ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΔΑ
Ο Πέτρος όπως συνήθιζε σχεδόν κάθε απόγευμα, ετοιμαζόταν να βγει για τον καθιερωμένο του απογευματινό περίπατο. Του είχε γίνει πια έξις. Αν δεν συνέβαινε κάτι το απρόοπτο, έπαιρνε ένα ντους, φορούσε ανάλαφρα ρούχα, ακόμη και το χειμώνα, έμπαινε στο αυτοκίνητό του και πήγαινε πάντα στο ίδιο μέρος.
Του άρεσε ιδιαίτερα να βλέπει τη θάλασσα στο σούρουπο και το μαβή ουρανό. Καθώς έπεφτε ο ήλιος, ο ουρανός έπαιρνε ένα χρώμα κρασάτο που έμοιαζε με τον ουρανό του χωριού του. Συγκεκριμένα είχε διαπιστώσει πως το κλίμα του Σύδνεϋ έμοιαζε κατά πολύ με εκείνο του χωριού του. Το χρώμα της θάλασσας και του ουρανού, η δροσιά που έπεφτε τα πρωινά, οι απότομες αλλαγές του καιρού. Νησί, βλέπετε το ένα, νησί και το άλλο.
Ξαφνικά μία μέρα, ενώ ετοιμαζόταν να κλείσει την εξώπορτα, χτύπησε το τηλέφωνο.
Ποιος να είναι, άραγε, συλλογίστηκε. Έκανε να το αγνοήσει, αλλά πάλι μετάνοιωσε.
-Εμπρός... Ποιος ομιλεί, παρακαλώ;
-Δάσκαλε, ακούστηκε από την άλλη μεριά της γραμμής...
-Συγγνώμη, κάνετε λάθος. Δεν είμαι ο δάσκαλος.
-Μαστρο-Πέτρο, εγώ είμαι, ο Γιάννης.
Ο Πέτρος κοντοστάθηκε. Δάσκαλος, μαστρο-Πέτρος, Γιάννης...Ποιος να είναι άραγε; Μάστορα έχουν να με φωνάξουν από τον καιρό που ήμουν στο χωριό, πριν έλθω στην Αυστραλία. Και δάσκαλο από τον καιρό των μαθητικών μου χρόνων...και Γιάννης...
-Ποιος Γιάννης είσαι;
-Ο Γιάννης που του έφτιασες τη σβούρα, πριν φύγεις για την Αυστραλία. Ακόμα την έχω! Την έχω περάσει με λούστρο και την έχω επάνω στον κομμό. Δε με θυμάσαι τώρα!
-Ναι, ναι, σε θυμήθηκα. Θα είσαι μεγάλος, 25-26 περίπου χρόνων, τώρα!
-Τριανταεπτά, απάντησε ο Γιάννης.
-Πώς περνούν τα χρόνια! Μα, πού βρίσκεσαι; Ήρθες μετανάστης στην Αυστραλία; Είσαι στο Σύδνεϋ;
-Όχι δουλεύω σε καράβι, μηχανικός, και είμαστε στο Newcastle, στο λιμάνι, στην αποβάθρα νούμερο πέντε.
-Πόσο καιρό θα μείνετε εκεί;
-Μπορεί και ένα μήνα. Θέλω να σε ιδώ, μαστρο-Πέτρο.
-Θα ιδωθούμε, πάψε, όμως, να με λες μαστρο-Πέτρο. Σκέτο Πέτρο, φωναζέ με. Είσαι μεγάλος πια. Θα κανονίσω να έλθω να σε βρω. Από εδώ είναι δυο ώρες δρόμος, περίπου, με το αυτοκίνητο. Έλα, γεια σου και τα λέμε, όταν ιδωθούμε.
-Γεια σου, μαστρο-Πέτρο. Χάρηκα που σε άκουσα.
Ο Πέτρος κατέβασε το ακουστικό με αργές κινήσεις.
Τριανταεπτά χρονώ ο Γιάννης! Έχω να δω το συγχωριανό μου τριάντα ολόκληρα χρόνια. Έχω να πάω σε λιμάνι εικοσιοκτώ ολόκληρα χρόνια, από τότε που πέταξα την ανθοδέσμη σ’ ένα σκουπιδοντενεκέ του λιμανιού, στο Circular Que. Από τότε που έμαθα πως η Κατερίνα, η αρραβωνιαστικιά μου, κατέβηκε στη Μελβούρνη με κάποιον άλλον.
Καρτερούσα με λαχτάρα να δω την Κατερίνα να κατεβαίνει από το πλοίο, να τρέξω και να την αγκαλιάσω, αλλά τίποτε... Ο τελευταίος επιβάτης ήταν ένας Άραβας με τσεμπέρι στο κεφάλι.
Δεν ήρθε η Κατερίνα. Με γέλασε... Όλον αυτόν τον καιρό που την περίμενα, έκανα όνειρα. Σχεδίαζα τα πάντα. Νοίκιασα σπίτι για να χτίσουμε το νοικοκυριό μας. Δεν ήθελα να την πάω στη μοναδική κάμαρα που νοίκιαζα. Ήθελα να είμαστε μόνον οι δυο μας, να νοιώθουμε άνετα. Να βγαίνουμε στην αυλή μετά τη δουλειά, να πίνουμε τον καφέ μας και να της έλεγα πώς πέρασα στη δουλειά, να σχεδιάζαμε πού θα αγοράζαμε σπίτι, πόσον καιρό θα δουλεύαμε στην Αυστραλία για να γυρίσουμε πίσω στην πατρίδα, στους δικούς μας.
Η Κατερίνα, όμως, με γέλασε. Δεν ήλθε. Και το γράμμα; Το τηλεγράφημα; Και αυτό ψέμμα; Κι η μάννα μου; Ψέμματα μου έγραφε πως η Κατερίνα έρχεται;
Όσην ώρα ήταν στο λιμάνι και παρακολουθούσαν τους επιβάτες να κατεβαίνουν, ο φίλος του, ο Κώστας έμενε δίπλα του παρατηρώντας το ανήσυχο βλέμμα του Πέτρου, μήπως και δει κάποια σπίθα χαράς ν’αστράφτει στα μάτια του. Τίποτε, όμως. Όσο οι επιβάτες κατέβαιναν και στη σκάλα του υπερωκεάνειου όλο και λιγόστευαν, τόσο έβλεπε το πρόσωπο του Πέτρου να σκοτεινιάζει και τα σαγόνια του να συσσπάζονται.
Αφού κατέβηκε ο Άραβας με το τσεμπέρι του, ο Κώστας έλυσε τη σιωπή του:
-Πάμε να ρωτήσουμε τον καπετάνιο. Κάτι θα ξέρει. Μπορεί να της έτυχε κάτι στο ταξίδι.
-Τι να ξέρει ο καπετάνιος; Άμα δεν μπήκε στο καράβι, τι να ξέρει κι αυτός;
-Δεν ξέρω. Ίσως να είναι επάνω κάποιος υπεύθυνος Αυστραλός, με τον κατάλογο των μεταναστών. Ένας συνοδός. Κάποιος θα ξέρει κάτι...
Ο Πέτρος ήταν συντετριμμένος. Έσερνε τα πόδια του προς τη σκάλα πίσω από τον Κώστα. Ένας κάδος απορριμμάτων δέχθηκε την ανθοδέσμη που κρατούσε ο Πέτρος.
-Γεια σας, πατριώτες! Μπορώ να βοηθήσω; Ρώτησε ο ναύτης που στεκόταν στην κορυφή της σκάλας.
-Να δούμε τον καπετάνιο, θέλουμε, απάντησε ο Κώστας.
-Είσαστε σκαστοί εδώ; Θέλετε να ξαναμπαρκάρετε; Από ποιο καράβι το σκάσατε;
-Δεν είμαστε σκαστοί. Νόμιμα ήρθαμε. Αλλά... να σήμερα περιμέναμε να έλθει μια κοπέλλα, αλλά δεν φάνηκε.
-Γνωστή σας;
-Μάλιστα! Είναι συγχωριανή μας.
-Πώς την λένε; Ίσως να γνωρίζω κάτι. Τυγχάνει να είμαι γραμματέας του Γραμματικού.
-Μας δουλεύεις, τώρα; Εμείς ανησυχούμε κι εσύ κάνεις γραμματική;
-Δεν σας δουλεύω, ρε παιδιά! Έτσι λέγεται ο αξιωματικός κάτω από τον κυβερνήτη: Γραμματικός. Κι εγώ είμαι ο γραμματέας του. Λοιπόν, πώς την λένε τη γνωστή σας; Γιατί είχαμε και χαρές εν πλω!
-Χαρές; Τι χαρές;
-Να, παντρεύτηκαν δυο ζευγάρια! Να εκεί κάτω, κοντά στο φανοστάτη, είναι το ένα από τα ζευγάρια. Η Αγγελική με το Στράτο. Η Κατερίνα με τον Τάσο κατέβηκαν στη Μελβούρνη.
-Η Κατερίνα; Η δικιά μου Κατερίνα παντρεύτηκε στο καράβι και κατέβηκαν στη Μελβούρνη...
-Ναι! Τι σας λέω τόση ώρα. Την Κατερίνα περίμενες;
-Και ...πώς; Ποιος τους πάντρεψε; Έχει παπά το καράβι; Εγώ όταν ήρθα, δεν θυμάμαι να είχε παπά!
-Ο καπετάνιος τους πάντρεψε! Έχει το δικαίωμα!
-Εγώ μόνον στα έργα νόμιζα πως γίνονται αυτά, μόνο στον κινηματογράφο...
-Όχι! Γίνονται και στην πραγματικότητα.
Ο Πέτρος χλώμιασε. Η Κατερίνα μου, η δικιά μου Κατερίνα παντρεύτηκε άλλον; Τόσο γρήγορα. Μέσα σ’ ένα μήνα ταξίδι βρήκε και παντρεύτηκε άλλον; Μουρμούρισε με σκυμμένο κεφάλι.
-Σε καταλαβαίνω, είπε ο ναύτης, αλλά μην το βάζεις κάτω. Πρόσεχε τον εαυτό σου και τίποτε άλλο. Ξέρεις πόσα έχουν δει τα μάτια μου εδώ μέσα;
Δεν τον άκουσαν. Είχαν κιόλας φύγει.
-Στο καλό, τους φώναξε. Καλή επάνοδο στην πατρίδα!
Ο Κώστας στο δρόμο για να πάρουν το αυτοκίνητό τους που το είχαν παρκάρει στην Pitt Street, προσπαθούσε να παρηγορήσει τον Πέτρο:
-Δεν θυμάσαι τι γινόταν στο καράβι, όταν ερχόμαστε εμείς; Μόλις έλυσε το καράβι τους κάβους, άρχισαν τα φλερταρίσματα. Η δικιά σου, η Βάσω, πριν καλά-καλά βγούμε από τα ελληνικά χωρικά ύδατα, σε είχε κουτουπώσει. Θυμάσαι; Οι βάρκες του τρίτου καταστρώματος είχαν αναστενάξει κι όποιο κάλυμμα βάρκας κι αν έκανες πως σήκωνες, θα εύρισκες και ένα ζυγάρι από κάτω.
Αλήθεια, πώς είναι ο βαφτιστικός σου; Έχω να τον ιδώ έξι μήνες τώρα. Στην αρχή, όταν ήταν μωρό, είχα μόνον υποψίες. Την τελευταία φορά, όμως, που τον είδα με τα καστανόξανθα σγουρά μαλλιά του, όλο μπούκλες, πείστηκα πως είναι δικός σου. Είναι ολόιδιος εσύ! Τα μάτια, τα μαλλιά, το τετράγωνο γερμανικό σαγόνι, δείγμα πείσματος και ξεροκεφαλιάς. Εύχομαι να μην σου μοιάσει στα χούγια. Ευτυχώς που δεν έχει και το σημάδι της γέννας που έχεις, αλλιώς θα φώναζε από πεντακόσια μέτρα μακριά πως είναι γιος σου.
-Δεν παύεις, λίγο; Εγώ βρίσκομαι σε αναμμένο καμίνι τώρα και εσύ μου λες παραμύθια. Καλά, ας πούμε πως παντρεύτηκε. Αυτή ήταν να κατεβεί στο Σύδνεϋ, πώς κατέβηκε στη Μελβούρνη;
-Ίσως να το διευθέτησε ο συνοδός. Αφού σου λέει παντρεύτηκε, δεν χρειάζεται να πάει σε χώρο υποδοχής μεταναστών. Έτσι την άφησε να κατεβεί στη Μελβούρνη. Το ίδιο θα έγινε και με την άλλη. Πώς την είπε... Αγγελική, νομίζω.
-Μπράβο σου, κύριε συνοδέ! Μπράβο σου, κύριε καπετάνιε!. Πώς παντρεύεις την αρραβωνιαστικιά ενός άλλου με άλλον; Πώς; Μπορείς να μου πεις;
-Έλα, ηρέμησε τώρα... Οδηγώ και μου αποσπάς την προσοχή. Καλά, που είμαι κι εγώ ταραγμένος. Ηρέμησε...
-Πώς να ηρεμήσω; Πάμε να μεθύσουμε. Να πιούμε στις χαρές της Κατερίνας!...
Το ένα ποτήρι διαδεχόταν το άλλο. Ο Πέτρος έπινε, λες και ήθελε να πνίξει τη θύμηση της Κατερίνας στο ποτό. Ο μπάρμαν πλησίασε τον Κώστα που ήταν πολύ πιο συγκρατημένος από τον Πέτρο στο πιοτό και του λέει πως είναι ώρα να πάρει το φίλο του, γιατί η μπυραρία κλείνει.
-Είναι έξι η ώρα, πρέπει να κλείσω.
-Ούτε να μεθύσει κανείς σ’ αυτήν τη χώρα δεν μπορεί, φώναξε ο Πέτρος. Ανοίγουν τα χαράματα και κλείνουν το σούρουπο. Τι κατάσταση είναι αυτή. Λες και βρισκόμαστε στο στρατό. Οχτώ η ώρα σιωπητήριο...!
-Ναι, δίκιο έχεις. Έλα, πάμε τώρα. Αρκετά ήπιες.
-Να πάρουμε και μια κάσα μπύρες υπό μάλης, όπως κάνουν οι Αυστραλοί. Τους βλέπεις, μόλις σχολάσουν, βουτούν στην μπυραρία σαν γλάροι στη θάλασσα, τραβούν στα γρήγορα δυο-τρεις σκούνες, παίρνουν και μια κάσα μπύρες στη μασχάλη και συνεχίζουν στο σπίτι.
Ο Πέτρος άνοιξε τα μάτια. Ο ήλιος έμπαινε από το παράθυρο και έκανε να τσούζουν τα μάτια του περισσότερο και τον πονοκέφαλο μεγαλύτερο. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά δενδρούλιζε, λες και είχε σηκωθεί δυνατός αέρας και τον πήγαινε δώθε-πέρα, σαν τα λιανόκλαρα των δένδρων. Κάθισε στο κρεβάτι και προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Το κεφάλι του, όμως, βούιζε και με δυσκολία κατάφερε να φθάσει ως την κουζίνα, να φτιάξει έναν καφέ.
-Ξύπνησες; Άκουσε μια φωνή να έρχεται από το καθιστικό.
Ο Κώστας... τι κάνει εδώ ο Κώστας τόσο πρωΐ; Συλλογίστηκε. Α!... θυμήθηκε.
-Θέλεις καφέ; Δεν πήγες σπίτι σου;
-Ναι. Πήγα και εξήγησα την κατάσταση στη γυναίκα μου και γύρισα να σε προσέχω. Σαν μικρό παιδί, κάνεις, αδελφέ μου, που του πήρανε το γλυφιτζούρι!
-Την Κατερίνα μου πήρανε, όχι το γλυφιτζούρι.
-Και τι μ΄αυτό; Δεν είναι, δα, και το τέλος των γυναικών! Εξ άλλου, «ουδέν κακόν, αμιγές καλού». Μπορεί να ήταν η τύχη σου, μπορεί και να μην ήταν.
-Μη μιλάς τώρα, σε παρακαλώ. Δεν θ’ ακούσεις λογική κουβέντα στην κατάσταση που είμαι. Πιες τον καφέ σου και πήγαινε στη δουλειά.
-Είναι Κυριακή σήμερα. Ο κόσμος κάθεται...
Καθώς οι μέρες περνούσαν, ο Πέτρος όλο και συνειδητοποιούσε πως η Κατερίνα χάθηκε για πάντα. Άρχισε να σκέφτεται ό,τι του είχε πει ο Κώστας στο λιμάνι.
«Δεν θα ξαναπατήσω το πόδι μου σε λιμάνι, ορκίστηκε ο Πέτρος.
Τώρα, όμως, κάτι άλλο τον απασχολούσε¨. «Ο βαφτιστικός μου μου μοιάζει;» Άραγε, γι’ αυτό υποσυνείδητα δεν μπορώ να κοιτάξω τον άνδρα της Βάσως στα μάτια;
Άρα γε να ξέρεις; Τι του έχει πει η Βάσω; Τι κάνουμε τώρα; Να γυρίσω στην Ελλάδα;
Όχι. Θα γίνω περίγελος των συγχωριανών μου. Νόμιζα πως με τον ερχομό της Κατερίνας, θα σταματούσαμε να κρυφοβλεπόμαστε με τη Βάσω. Τώρα τι κάνουμε; Έως πότε θα τραβήξει αυτή η Ιστορία; Πρέπει να κάνω κάτι, αλλά τι;
Οι μέρες κυλούσαν και ο Πέτρος έμενε αναποφάσιστος. Άρχισε να συχνοπηγαίνει στο σπίτι της Βάσως και του Ανδρέα. Παρατηρούσε κάπως διακριτικά τον βαφτισιμιό του, καθώς έβλεπε τηλεόραση και όσο τον κοίταζε, τόσο διαπίστωνε την ομοιότητά τους. Πήρε την απόφασή του. Και μια μέρα το είπε στη Βάσω.
-Έλα να φύγουμε μαζί και το παιδί.
-Γιατί; Επειδή σε γέλασε η Κατερίνα;
-Γιατί δεν μου το είχες πει;
-Γιατί δεν είμαι η Κατερίνα. Έπαιξα και έχασα. Εκείνη κέρδισε. Εξ άλλου, όταν κατάλαβα πως ήμουν έγκυος, είχα παντρευτεί τον Ανδρέα. Εσύ έλειπες και δεν ήξερα πού να σε αναζητήσω. Τι να έλεγα στον Ανδρέα «Είμαι έγκυος με έναν άλλον;» Άσε που αισθάνομαι τύψεις και άγχος που βλεπόμαστε. Πρέπει να σταματήσουμε. Ο Ανδρέας είναι καλός άνθρωπος. Λίγο μεγάλος, αλλά καλός.
-Το ξέρει για το παιδί;
-Δεν ξέρω, ίσως όχι. Μπορεί και να το υποπτεύεται. Δεν μου έχει κάνει ποτέ καμία νύξη. Κι εσένα σε καλοδέχεται και σε εκτιμά. Μόνον εσύ τον υποτιμάς και πολύ, μάλιστα.
-Τι θέλεις να κάνω;
-Να εξαφανισθείς. Να μην μπορώ να έλθω σε επαφή μαζί σου. Να πας κάπου μακριά...
Ο Πέτρος δεν άκουσε τη συμβουλή του Κώστα «Μείνε εδώ! Πού θα πάς; Δεν υπάρχει λόγος να εξαφανισθείς. Κάθισε εδώ και αντιμετώπισε την κατάσταση, όπως αρμόζει. Με τη λογική. Σταμάτησε να βλέπεις τη Βάσω. Μη χρησιμοποιείς σαν άλλοθι τον κάζο σου με την Κατερίνα. Στο κάτω-κάτω παντρέψου. Τόσες προξενειές σου στέλνουν. Η γυναίκα μου σου έχει έτοιμη νύφη να παντρευτείς, όποτε θέλεις!»
Στο Darwin ο Πέτρος βρήκε δουλειά σε μια κατασκευαστική εταιρεία κατοικιών. Γρήγορα απέκτησε την εκτίμηση και τη συμπάθεια του εργοδηγού. Τον έκαναν πρωτομάστορα. Αγόρασε σπίτι μέσα σ’ ένα χρόνο. Δεν ήταν, όμως, χαρούμενος. Πάντοτε σκεφτικός και μελαγχολικός. Μόνον όταν έπινε, γινόταν ομιλητικός και γελούσε. Ακόμη κι όταν ιστορούσε τον κάζο του στο λιμάνι με την Κατερίνα. Έμαθε ωστόσο πως είχαν γίνει πολλά τέτοια περιστατικά.
-Γιατί δεν παντρεύεσαι; Του έλεγαν. Ως πότε θα μείνεις μαγκούφης; Ο Πέτρος, όμως, δεν το αποφάσιζε. Στη σκέψη του στριφογύριζαν οι μορφές τριών προσώπων της Κατερίνας, της Βάσως και του βαφτιστικού του. Απέφευγε να τον αποκαλέσει γιο του. Φοβόταν μην το πιστέψει. Φοβόταν τι συνέπειες μπορούσε να είχε, αν το πίστευε. Πάντως σε κάτι έλπιζε. Δεν μπορούσε να το εντοπίσει, αλλά έλπιζε. «Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία» έλεγε. Κάπου το είχε διαβάσει. Δεν θυμόταν πού. Αλλά είναι σωστό!
Μετά από δέκα χρόνια παραμονής στο Darwin, ο Πέτρος αποφάσισε να κατεβεί στο Σύδνεϋ. Πούλησε ό,τι είχε, μπήκε στο τραίνο και ένα βράδυ χτυπούσε την πόρτα του Κώστα, του μοναδικού του φίλου, που μαζί του μόνο είχε επικοινωνία όλα αυτά τα χρόνια.
Ο Κώστας δεν εξεπλάγη, όταν τον είδε μπροστά του. Τον περίμενε. Στο τελευταίο τηλεφώνημα, του είχε πει «Μην έλθεις στο σταθμό να με πάρεις. Θα έλθω σπίτι σου με ταξί».
-Μείνε μαζί μας γι’ απόψε, του είπε ο Κώστας. Αύριο σε πηγαίνω στο σπίτι. Πάρε και το κλειδί. Αύριο, Κυριακή, η Βάσω κάνει το ετήσιο μνημόσυνο του Ανδρέα. Σε χρειάζεται. Έπρεπε να ερχόσουν από τη μέρα που πέθανε.
-Καλά! Στο μνημόσυνο, πάντως, δεν θέλω να πάω...Δεν ξέρω...
Δέκα μήνες στο Σύδνεϋ κι ακόμη να επισημοποιήσει τη σχέση του με τη Βάσω. «Απόψε που θα πάω, θα της πω να έλθει μαζί μου στο Newcastle», είπε σχεδόν μεγαλόφωνα, ενώ κοίταζε τον ουρανό από τα βράχια του La Perouse, να γίνεται όλο και πιο κρασάτος.
Η Βάσω πήγε να πετάξει από τη χαρά της.
-Επιτέλους, θα συναντήσω κι ένα δικό σου άνθρωπο, του είπε.
Το ταξίδι για το Newcastle του φάνηκε παιχνίδι. Δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου να βρούνε την αποβάθρα νούμερο 5.
Σε λίγο σύσταινε τη Βάσω στο Γιάννη.
-Από δω, η Βάσω, η γυναίκα μου!
Ήταν η πρώτη φορά που τη σύσταινε έτσι. Η καρδιά της Βάσως πήγε να σπάσει από χαρά. Το ίδιο αισθάνθηκε και ο Πέτρος, όταν, καθώς στεκόταν λίγο μπροστά της ένοιωσε τα στήθη της Βάσως να αγγίζουν ανεπαίσθητα στην πλάτη του.
-Χαίρω πολύ, Γιάννη!
-Παιδιά, έχετε;
-Ένα αγόρι, πρόφτασε να πει η Βάσω.
Η καρδιά του Πέτρου πλημμύρισε χαρά. Το μελαγχολικό του πρόσωπο έλαμψε κι έγινε ήλιος. Ένας ήλιος που διέλυσε με μιας το κρασάτο χρώμα τ’ ουρανού στο σούρουπο...
ΓΡ. Π. ΛΙΛΛΗ
ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΔΑ
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ 2006
ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΟ-ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗΣ