοι οι άλλοι.

ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΜΑ

Γειά σου αδελφέ, τί με θωρείς; Κάθησε κι έλα να μου πεις: Πώς απ’αυτό το μονοπάτι; Πώς από τούτη ’δώ τη στράτα που δε φεγγίζουνε τα άστρα; Ποιος άνεμος εφύσηξε κι από τις ρίζες σου σε σήκωσε που όσο τώρα κι αν προσπαθείς, να ξαναριζώσεις δεν μπορείς; Ποιος άνεμος και ποια κατάρα σ’έφερε σε τούτα’δώ τα’χνάρια πού’ναι με χιόνια σκεπασμένα κι είναι αδύνατο να βρεις τη στράτα, πίσω να γυρίσεις, τη μάνα σου να ξανασμίξεις.

Η ΑΡΤΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Ο Έλληνας του Σύδνεϋ μέρα-νύχτα εργάζεται και δεν ξεκουράζεται, Σάββατο και Κυριακή για να θρέψει το παιδί. Το παιδί που τού’μελλε σ’άλλη γη να γεννηθεί άριστα να μορφωθεί και καλά να εκπαιδευτεί. Να το στέλνει στο σχολειό το πρωί, το αγγλικό και το βράδυ με το ζόρι στο σχολειό το ελληνικό. Να του μάθει γράμματα του θεού τα πράματα, και εκείνος να μαλώνει με το σύμβουλο Αντώνη πού’φερε για δάσκαλο το Λευτέρη απ’την Κορώνη. Να το μάθει να χορεύει πεντοζάλι κρητικό τσάμικο λεβέντικο και βαρύ ζεμπέκικο. Να του βάζει φουστανέλλα και τσαρούχι κόκκινο κι έτσι να γινεί αμέσως τέλειο ελληνόπουλο. Μα η εκπαίδευση ακόμη δεν έχει τελειοποιηθεί και ποδόσφαιρο το στέλνει με το γιο τουΠερικλή. Τις ελεύθερες τις ώρες το μπουζούκι το μαθαίνει (στα βόρεια και ανατολικά προάστεια του μαθαίνει το πιάνο) και για ψάρεμα μαζί το τραβάει την Κυριακή. Κι έτσι τέλεια εκπαιδευμένο και περίσια μορφωμένο εις στο στίβο της ζωής βγαίνει για ν’αγωνιστεί

ΞΥΠΝΑ

Ξύπνα χαρά της ζωής γλυκιά μου αγάπη, ξύπνα ν’ακούσεις το πόσο τρελλά σ’αγαπώ. Ξύπνα ν’ανοίξεις στ’αηδόνι το τζάμι, μήνυμα φέρνει για σε χαρωπό Ξύπνα και μεσ’ στο γλυκό λάλημά του θ’ακούσεις να λέει χίλιες φορές σ’αγαπώ σ’αγαπώ,σ’αγαπώ. Ξύπνα και βγες να ποτίσεις τα άνθη, στον κήπο τα κρίνα ανθίσαν ξανά, ξύπνα και γεύσου το γλυκό άρωμά τους για σένα το χύνουν αγάπη γλυκιά. Ξύπνα χαρά της ζωής γλυκιά μου πορεία, ξύπνα ν’ακούσεις το πόσο πολύ σ’αγαπώ. Ξύπνα να νιώσεις τ’αγέρι, της αυγής τ’απαλό, ξύπνα ν’ακούσεις και’κείνο σου λέει το πόσο τρελλά σ’αγαπώ.

ΑΓΓΕΛΟΣ

Εις τους κόλπους της καρδιάς μου έννιωσα ταχύ παλμό σαν σε είδα να διαβαίνεις ως άγγελος απ’ουρανό.

Εις τη σκέψη μου, για σένα έκτοτε η καρδιά μου πάλλει καρτερώντας πως και πότε θε να σε ιδώ και πάλι.

Να σου πω τον έρωτά μου και τον πόθο της καρδιάς μου πώς για σένα υποφέρω πώς για σένανε πονώ.

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ

Σαν το σώμα για να ζήσει θέλει στάρι και νερό, έτσι κι η αγάπη θέλει ένα χάδι τρυφερό.

ΜΗΝΥΜΑ

Σήμερα ήρθε τ’αεράκι ο πολύ καλός μου φίλος και μου έφερ’απόσένα δυο λογάκια τρυφερά. Μέβρηκε να κουβεντιάζω με της θάλασσας το κύμα τη στιγμή που του ζητούσα νά’ρθει εκείνο να σε βρεί και το σ’αγαπώ γλυκιά μου απαλά για να σου πει. Καθώς έφευγε το κύμα μου εζήτησε μια χάρη..., «τρυφερά αγκαλιασμένοι εις της θάλασσας την άκρη κάποια μέρα να βρεθούμε και γλυκά να φιληθούμε, κι έτσι να χαρεί κι αυτό λιγάκι τη δικιά μας την αγάπη». Έδωσα πολλά φιλάκια στ’αεράκι να σου φέρει και του είπα μην ξεχάσει να σου πει πως σ’αγαπώ και θα σε λατρεύω πάντα, σαν το φως μου. Σαν θεό.

ΘΕΛΩ ΚΑΤΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ

Όταν βρίσκομαι σιμά σου να σε βλέπω δεν μ’αρκεί θέλω κάτι παραπάνω, το δικό σου το φιλί, που’ναι δροσερό σαν μπάτης και γλυκό σαν το κεχρί. Όταν βρίσκομαι κοντά σου να σ’αγγίζω δεν μ’αρκεί, θέλω κάτι παραπάνω, να μπορώ στην αγκαλιά σου τη γλυκιά και τη ζεστή το κεφάλι μου να γείρω και να βρω την ηδονή. Όταν σου κρατώ το χέρι στο δικό μου, δεν αρκεί θέλω κάτι παραπάνω, το κορμί σου να χαϊδεύω και σφιχτά αγκαλιασμένους να μας βρίσκει το πρωί

ΕΡΗΜΙΚΑ

-1- Όσα παιδιά γυρίσετε από τη λαύρα της ερήμου και βρείτε τα δαφνόδεντρα να είναι μαραμένα, μην κακοκαρδιστείτε. Μαράθηκαν από ντροπή, γιατί δεν ήθελαν να στεφανώσουν τους νικητές ενός πολέμου που ήταν άδικος απ’την αρχή.

-2- Ότν η ιστορία γράψει τα αίτια του πολέμου στον Περσικό, οι απόγονοί μας θα γελάνε.Αλλά η ιστορία ποτέ δεν γάφει τα πραγματικά αίτια, γιατί δεν θα ήθελε να κάνει τους απόγονούς μας να κλαίνε.

ΣΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ

Με κλώνους μυρτιάς και δάφνης φύλλα στεφανώστε την κόμη των αγνών ηρώων, που κλεισμένοι στο σπίτι του πνεύματος αγωνίστηκαν να γκρεμίσουν τον τύραννο. Με λάδι ελιάς αλείψτε τα οστά των ηρώων που οι ερπύστριες τσάκισαν, να επουλώσει λίγο ο πόνος. Κι εσύ Χάρε, έλα, στα Ηλύσσεια Πεδία να πάρεις τις ψυχές των ηρώων, μα κόμιστρα μην απαιτήσεις, κάποια μέρα, γι’αυτούς θα πληρώσει ο τύραννος. Και πες στον Άδη νέους θρόνους να στήσει κι εκεί οι ήρωες να θρονιάσουν, πλάι στον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα που αγκαλιά με τον Αχιλλέα καμαρώνουν το Μακρυγιάννη να σεριανίζει στις στράτες της δόξας, παρέα με το γιο της καλόγριας.

ΤΟ ΚΥΠΡΙΩΤΟΠΟΥΛΟ

Με καλαθάκι αδειανό κι ως στην καρδιά θλιμμένο ένα Κυπριωτόπουλο βαδίζει το καημένο, σ’έρημους δρόμους σκοτεινούς, με σπίτια ερειπωμένα που τ’άφησαν οι Κύπριοι με μάτια δακρυσμένα. Ψάχνει γαλήνη για να βρει, ειρήνη, ελευθερία, για να τα δώσει στα παιδιά για δώρο την Πρωτοχρονιά

ΝΗΣΤΙΚΟΣ

Εγώ δεν έφαγα τροφή που των ανθρώπων την ψυχή μερώνει, Τούρκους κι Οβραίους με τάιζαν ολημερίς μα νηστικός επλάγιαζα τα βράδια. Το νέκταρ των Θεών δεν έπια ούτε την αμβροσία τους λικάστηκα. Από του νου τη δίψα ξεγελάστηκα και ψάχνοντας για την Ιθάκη, χάθηκα. Χαμένος τριγυρνώ στης γης τους τόπους λίγη τροφή να φάω λαχταρώ, μα το πινάκιο είναι γεμάτο πάντα χόρτο και μόλις τ’αντικρύζω εμετιώ.

Ο ΕΥΛΑΒΗΣ

Ο Έλληνας της Αυστραλίας δουλεύει ως το βράδυ στο σπίτι κουρασμένος το βράδυ γυρνάει, παίρνει το δείπνο του, βλέπει το πορνό του, πέφτει για ύπνο, κάνει το σταυρό του και δοξάζει το θεό του. Ξέχασε τη φτώχια και ζει στα μεγαλεία, την Κυριακή δε λείπει από την εκκλησία, δε λησμονεί ν’ανάψει το κερί τ’αγιού του, στέλνει λεφτά για το καμπαναριό της εκκλησίας του χωριού του. Κάνει το σταυρό του κι αρπάζει την μπουκιά από το στόμα τ’αδελφού του.

ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ

Μια φορά κι έναν καιρό σ’ένα μέρος καρπερό ένας γάιδαρος ευρέθει κι έγινε αφεντικό. Ήταν πολυδιαβασμένος, γκάριζε σε ξένες γλώσσες ήταν γάιδαρος μ’αξία και φορούσε μέχρι ρόμπες. Εδιάταζε τους πάντες κι από όλους απαιτούσε να του φέρνουν τ’άχυρό τους κι έτσι αυτός να το μασούσε. Τ’άλλα ζώα κυβερνούσε όμως δεν τα ευχαριστούσε, σαν πασάς την επερνούσε κι ό,τι έβρισκε μασούσε. Είχε γαϊδουρόπουλα όπου τον υπηρετούσαν, στο ζυγό τα έζεφε, τα’δερνε, τα κλώτσαγε, μα εκείνα δεν μιλούσαν, βασιλιά τον εκαλούσαν. Είχε μπόλικα παχνιά που τα ζώα τού’χαν δώσει με μικρή ανταλλαγή, την ψυχή τους για να σώσει Τις γαϊδούρες έστρωνε με βασιλικό σαμάρι, χώματα δεν πάταγε κι ήταν πάντα καβαλλάρης. Αν ποτέ έγινε αυτό διόλου να μην απορείτε, ίσως βασιλεύει ακόμα κι αν θα ψάξετε θα τονε βρείτε.

ΔΕΙΛΙΝΟ

Στο δειλινό βρεθήκαμε,δυπνήσαμε και ζήσαμε στιγμές ονειρεμένες. Διαβήκαμε το δειλινό πιασμένοι χέρι-χέρι, και μες στο διάστημα της νύχτας χαρές και πίκρες ζήσαμε σφιχτά αγκαλιασμένοι. Κι όταν θα’ρθούνε τα μεσάνυχτα στο νου μου θά’χω τη μορφή σου, και βλέποντάς την, με χαμόγελο γλυκό θα τη χαϊδεύω τρυφερά ώσπου να βγη η ψυχή μου.

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ

Τρέμω στη σκέψη πως θα’ρθούν μεσάνυχτα, φοβάμαι στο σκοτάδι. Το μεσημέρι πέρασε, κι εγώ μες στα λαγκάδια του δειλινού,περπατιστός δραγουμιστής, να δράξω, τις χαρές που τα χαράματα μου ξέφυγαν. Και τώρα, μες στο δείλι στοχάζομαι πώς πέρασε τόσο γοργά η ώρα και φτάνουν τα μεσάνυχτα.

ΤΟ ΑΛΩΝΙ

Σε τούτο τ’αλώνι με τις μηχανές φέρανε παιδιά για να λιπαίνουν με το αίμα τους τα γρανάζια, να μην ανάψουν απ’την τριβή και τη ζέστη του χειμώνα μες στο μισοκαλόκαιρο. Να λιπαίνουν τα γρανάζια να μην κολλήσουν απ’την παγωνιά του καλοκαιριού, μες στο μισοχείμωνο. Πενήντα χρονών ο Παντελής κι ακόμη τον φωνάζουν...(hoi boy) παιδί, στη νέα του πατρίδα, ή μάλον...ήταν παιδί κάποτες, τώρα δεν είναι, παρά ανάμνηση... Η μάνα του κουράστηκε να καρτερεί το γυρισμό του. Έμαθε το μαντάτο καθώς βάδιζε για την αιωνιότητα. Κάποιος είπε πως έτρεξε να τον προϋπαντήσει.

ΤΟ ΑΛΩΝΙ

Κι αν τα φύλλα πέφτουν και μένουν γυμνά τα κορμιά και μένουν γυμνοί οι κλώνοι γυμνά και τα όνειρα, κι αν μες στα σκοτάδια ψάχνουμε με λιχνάρι στα όνειρά μας, να βρούμε την ελπίδα, κι αν η ελπίδα όπως λένε πολλοί πεθαίνει τελευταία, εμείς θα την αναζητούμε ώσπου να έλθουν μεσάνυχτα και θα σβήσει το λιχνάρι.

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ

Στο εργαστήρι της ζωής υφαίνουμε το Σήμερα δίχως ελπίδα να υπάρξει Αύριο. Με φάδι το μηδέν και στημόνι το Άπειρο, υφαίνουμε το μέλλον δίχως ελπίδα μια αχτίδα του ήλιου να παιχνιδίσει σε μια δροσοσταλίδα για να φωτίσει το μονοπάτι με τα σκοτάδια. Χωρίς ένα αστέρι να σελαγίσει στα σκοτινά πελάγη της ρότας μας. Δίχως ένα κερί να φεγγρίσει τα σκοτάδια μας.

ΣΚΙΕΣ

Καθισμένος στο πεζοδρόμιο κτυπά τις χορδές της κιθάρας του κι ο αέρας κτυπά τις χορδές της ζωής του. Δεν έχει φως, δεν έχει τριαντάφυλλα, μόνο λίγα ψίχουλα που του πετούν στο κουτί που είναι’μπρός του. Μένει ακίνητος, ριζωμένος στο τσιμέντο, μόνο τα χέρια χτυπούν τις χορδές της κιθάρας σαν τον αγέρα που κουνάει τα κλωνάρια του δένδρου. Εμπρός του περνούν σκιές. Ακούει μόνο τον ήχο, γοργό, ρυθμικό, άλλος...συρτός γίνεται ένα μ’αυτόν της κιθάρας.

Μια σκιά προσπερνά...πίσω γυρνά στο κουτί λίγα ψίχουλα πετά. Ο ήχος τον ξυπνά. Χτυπά τις χορδές πιο δυνατά. Ακούει να περνούν κι άλλες σκιές, αδιάφορες, βιαστικές. Ακούν τον ήχο της κιθάρας. Ακούν τον ήχο του αέρα. Κι εκείνος καθισμένος στο τσιμέντο, σ’ένα στενό της μεγάλης πόλης χτυπά τις χορδές της κιθάρας του κι ο αέρας χτυπά τις χορδές της ζωής του.

ΝΥΧΤΑ 23 -3- 2003

Κοιμάται η πλάση μα σιμά της θερίζει ο θάνατος τα άμοιρα παιδιά της. Οι νεκροί χιλιάδες και τα παιδιά τους κλαίνε οι μανάδες. Σώπασ’αηδόνι της αυγής της δόλιας μάνας ν’ακουστεί η κραυγή. Κρύφτηκε απόψε το φεγγάρι να μη φωτίσει το δρόμο που πήραν οι κουρσάροι `τι γνώριζε από παλιά πως οι Αμερικάνοι δεν πήγαν εκεί να τους ελευθερώσουν, αλλά να τους σκοτώσουν. --------------------------------------------

Μου λες να τραγουδήσω το φεγγάρι μα δεν μπορώ το έχουνε μολύνει οι Αμερικάνοι. -Γράψε τουλάχιστον ένα σονέτο για την Ανατολή τη μαγεμμένη που φέρνει στην ψυχή δέος και λαγνεία. -Μα πώς μπορώ; Την έχει καταστρέψει η Συμμαχία.

ΑΟΡΑΤΕΣ ΣΚΙΕΣ

Γέμισαν οι δρόμοι φιγούρες, σκελετωμένα όντα, ίδια αχτινογραφίες, που λες και μπήκε πιότερο φως στην ώρα της λήψης τους. Απόστρατοι του βίου ζαρωμένες καρικατούρες άγουστου χιούμορ που κινούνται μόνο με την πνοή του ανέμου, δεμένες με κλωστή ,φοβούμενες μήπως δυναμώσει ο αέρας και τις σβήσει. Γέμισαν οι πλατείες άχρωμες σκιές- πρόσωπα δεν ξεχωρίζεις- λες και τις έδιωξε ο Αιακός από τον προθάλαμο του μεγάρου του για να μην τρομάζει ο Άδης. Ξέχασαν να πεθάνουν, ξέχασαν να ταφούν. Κι αν ο αέρας φυσά οι φιγούρες μένουν δεμένες με την αόρατη κλωστή. Κι αν ο ήλιος λάμπει οι σκιές τους δε φαίνονται στο χώρο. Η εκκωφαντική τους σιωπή δε συγκινεί κανέναν. Κατά καιρούς τους πετούν ένα κουλουράκι για να τις σταματήσουν να στριφογυρνούν σαν το αδράχτι στη ρόκα. Άλλοτε, όταν γίνονται πολύ ενοχλητικές τις καταβρέχουν με μάνικες οι πυροσβέστες και οι άνδρες του νόμου τις ραβδίζουν με ρόπαλα. Όμως οι σκιές μένουν εκεί. Περιφέρονται στους δρόμους, στις πλατείες και αγωνίζονται να αποκτήσουν μορφή, πρόσωπο, οντότητα. Να αποκτήσουν την κλεμμένη αξιοπρέπειά τους για να ταφούν με χαμόγελο Ικανοποίηση

ΑΠΟΡΡΙΨΗ

Περνούσες κι είχες στα μαλλιά πλεγμένες παπαρούνες κι οι μοίρες σκάλιζαν για σέ’ μύριες χαράς βαρκούλες. Κι όπως στους ώμους’πέφταν τα μαλλιά η ανταύγια από τις παπαρούνες βάφανε κόκκινο τον ουρανό στη στράτα, πεταλούδες σου έδειχναν η Άνοιξη πως φτάνει. Κι όπως σε κοίταζα εκστατικός είδα το βλέμμα σου υγρό... Κι αναρωτήθηκα για μια στιγμή... δεν είναι Άνοιξη τώρα; Κι ευθύς σκοτείνιασε ο ουρανός μισόσβησε η μέρα. Κι όταν εγύρισες για να με’δείς στα μάτια σου τα καστανά Μου φάνηκε πως είδα μια χεινοπώρου μπόρα.

ΘΥΜΙΣΕΣ

Μια φούχτα μνήμες μείνανε που τις πηγαίνω εδώ κι εκεί στου λογικού και της ψυχής τα βάθη κι όταν ξεφεύγουν που και που ταράζουν νου και λογικό κι απ’της ψυχής τo θυμικό κυλάει ένα δάκρυ. Μια φούχτα θύμισες που λες, που’ναι γεμάτες παιδικές χαρές και φρούδα όνειρα του χτες που δεν γεννήθηκαν ποτές κι έμειναν στρέφα. Μνήμες που στοίχειωσαν κι αράχνιασαν στου λογισμού τη λήθη που όταν ξυπνούν με τυραννούν και φέρνουν λύπες και χαρές στ’άδεια μου στήθη.

Η ΛΑΤΡΕΥΤΗ ΜΟΥ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ

Απόψε γύρισα και πάλι στη λατρευτή μου γειτονιά. Οι πόρτες ήταν σφαλισμένες και τα παράθυρα κλειστά. Παιδιών φωνές δεν ακουγόνταν χαρούμενες φωνές παιδιών είχανε σβήσει ...χρόνια τώρα κάποιον αόριστο καιρό. Της εγκατάλειψης τα χόρτα έχουν φυτρώσει στις σκεπές στων κάτασπρων...τότε, τα σπίτια και φράζουν πόρτες και αυλές. Κανείς διαβάτης δεν περνάει κι έχει στοιχειώσει η γειτονιά λαλιά πουλιού δεν τραγουδάει όπως παλιά το ‘ωσανά’. Τίποτε δε σαλεύει εκεί λες κι έχουν όλα κοιμηθεί τα ζωντανά της πλάσης και μούγιν’ η ψυχή βαρειά στη λατρευτή μου γειτονιά. Η μαραμένη η γαζία που κάποτε έχυνε ευωδιά μ’αράχνες είναι τυλιγμένη, και μες στον κούφιο πια κορμό της,θαρρείς πως κάποια κουκουβάγια στημένη έχει τη φωλιά. Πέρα στο θόλο τ’ουρανού όπου κρασάτον βάφει ο ήλιος βλέπει κανείς, σα ζωγραφιά τη λατρευτή μου γειτονιά. Αχ! πόσο θα’θελα πολύ να ήταν όνειρο, γιατί... δε θ’άντεχα έτσι να δω τη γειτονιά τη λατρευτή. Εδώ που άλλοτε ανθίζαν τα κρίνα και τα γιασεμιά μετά την εισβολη τ΄Αττίλα έχ’απλωθεί παντού ερημιά. Πότε γλυκειά μου Φαμαγκούστα πότε η μέρα θε ναρθεί όπου το άγος τόσων χρόνων θα φέρει την Ανατολή; Κι απ’τα παράθυρα τα ανοιχτά να βλέπουν γελαστές οι μάνες αμέριμνα να παίζουν τα παιδιά;

Πότε γλυκειά μου Αρσινόη πότε του κόσμου οι τρανοί θε να γιατρέψουν τις πληγές σου ν’ανθίσει πάλι γιασεμί; Να ξανανθίσει η γαζία και τα πουλιά να κελαϊδούν χαρές και γέλια ευτυχίας παντού και πάντα να σκορπούν.

ΔΙΨΑ ΓΙΑ ΦΩΣ

Στο σκοτεινό χειμώνα της ζωής πεινούσα για ζέστη διψούσα για φως. Τόλμησα κάποτε ν’αδράξω του Ήλιου τα στήθια, να βυζάξω λίγη ζεστασιά ν’αρμέξω λίγο φως, μα οι αχτίδες μου’κάψαν τα χέρια. Καρτερούσα στις κρύες νυχτιές να φανεί η Σελήνη να βυζάξω τουλάχιστον λίγο φως αμυδρό, μα σαν άπλωνα τα χέρια να πιάσω τις ρώγες εκείνο χανόταν στο βαθύ ουρανό.

ΓΛΥΚΕΙΑ ΖΩΗ

Είναι η ζωή μεγάλο μυστικό σαν όνειρο σε μενεξένια κλίνη είναι η ζωή τόσο γλυκειά κι ας είναι τόσο λίγη. Όποιος χωρίς σκοπό αυτό το δώρο σπαταλήσει, όποιος ανιαρή ή και σκληρή

τηνε βαφτίσει, τότε βρυσιά μεγάλη έχει ξεστομήσει για όσους πέθαναν ή θα πεθάνουν νέοι. Γνωρίζοντας πως είναι Μία τότε θα πρέπει να της έχουμε μεγάλη αδυναμία, και πεπεισμένοι πως δεν θα ξανάρθει πια αυτό την κάνει ακόμη πιο γλυκειά.

TOΣΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

Tόσοι πόλεμοι... τόσοι αγώνες... γράφτηκαν μ’αίμα τόσα συνθήματα...

χιλιάδες θύματα... Τόση αγωνία, τόση λαχτάρα, η γης απόκαμε δεν έχει άλλα παιδιά να θρέψει να μεγαλώσει κι αύριο σίγουρα κάποιος τρελλός να τα σκοτώσει. Το μάννα στέρεψε δεν πέφτει άλλο εξ ουρανού μόνον αόρατα αεροπλάνα, πετούν, και θάνατο παντού σκορπούν. Τα μάτια στέρεψαν δάκρυ δεν τρέχει κι η μάνα έχει στην αγκαλιά κάποιο παιχνίδι του γιού που στέκει στο χώμα άψυχο χωρίς λαλιά. Η Γάζα’ρήμωσε σπίτια δεν έχει οι βόμβες σπείρανε θανατικό, οι δρόμοι χάθηκαν, ψωμί μήτε ψίχουλο, μηδέ νερό. Κι ξένοι... βλέπουνε μ’αδιαφορία, και μόνη σκέψη τους... Τί θα κερδίσουν απ΄το Χαμό!.

ΟΠΩΣ ΠΑΛΙΑ

Θαρθώ ένα βράδυ του Μαγιού όπως παλιά...θυμάσαι; και του κορμιού σου τ’άρωμα θα κλέψω σαν κοιμάσαι. Στη σκοτεινή σου κάμαρα ψιλαφιστά θε νάρθω κι αμίλητος στην κλίνη σου τα μάτια μου θα κλείσω και τη φωτιά που μ’άναψες, με τ’άρωμά σου θε να σβήσω. Κι η Νύχτα στο παράθυρο θε να σταθεί για λίγο φρουρός μην τύχει κι έξαφνα η Ηώς έρθει και σε ξυπνήσει. Και μες στον κόρφο μου σφιχτά θα κρύψω τ’άρωμά σου και θα κρατώ μες στην ψυχή αιώνια τη θωριά σου.

O AΔΙΚΗΜΕΝΟΣ

Στράτα τη στράτα αίμα κι υδρώτας η γη βογκάει και ο ζευγάς δακρύζει. Άγονη η γη στάρι κλωνί και το παιδί πεινάει. Χέρια σηκώνονται ψηλά, σαν προσευχή, πέφτουν ξερά ξέρουν γιατί. Χαρά δεν ξέρει τι θα’πεί κι ολημερίς σκάβει τη γη που’ναι γυναίκα και μαιτρέσα του μαζί. Σπίτι, δουλειά..., και τις γιορτές στην εκκλησιά να λάβει την πνευματική τροφή να μη θυμώσει ο θεός και ρίξει κεραυνούς στη γη. Σκυφτός γυρνά εδώ κι εκεί σα να ζητά ελεημοσύνη σέρνει φωνή, βγαίνει κραυγή κι ένας λυγμός τον πνίγει. Ρίχνει γροθιά μα τα καρφιά’ναι μυτερά τρυπούν τη φλέβα. Τρέχει το αίμα καταγής γίνεται ένα με το χώμα. Μένει βουβός,κοιτάζει’μπρός μέγας γκρεμός και πίσω του βαθύ το ρέμα. Σε μια στιγμή φουχτάει σπαθί στη μάχη πέφτει και νικάει, όμως αλοί και τρις αλοί χαμένος βγαίνει και πονάει. Τον τυρανούν και τον χαλούν μα’κείνος όρθιος πάντα μένει και καρτερεί νά’ρθει η στιγμή το σπίτι του να διαφεντέψει.

ΔΕΚΑΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

Χρόνια δεκατρία γιέ μου έχουν διαβεί κι όλο καρτερώ πίσω να φανείς. Κίνησες το πρωϊνό στη δουλειά να πάεις μα ποιος τόλεγε οϊμέ πως δεν θα ξανάρθεις; Ποιοι σε πήραν μάτια μου,πού σε πήγαν φως μου και το νου μου έχασα και το λοϊκό μου; Χρόνια τώρα τριγυρνώ γιε μου μες στους δρόμους και ρωτώ μ’απελπισιά άγνωστους ανθρώπους. Στέρεψαν τα μάτια μου δάκρυα άλλα δεν έχουν, πέτρωσαν τα χείλη μου και λαλιά δε βγάζουν. Κάθε τόσο λέουσι οι τρανοί του κόσμου πως για σένα ψάχνουσι να σε βρούνε φως μου. Όμως γιε μου πέρασαν χρόνια δεκατρία κι η καρκιά μαράζωσε απ’την καρτερία. Κι έτσι χτες ξεκίνησα για να πάω στου Μόρφου, τη γραμμή επέρασα με δικούς ανθρώπους. «Κι είδα γιε μου, για άκουσε» από του μακρόθεν το μικρό το σπίτι μας όπως ήταν τότες!!! » Στην αυλή, μου φάνηκε πως εσύ στεκόσουν άξιος κύρης και τρανός φύλαγες το βιος σου. Στην καρδιά μου φώλιασε γιε μου η ελπίδα πως μια μέρα θε να’ρθεις πίσω στην πατρίδα. Κι αγκαλιά με τον Αλή την Κική και τον Κωστή θέμελα θα θέσετε για μια Κύπρο ειρηνική.


Copyright 2017 © www.grmonastiriotis.com developed byT3PCstore