ΤΟ ΦΟΝΙΚΟ
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Πυροβολισμοί αντήχησαν στη μικρή γειτονιά και ξάφνιασαν την ηρεμία του ύπνου τους. Στα σπίτια άναψαν οι λάμπες πετρελαίου ή οι λαδοφωτιές και τα παράθυρα φωτίστηκαν με το αμυδρό φως τους.
Μερικοί πιο τολμηροί άνοιξαν δειλά τις πόρτες των σπιτιών τους και προσπαθούσαν να ερευνήσουν μες στο πηχτό σκοτάδι τι είχε συμβεί. Το φως των αστεριών που έπεφτε στη γη, την αφέγγαρη αυτή νυχτιά, δεν ήταν αρκετό για να διακρίνει κάποιος μια όποια κίνηση.
Ποιον να κυνηγούν πάλι οι χωροφύλακες; ρώτησε ο παππούς που, κάθε φορά που άκουγε ντουφεκιά, νόμιζε πως οι χωροφύλακες κάποιον κυνηγούν, φοβία που του είχε μείνει απ΄τα χρόνια του εμφύλιου.
Ακούγονται δειλά βήματα να προχωρούν στον πέτρινο δρόνο. Άνοιξα προσεχτικά την πόρτα. Ήταν ο Ντίνος.
-Πού πας, του είπα ψιθυριστά.
-Να δω τι έγινε. Έλα πάμε. Θα έγινε φονικό!
Τώρα ακούγονται ομιλίες: « Πονάς; Ποιος ήταν; Πού πονάς;»
-«Να, μωρέ, μια γρατζουνιά είναι. Δεν είναι τίποτε. Πήγαινε να φωνάξεις το γιατρό.»
-«Τέτοια ώρα;»
-«Πήγαινε, που σου λέω!» Ακούστηκε επιτακτικά η φωνή.
Προχωρήσαμε με προφύλαξη, ώσπου ακούσαμε μια φωνή να μας λέει να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Ήταν δυο χωροφύλακες που κατέβαιναν να ερευνήσουν το συμβάν.
-Να, ο θείος σου φαίνεται να έρχεται από εκεί, είπε ο Ντίνος. Αυτός θα μας πει.
-Τι έγινε, θείε; Ποιος πυροβόλησε; Ποιον χτύπησε;
Ο Λιόρης χτύπησε τον Φιλήμονα. Πέντε σφαίρες τού΄ριξε! Δυο από αυτές τον πήραν ξώφαλτσα στον ώμο. Δεν νομίζω να ήθελε να τον σκοτώσει. Μόνο να τον φοβίσει...
Ο Λιόρης ...σκέφτηκα, τον Φιλήμονα. Βέβαια, η Κατερίνα είναι συγγενής του. Θα πήγε να του λάβει το λόγο, γιατί ο Λιόρης ήταν ερωτευμένος με την Κατερίνα. Όλοι γνωρίζαμε το δεσμό τους. Ο Φιλήμονας θα πήγε να του μιλήσει και έτσι αράθυμος που είναι, θα παραφέρθηκε και ο Λιόρης του την άναψε.
-Και πού είναι τώρα ο Λιόρης;
Έγινε άφαντος. Προφανώς για να ξεφύγει το αυτόφωρο.
Ναι! Η Κατερίνα...ανεψιά του Φιλήμονα, κόρη του αδελφού του που είναι κατάκοιτος. Την αδελφή της μάνας της Κατερίνας την έκλεψε ένας άλλος αδελφός του Φιλήμονα και ζουν αστεφάνωτοι. Μια άλλη αδελφή της μάνας της Κατερίνας, λένε, πως την έχει ερωμένη ένας άλλος αδελφός του Φιλήμονα. Μάλιστα, λένε, πως ένα από τα παιδιά της είναι γιος του αμορόζου της.
Κάποιος άλλος αδελφός του Φιλήμονα είναι παντρεμένος με την αδελφή του Λιόρη.
Πόσοι μείνανε; Α, ναι! Ο Τσάντος και ο Τζοάνος, όλοι αδέλφια του Φιλήμονα.
Αυτός ο συρφετός κάνει κουμάντο στο χωριό μας. Αυτοί έχουν τον τελευταίο λόγο, αν κάποιο παιδί θέλει να διοριστεί σε κάποια δημόσια θέση ή να δώσει εξετάσεις για μια στρατιωτική σχολή. Αυτοί δίνουν το πράσινο ή κόκκινο φως.
Βέβαια, είναι και μερικοί άλλοι: ένας-δυο παπάδες, ένας εκτιμητής, ένας έμπορος. Αλλά ας τ΄αφήσουμε αυτά.
Ο θείος μου με παρότρυνε να γυρίσω σπίτι, μη γίνει καμιά άλλη φασαρία. Τον διαβεβαίωσα πως θα είμαι προσεχτικός.
Ήξερα πού θα εύρισκα το Λιόρη. Στο σπίτι του «Μώρου». Εκεί δεν θα τον αναζητήσει κανείς. Οι κάτοικοι του χωριού ούτε από μπροστά από αυτό το σπίτι δεν περνάνε τις περασμένες ώρες της νύχτας. Και αυτόν τον φόβο τον έχουν μεταβιβάσει σε όλους.
Σκέφτηκα πως ίσως ο Λιόρης να χρειάζεται βοήθεια. Ποιος ξέρει... Πέντε πιστολιές ακούστηκαν. Μπορεί να μην τις έριξε όλες ο ίδιος. Ο Λιόρης είναι φίλος μου. Με χρειάζεται. Εκτός αυτού, το σπίτι του «Μώρου» μου είναι και σε μένα οικείο. Εκεί κάναμε, ο Λιόρης κι εγώ, το πρώτο μας τσιγάρο και εκεί συναντιόμασταν με τις αγαπητικές μας.
Ανηφόρισα λίγο, πήρα το μονοπάτι του λόφου της Ανάληψης που δεν έχει κατοικημένα σπίτια και σε λίγο καβάλησα το μικρό φράχτη της πίσω αυλής του σπιτιού του «Μώρου». Άκρα ησυχία. Τα ψηλά χόρτα μ΄εμπόδιζαν στην αρχή, ώσπου να βρω το συνηθισμένο μονοπάτι. Πέρασα δίπλα από το πηγάδι αποφεύγοντας να το κοιτάξω γιατί λένε πως ο «Μώρος» πετάει μέσα τα θύματά του, αφού πρώτα τους πιει το αίμα. Ψηλαφιστά μες στο σκοτάδι πλησίασα τη γνώριμή μου πόρτα και πριν την ανοίξω, μην τυχόν και τρομάξει ο Λιόρης και μου την ανάψει, έβαλα τα χέρια στο στόμα και προσποιήθηκα τη φωνή του γκιώνη, τρεις φορές. Αυτό ήταν το σύνθημά μας. Δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό και ανοίγει η πόρτα.
-Έλα μέσα γρήγορα. Δεν σε ακολούθησε κανένας;
Αν και προσπαθούσε να φανεί η φωνή του φιλική, στ΄αυτιά μου φάνηκε σαν να την άκουγα για πρώτη φορά. Τρεμουλιαστή, τραχιά, τρομαγμένη...
-Ηρέμησε! Δεν με ακολούθησε κανείς. Κανείς δεν τολμά μια τέτοια σκοτεινή, άγρια νυχτιά να έρθει εδώ.Τι το έκανες το όπλο;
-Το έριξα μες στο πηγάδι.
-Μαζί με τους σκελετούς;
-Άιντε, ρε...πιστεύεις και συ αυτές τις αηδίες;
-Είσαι καλά; Δεν είσαι χτυπημένος;
-Όχι, καλά είμαι. Εκείνος; Τον σκότωσα; Δεν ήθελα να τον σκοτώσω!
-Όχι, μια γρατζουνιά, λέει πως του έκανες. Μα πες μου τι έγινε;
-Καθόμουν στα σκαλοπάτια της Παναγιάς. Μόλις είχαν φύγει τ΄άλλα παιδιά της παρέας και είπα να ανάψω τσιγάρο. Ξαφνικά φάνηκε μπροστά μου από το πουθενά. Άρχισε να με βρίζει, εμένα, τη μάννα μου, τις αδελφές μου, το σόι μου όλο. Φαινόταν μεθυσμένος και έξαλλος. Μου πήρε, τότε ο διάολος το θεό μου. Έβγαλα το όπλο και το πρόβαλα για να τον φοβίσω. Τράπηκε σε φυγή και εγώ άρχισα να πυροβολώ για να τον διώξω. Αυτός όπως ήταν μεθυσμένος, δενδρούλιζε και έτσι γέρνοντας πότε από ΄δώ πότε από εκεί, φαίνεται ότι τον πέτυχα.
-Δεν φαίνεται. Τον πέτυχες. Αλλά είναι καλά. Πήγανε να φωνάξουνε το γιατρό να έρθει με το μόνιππό του να του δέσει το τραύμα.
-Πίστεψέ με! Δεν ήθελα να τον σκοτώσω!
-Εγώ το πιστεύω. Οι δικαστές πρέπει να σε πιστέψουν! Τι θα κάνεις τώρα;
-Θα περιμένω να περάσει το αυτόφωρο και μετά θα παρουσιαστώ στην αστυνομία.
-Θέλεις κάτι; Χρειάζεσαι να σου φέρω κάτι;
-Όχι. Το μόνο που θέλω είναι να μην πεις σε κανέναν τίποτε ότι με είδες και να μην ξαναέλθεις εδώ, ώσπου να παρουσιαστώ στην αστυνομία.
Στο σπίτι με περίμενε η μάννα μου στην πόρτα.
-Πού ήσουν; Πήγες να βρεις τον φίλο σου;
-Όχι! Πού θες να ξέρω πού κρύβεται;
-Καλά, πήγαινε να κοιμηθείς μέσα.
-Λέω να ξαπλώσω έξω.
Τα καλοκαίρια κοιμόμουνα έξω, πίσω στο σώχωρο. Ήταν ένα μικρό χωράφι, ενάμισυ στρέμμα περίπου, όλη μας η αυλή, δίπλα από το πατρικό μου σπίτι. Ήταν γεμάτο οπωροφόρα δένδρα: λεμονιές, μανταρινιές, πορτοκαλλιές, δύο βερυκκοκιές, δύο καρυδιές, δύο σκαμνιές και στο μπροστινό μέρος της αυλής μία πολίτικη γαζία και μια φυτιλιά που μοσχομύριζαν τον τόπο, όταν ήταν ανθισμένες.
Είχα εκείνο το καλοκαίρι για κρεββάτι μου στρώσει κάτω από τη μεγάλη καρυδιά και ξάπλωσα έτσι όπως ήμουν ντυμένος και σκεφτόμουν το φίλο μου. Απόψε δεν έκανα χάζι τ΄άστρα μέσα από τις φυλλωσιές της καρυδιάς. Δεν είχα κέφι. Δεν ήξερα πως ο φίλος μου είχε πιστόλι και μάλιστα το έφερνε και μαζί του όπου και αν πήγαινε.
Όλος ο κόσμος ήξερε το δεσμό του με την Κατερίνα. Μικρή η κοινωνία και να φτερνισθεί κανείς, το μάθαινε αμέσως ο διπλανός του και ώσπου να φθάσει η είδηση στην άκρη του χωριού, όλοι σε απέφευγαν γιατί εκείνοι άκουσαν πως έχεις χτικιό.
Ξύπνησα από το ζεστό χάδι του ήλιου. «Άιντε, σήκω», μου είπε. «Ο πατέρας σου σε περιμένει να πάτε στον κυπαρισσώνα και να κόψετε δυο κυπαρίσσια για την αρμακαδίνα της σκεπής του μπαρμπα-Δυσσέα.»
Όλο το χωριό μιλούσε για το φονικό. «Πέντε σκότωσε», έλεγε ο ένας. «Όλο το σόι του Φιλήμονα», έλεγε ο άλλος. «Μέχρι κανόνι βρήκανε στο σπίτι του Λιόρη» είπε κάποιος άλλος.
Η Κατερίνα είχε εξαφανισθεί κι εκείνη.
«Ντροπή της», λέγανε. «Εκείνος σκότωσε όλο της το σόι κι αυτή τόσκασε μαζί του!»
«Ε! Αγάπη είναι αυτή. Δεν είναι παίξε-γέλασε.»
Η δίκη του Λιόρη έγινε σε δυο μήνες. Πέντε χρόνια φυλακή για παράνομη οπλοχρησία, επέβαλε το δικαστήριο.
Από το χωριό έφυγα το 1966. Τελευταία φορά που είδα το Λιόρη ήταν μετά από πολλά χρόνια. Σοβαρός, κλεισμένος στον εαυτό του, σχεδόν αμίλητος. Μου ζήτησε να του δώσω έναν κορμό σκαμιάς που είχε κόψει ο πατέρας μου για να επεκτείνει προς τη μεριά της το σπίτι μας.
-Πότε την έκοψε, με ρώτησε.
-Πριν πέντε-έξι χρόνια, του είπα.
-Θα είναι ό,τι πρέπει. Είχε χάση το φεγγάρι ή γέμιση;
-Δεν ξέρω, Λιόρη. Δεν ήμουν εδώ, όταν την έκοψε. Έλα να την πάρεις και όταν την πριονίσεις και δεν αξίζει, κάψε την στο τζάκι.
Για την Κατερίνα δεν κάναμε καμιά κουβέντα. Την παντρεύτηκε; Μάλλον όχι. Και αν την παντρεύτηκε, μάλλον, θα χώρισαν, γιατί άκουσα τυχαία πως λείπει στη Σουηδία με τον άνδρα της.
Όσον καιρό ήμουν στο χωριό ο Λιόρης δεν είχε έρθει να πάρει τον κορμό της σκαμιάς. Ούτε ποτέ πήγε να τον πάρει.
Όταν επέτρεψα στο χωριό ξανά μετά από χρόνια, ο κορμός της σκαμιάς είχε σαπίσει. Μάζεψα τα κομμάτια της και καθάρισα το έδαφος. Και το σπίτι του «Μώρου» έγινε ερείπιο. Ένα είδος γερανού κρατάει τον μπροστινό τοίχο που απέμεινε, μην πέσει και σκοτώσει κανέναν περαστικό.
Ο Λιόρης δεν υπήρχε πια. Είχα, όμως, την τύχη να γνωρίσω το γιο του. Ίδιος και απαράλλαχτος ο πατέρας του. Το μόνον που τον ρώτησα ήταν πότε πέθανε ο Λιόρης.
-Πριν λίγα χρόνια, μου απάντησε.
Έφερα για λίγο στη μνήμη μου τη θωριά του Λιόρη. Ίδιος θεοδιωματάρης.Ψηλός, αρρενωπός, με τετράγωνες πλάτες. Μια εφηβική ορμή και μια απερισκεψία του χάλασαν τη ζωή...