ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ
Στην πλαγιά του Botany εκεί που οι σταυροί και τ’αγάλματα ατενίζουν τη θάλασσα του Botany Bay, μια τρύπα περιμένει να δεχθεί το κουφάρι του Τάσου. Ο ουρανός κατάμαυρος λες και ο ίδιος πενθεί για το χαμό του.Πάνω από το μνήμα στέκεται ο παπάς που ψέλνει κάπως βιαστικά, πριν ανοίξει ο ουρανός τους κρουνούς του και μας πνίξει. Δίπλα του ένα παιδάκι, ίσως δικό του παιδί, κρατά το θυμιατό. Δυο νεκροθάφτες περιμένουν τον παπά να τελειώσει για να τελειώσουν και αυτοί το μακάβριο έργο τους. Κι εγώ με ένα μπουκέτο κατακόκκινα γαρύφαλα στέκομαι αμήχανος και κοιτώ την τελευταία κατοικία του Τάσου. Την τελευταία κάμαρά του. Χωρίς σπιτονοικοκυρές και παράθυρα με τριμμένες κουρτίνες. Κανείς άλλος. Ούτε στεφάνια, ούτε άλλες ανθοδέσμες. Ο Μανώλης ήταν μπίζυ. Δεν μπορούσε να έρθει. Είχε μια μεγάλη παραγγελία για το προσωπικό κάποιου εργοστασίου που είχαν μια εκδήλωση.
Και να, το φέρετρο κατεβαίνει. Ακουμπάει στον πάτο. Οι εργάτες τραβούν πάνω τους ιμάντες. Ο παπάς ετοιμάζεται να κάνει τη συνηθισμένη κίνηση.
Εκείνη τη στιγμή μια μεγάλη σταγόνα βροχής πέφτει από τον ουρανό πάνω στο ξύλινο κουτί που στα μάτια μου φάνηκε σα λίμνη που όλο μεγάλωνε και έγινε θάλασσα, έγινε ωκεανός και το φέρετρο καράβι που έφερε τον Τάσο και τους φίλους του στην Αυστραλία. Στο νου μου ήρθε η ημέρα που τους γνώρισα και που έμελλε να γεννηθεί ανάμεσα σε μένα και στον Τάσο μια φιλία που είναι αδύνατον να την περιγράψω.
Καφενείο ΄΄Η Κάλυμνος’’ επί της οδού Όξφοδ, στην καρδιά του Σύδνεϋ, στον πρώτο όροφο, γύρω στα 60 τ.μ. Σε μια γωνιά ένα ψυγείο με διάφορα αναψυκτικά. Λίγο πιο πέρα ένας πάγκος με ένα νεροχύτη, μια γκαζιέρα και ένα μπρίκι για καφέ. Ο υπόλοιπος χώρος σε απόσταση ένα μέτρο από τον πάγκο του καφετζή ήταν γεμάτος στρογγυλά τραπέζια σκεπασμένα με πράσινη τσόχα. Οι θαμώνες όλοι τους μετανάστες εργάτες, στην πλειοψηφία τους Έλληνες και μάλιστα Δωδεκανήσιοι. Το καφενείο ήταν ένα είδος καταφύγιου Ελλήνων μεταναστών που σύχναζαν εκεί με την ελπίδα να συναντήσουν κάποιον συγχωριανό τους ή κάποιον γνωστό. Στην ουσία, όμως, ήταν καταφύγιο χαρτοπαιχτών που την ημέρα δούλευαν στο κοντράτο ή στις οικοδομές και το βράδυ χαρτόπαιζαν ως τα ξημερώματα και πολλές φορές πήγαιναν στη δουλειά χωρίς να κοιμηθούν καθόλου. Μερικές φορές έρχονταν οι γυναίκες τους και τους έπαιρναν σπίτι, άλλες πάλι πιο ντροπαλές περίμεναν στην είσοδο και παρακαλούσαν κάποιον γνωστό να πει στον άντρα της ότι περιμένει κάτω για να κατεβεί.
Η Όξφορδ Στρητ τις δεκαετίες του 60-70 έσφιζε από Ελληνισμό ως αργά το βράδυ. Ειδικότερα από το ύψος της Bourke Street έως την αρχή του Hyde Park, που ήταν οι σινεμάδες.
Εκείνο το βράδυ είχα πάει να συναντήσω κάποιον γνωστό μου και, ενώ εκείνος ήταν απασχολημένος με το χόμπυ του, κάθισα κι εγώ δίπλα και παρακολουθούσα το παιχνίδι χωρίς να καταλαβαίνω και πολλά πράγματα από το ‘΄μέσα, άουτ, τσέκετε, κέντα, φλας’’ και δε συμμαζεύεται. Τι να κάνω, όμως, ελεύθερος επαγγελματίας είμαι και περίμενα υπομονετικά, πότε θα τελειώσει ο πελάτης μου για να μου έλεγε τι ήθελε να του φτιάξω.
Κάποια στιγμή, ενώ κοίταζα προς την είσοδο, βλέπω ένα νεαρό άνδρα να μου κάνει νόημα να πάω κοντά του. Ιδέα δεν είχα ποιος ήταν. Τον έβλεπα για πρώτη φορά. Ίσως παραγνώρισε, σκέφτηκα, και έστρεψα το βλέμμα στα χαρτιά του πελάτη μου. Από περιέργεια ξαναέστριψα το βλέμμα προς την είσοδο και ο φίλος ήταν ακόμη εκεί και, όταν τα βλέμματά μας συναντήθηκαν, μου έκανε νόημα πως θέλει να μου μιλήσει. Πηγαίνοντας προς το μέρος του αναρωτιόμουν τι να με ήθελε. Εγώ δεν ήμουν παντρεμένος για να με ζητήσει η γυναίκα μου, αλλά και να ήμουν, δεν παίζω χαρτιά. Σε καφενείο το πολύ να καθίσω 30-35 λεπτά.
Όταν τον πλησίασα μου αυτοσυστήθηκε .
-Με λένε Σταύρο.
-Ε, και μένα με λένε Νίκο. Σε τι μπορώ να σου φανώ χρήσιμος ;
-Πάμε καλύτερα κάτω, με παρακάλεσε. Εδώ δεν μπορώ να μιλήσω ελεύθερα.
Χωρίς να το σκεφτώ, τον ακολούθησα και βγήκαμε στην Όξφορδ στρητ. Αν και ήταν περασμένες οχτώ, ο δρόμος ήταν, όπως πάντα, γεμάτος κόσμο. Άνθρωποι όλων των αποχρώσεων. Άλλοι βιαστικοί, άλλοι χάζευαν τις βιτρίνες των καταστημάτων και άλλοι σε πηγαδάκια συζητούσαν τα δικά τους. Αν μπορούσε κανείς να καταλάβει την κάθε γλώσσα που μιλούσαν, θα άκουγε Ελληνικά, Ιταλικά, Γερμανικά και διάφορες άλλες γλώσσες. Όμως με μια διαφορά. Όλοι τους ψιθύριζαν. Δεν τολμούσαν να υψώσουν τη φωνή τους . Με το παραμικρό θα άκουγες ΄΄Shut up you, bloody wog. Speak English’’Αντίδραση καμία. Ελάχιστοι είχαν την ευχέρεια της γλώσσας να δώσουν μια πληρωμένη απάντηση. Κι έτσι κανείς δεν αντιδρούσε. Θύμωνε, βέβαια, και ξεμάκραινε από το αγγλοσαξωνικό στοιχείο για να μην έχει πολλά πάρε-δώσε με Αυστραλούς. Πώς θα μπορούσε όμως να ξεφύγει; Έτσι δημιουργήθηκε ένα είδος γκέτο. Οι νεομετανάστες Έλληνες κατέλαβαν το Marrickville, Redfern, Surry Hills. Οι Ιταλοί το Leichhardt, οι Γιουγκοσλάβοι τα νοτιοδυτικά απομακρυσμένα προάστεια του Σύδνεϋ ...
Ο Σταύρος διέκοψε τις σκέψεις μου.
-Ξέρεις, Νίκο, εγώ και οι φίλοι μου, ο Τάσος και ο Μανώλης, είμαστε σκαστοί από βαπόρι και θέλουμε να μας κατατοπίσεις.
-Για σταθείτε, ρε παιδιά ...Χαίρω πολύ, Νίκος. Καλώς ήρθατε στην Αυστραλία! Πώς μου τα λέτε έτσι; Τα είχα πράγματι χαμένα. Μπερδεύτηκα. Όλο με μιας, να τρεις παράνομοι μετανάστες και ζητούν από μένα να τους κατατοπίσω.
΄΄Δηλαδή τι θέλετε να κάνω; Σπίτι μου δεν μπορώ να σας πάρω. Μένω με την αδελφή μου και με το γαμπρό μου μαλώνουμε συνεχώς και για ψύλλου πήδημα. Είναι ντόπια αρρώστεια που κολλάει τους μετανάστες, μόλις έρθουν εδώ και δε μονοιάζουν με συγγενείς. Ούτε οι πιο στενοί. Οι γονείς με τα παιδιά, τα αδέλφια, οι σύγαμπροι. Θα τα δείτε και μόνοι σας.’’
-Όχι, όχι, διαμαρτυρήθηκαν και οι τρεις. Απλώς να μας δείξεις μερικά πράγματα. Να, για να βρούμε κάπου να μείνουμε, να βρούμε μια δουλειά ...Τέτοια πράγματα.
-Καλά. Απόψε είναι αργά για τέτοια πράγματα. Βολευτείτε κάπου απόψε και αύριο θα συναντηθούμε εδώ κατά τις εννιά το πρωί και κάτι θα γίνει. Μην απομακρυνθείτε πολύ και χαθείτε. Και να μη φοβάστε! Αν δεν ενοχλήσετε, δεν σας πειράζει κανείς. Εξάλλου, αν γυροφέρνετε εδώ κοντά, έχει πάντα κόσμο. Η Όξφορδ στρητ δεν κοιμάται ποτέ! Καληνύχτα και τα λέμε αύριο που είναι Κυριακή.
Ο πελάτης μου έπαιζε ακόμα χαρτιά. Ανάμεσα στα ΄΄ στρέιτ’’ και τα ΄΄πάσο ’’ κανονίσαμε τη δουλειά που ήθελε και έτσι πήγα σπίτι. Την άλλη μέρα πήγα να συναντήσω τους νέους φίλους μου.
Τους είδα από μακριά, έμοιαζαν σαν τρία βρεγμένα φοβισμένα γλαρόνια που φυλλότρεμαν περισσότερο από το ξενύχτι, παρά από την πρωινή φθινοπωρινή ψύχρα του Σύδνεϋ. Στα πρόσωπά τους ζωγραφισμένη η αγρύπνια λες και χαρτόπαιζαν δυο ολόκληρα μερόνυχτα. Αφού τους καλημέρισα, πήγαμε πάνω στο καφενείο για καφέ. Κυριακή πρωί, ακόμα έπαιζαν αρκετοί από το προηγούμενο βράδυ, αλλά ήταν εκεί και μερικοί νεοφερμένοι.
-Λοιπόν, τους ρωτάω. Πώς περάσατε την πρώτη βραδιά στο lucky country;
-Τι είναι αυτό, ρωτάει ο Σταύρος. Αφού όμως κατάλαβε από τα συμφραζόμενα, συνέχισε.΄΄Ωραία! ’’Όταν κουραστήκαμε, κουρνιάσαμε και οι τρεις ο ένας πάνω στον άλλο, σαν τα γατιά, σε ένα μικρό δωμάτιο μιας νεόκτιστης οικοδομής, λίγο πιο πέρα και μόλις ξημέρωσε, βγήκαμε πάλι στους δρόμους. Περνώντας από ένα φαρδύ δρόμο είδαμε μια αγγελία στα Ελληνικά σ’ ένα παράθυρο πως νοικιάζεται ένα δωμάτιο. Να, έγραψα τον αριθμό και το όνομα της οδού . 415 Bourke St (.Μπουρκ στρητ ), είπε.
-Μπερκ τον διόρθωσα.
-Ε, καλά, ντε, αυτά θα τα μάθουμε με τον καιρό ...
Μετά τον καφέ πήγαμε να δούμε το δωμάτιο. Ήταν ένα ευρύχωρο δωμάτιο με δυο ντιβάνια, μια καρέκλα και ένα τραπεζάκι. Τις διαπραγματεύσεις τις έκανε η σπιτονοικοκυρά. Ο σύζυγος ούτε που φάνηκε.
-Υπάρχει μόνο ένα πρόβλημα εδώ, είπε. Το δωμάτιο είναι μόνο για δύο άτομα. Εσείς οι άλλοι δυο πρέπει να βρείτε κάπου αλλού.
-Ξέρετε, τα παιδιά είναι παρέα και οι τρεις. Εγώ μένω στης αδελφής μου...
-Δεν ξέρω, είπε, μόνο δύο ...Μιάμιση λίρα τη βδομάδα και μία να τρέχει. Το μπάνιο παίρνει πέννες και δίπεννα. Είναι με υγραέριο. Αν θέλετε το κάνουμε δυο λίρες τη βδομάδα και θα σας δώσω και κλινοσκεπάσματα. Τα σεντόνια θα τα αλλάζω εγώ. Το καθάρισμα εσείς. Η κουζίνα είναι στο τέλος του διαδρόμου, κοινή για τα ενοικιαζόμενα. Ο καθένας καθαρίζει και πλένει ό,τι χρησιμοποιήσει. Σύμφωνοι;
-Σύμφωνοι, πρόλαβε να πει ο Σταύρος που τα μάτια του έκλειναν από τη νύστα. Και έβγαλε τρεις και μισή λίρες και της τις έδωσε. Εκείνη μέτρησε τα χρήματα, κάτι πήγε να πει, αλλά μετά κατάλαβε και είπε μόνη της:
- Ε, βέβαια, όταν φύγετε την τελευταία βδομάδα δε θα σας ξαναλλάξω σεντόνια. Α! παρ’ολίγο να το ξεχάσω. Δυο τετράγωνα παρακάτω η κυρα-Βάσω νοικιάζει δωμάτια. Αν θέλετε, πηγαίνετε εκεί και πέστε της πως σας έστειλα εγώ. Γεια σας τώρα.
Όλα σχεδόν τακτοποιημένα. Συμφώνησαν να μείνει ο Σταύρος με τον Τάσο και ο Μανώλης θα πήγαινε στην κυρα-Βάσω.
Έτσι έκαναν πολλοί Έλληνες. Αγόραζαν ένα σπίτι με τέσσερα – πέντε δωμάτια, ως επί το πλείστον διώροφα, νοίκιαζαν τον πάνω όροφο με τα υπνοδωμάτια και κάτω έμεναν οι σπιτονοικοκυραίοι. Πολλές φορές ακόμα και νιόπαντροι νοίκιαζαν τέτοιου είδους δωμάτια, έως ότου μαζέψουν μια προκαταβολή για να αγοράσουν το δικό τους σπίτι .
Όταν γύρισα με τον Τάσο πίσω στο 415 της Bourke St., ο Σταύρος ροχάλιζε αποκαμωμένος. Έτσι ο Τάσος μ’ ευχαρίστησε για όλα όσα έκανα γι’αυτούς και υποσχέθηκε να μην το ξεχάσει ποτέ του.
Και πράγματι. Ποτέ δεν έπαψε να με ευγνωμονεί για τη βοήθειά μου. Γίναμε φίλοι. Ήταν ο μοναδικός φίλος, μπορώ να πω, που έκανα στη ζωή μου. Μάλιστα το απέδειξε χίλιες φορές. Ειδικότερα, όταν σκοτώθηκε η γυναίκα μου και έμεινα χήρος με δυο παιδιά, έξι και δύο χρονώ το καθένα. Άλλαξε δουλειά για χάρη μου και βρήκε μια με απογευματινή βάρδια 3μ.μ.-11μ.μ. για να προσέχει τα παιδιά. Τον μεγάλο τον πήγαινε σχολείο και στο καρότσι μέσα έσπρωχνε τη μικρή. Εγώ δούλευα μια απαίσια βάρδια 6π.μ.-2μ.μ.. Ο Τάσος με περίμενε στην πόρτα, έτοιμος να φύγει.
-Η μικρή έφαγε και τώρα κοιμάται. Έλα, γεια σου, άργησα. Αυτό γινόταν κάθε εργάσιμη μέρα. Δεκαεφτά ολόκληρους μήνες.
Οι νέοι φίλοι μου, έμαθα ότι μετά από λίγες μέρες πως βρήκανε και δουλειά. Ο Σταύρος σε μια αποθήκη ξυλείας, ο Τάσος στα τραίνα και ο Μανώλης σε ένα take- away, πιάτα στην αρχή μέχρι να μάθει σιγά-σιγά τη δουλειά. Ήταν όλοι τους ευχαριστημένοι. Τους έβλεπα τακτικά και μιλούσαμε για την Πατρίδα και για διάφορα άλλα θέματα. Προσπαθούσα να τους λύσω τις τυχόν απορίες τους, όπως για παράδειγμα πώς γίνεται τα παιδιά, άμα τελειώσουν το σχολείο να παίρνουν ταμείο ανεργίας, αν δεν βρουν δουλειά αμέσως, πώς τα λεωφορεία, τα τραίνα, τα φέρρυ-μπωτ να ειναι κρατικά κ.λ.π.
-Εδώ είναι σοσιαλισμός, ρε παιδί μου, έλεγε και ξανάλεγε ο Σταύρος.
-Αμ εκείνο, να πηγαίνεις σινεμά και πριν αρχίσει το έργο να σου δείχνουν τη βασίλισσα της Αγγλίας και να παίζουν τον εθνικό ύμνο κι εσύ πρέπει να στέκεσαι σούζα προσοχή τι σου λέει; έλεγε ο Τάσος. Τους έκανα χάζι, πραγματικά. Εκείνος που δεν έλεγε πολλά ήταν ο Μανώλης. Πάντα λιγόλογος. Δεν συμμετείχε στις συζητήσεις μας. Και ο Τάσος, επίσης, δεν έλεγε πολλά. Όταν, όμως, αποφάσιζε να μιλήσει, τα λόγια του ήταν μεστά, όλο σοφία.
-Να τον ακούς τι σου λέει ο Τάσος, μου έλεγε ο Σταύρος. Είναι σοφός. Στο καράβι τον φωνάζαμε Σωκράτη.
-Άντε, ρε σαχλαμάρα, τον απόπαιρνε ο Τάσος.
28 Οκτωβρίου σήμερα. Είχαμε κανονίσει με τα παιδιά να πάμε στην Ελληνική Κοινότητα που γιόρταζε την Επέτειο του ΟΧΙ. Η αίθουσα ήταν κατάμεστη. Τα παιδάκια ντυμένα τσολιάδες και Αμαλίες έτοιμα να πουν τα ποιήματά τους. Ο Τάσος βούρκωσε. Ο Σταύρος τον πείραξε.
-Έλα, ρε συναισθηματικέ! Σε καμιά δεκαριά χρόνια, τι λέω ‘γώ, σε πέντε χρόνια θα γυρίσεις στην Ελλάδα με τις πουράκλες σου που θα καπνίζεις, θα πάρεις και μια λιμουζίνα και θα παντρευτείς την καλύτερη!
Ο Τάσος δεν έδωσε σημασία και με τράβηξε να πάμε να καθίσουμε να παρακολουθήσουμε τη γιορτή. Ο Σταύρος ακολούθησε. Ενώ καθόμουν, θυμήθηκα τα λόγια του Σταύρου. Πέντε χρόνια ...Αχ, αυτή η πενταετία πόσους και πόσους δεν έχει κάψει! Τελικά, σκέφτηκα, έχει δίκιο ο γαμπρός μου, όταν μου λέει με επιμονή ΄΄παντρέψου, κακομοίρη μου, να δεις στον ήλιο μοίρα. Θα πάρεις μετά ένα σπίτι, θα το ξεχρεώσεις και μετά το πουλάς και με τα λεφτά που θα πάρεις, θα γυρίσεις στην Ελλάδα να ζήσεις σαν άνθρωπος.’’
Σαν άνθρωπος! Δίκιο έχει. Γιατί εδώ δε ζούμε σαν άνθρωποι . Μάλλον εγώ δεν έχω πιάσει καλά το νόημα. Εδώ πρέπει να ζω σαν άνθρωπος, όχι να αιωρούμαι. Η ψυχή μου εκεί και το σώμα μου εδώ. Όσοι ήρθαν με σκοπό να έχουν μια καλύτερη ποιότητα ζωής, τα κατάφεραν. Ενώ εγώ; Ήρθα εδώ δεκαοκτώ χρονώ παιδί, τώρα είμαι εικοσιτέσσερα και ακόμα ξεχρεώνω τα ναύλα στο συμβούλιο Εκκλησιών.
-Ε, δεν ακούς ; Τι έπαθες; Φαίνεσαι να ταξιδεύεις. Ξέρεις τι σκέφτηκα εγώ;
-Τι;
-Θα πάω στο Immigration να κάνω πρόσκληση στο κορίτσι μου στην Πατρίδα !Τι λες;
-Όχι, δεν είναι καλή ιδέα. Θα σε πιάσουν, θα σε τσουβαλιάσουν και θα σε στείλουν είτε πίσω στην Ελλάδα, είτε στο καράβι. Την έχεις, απ’ ό,τι ξέρω, αυτήν την επιλογή.
-Καράβι; Τι είναι αυτά που λες; Εγώ έκανα το παν να μπαρκάρω σε βαπόρι που πιάνει Αυστραλία! Τι νομίζεις; Όλα σχεδιασμένα ήταν. Αυτούς εδώ, εγώ τους παρέσυρα. Γι ’ αυτό δε μιλάει πολύ ο Μανώλης. Αυτός είχε καριέρα. Μέχρι αρχιμηχανικόs είχε τα προσόντα να φτάσει. Το ίδιο και ο Τάσος. Βοηθός Ασυρματιστή και τεχνίτης οργάνων. Άπταιστα Αγγλικά και Ιταλικά μιλάει! Εδώ, όμως, την πάτησε.
Μου ήρθε να τον φτύσω κατάμουτρα.
-Κάνε ό,τι θέλεις του λέω. Εγώ μια φορά σε προειδοποίησα.
Αρχές καλοκαιριού. Οι μέρες έχουν μεγαλώσει αρκετά. Σχεδόν κάθε βράδυ, εγώ, ο Σταύρος και ο Τάσος πηγαίνουμε βόλτες σε διάφορα μέρη. Στο Bondi, Coogee, Maroubra, στη Γέφυρα του Σύδνεϋ και απολαμβάνουμε τις ομορφιές της πόλης. Ο Σταύρος δεν μου ανέφερε ξανά τίποτε για τη φιλενάδα του από την Πατρίδα. Το Μανώλη είχαμε να τον δούμε καμιά βδομάδα. Αργότερα μάθαμε πως αρραβωνιάστηκε. Η αλήθεια ήταν πως άρχισε να απομακρύνεται από μας γιατί συχνάζαμε στον ΄΄Άτλαντα’’ και την ΄΄Κοινότητα.’’ Κυκλοφορούσε η φήμη πως και οι δυο οργανισμοί ήταν άρρηκτα συνδεδεμένοι και πως ήταν όλοι τους κομμουνιστές, όσοι είχαν σχέση μ’αυτούς. Ενώ εκείνος ήταν δεξιός και μιας και στην Ελλάδα αλώνιζαν εκείνο τον καιρό οι Συνταγματάρχες, τον είχε πιάσει σωστός πανικός. Από την άλλη ήταν και το αντικομμουνιστικό μένος του Menzies που ακόμα και σήμερα έχει ισχύ.
Σήμερα μάλωσα πάλι με το γαμπρό μου. Τα ίδια και τα ίδια. ΄΄Παντρέψου, ρε Νίκο. Παντρέψου να νοικοκυρευτείς! Να βάλεις μυαλό και να προκόψεις! Να έχεις ένα δικό σου σπιτικό. Να γυρνάς από τη δουλειά και να βρίσκεις μαγειρεμένο φαί. Μέχρι πότε θα σε περιποιείται η αδελφή σου, δηλαδή;
Τώρα τι τον νοιάζει εκείνον, αν η αδελφή μου με περιποιείται; Οικότροφος είμαι. Δίνω πέντε λίρες την εβδομάδα. Συμβάλλω κι εγώ να ξεχρεώσουν το σπίτι τους. Και πώς το σκέφτεται έτσι; Τι έτοιμο φαγητό θα βρίσκω, αφού για να ξεχρεώσω το σπίτι που υποτίθεται θα έχουμε αγοράσει, η γυναίκα μου θα πρέπει να δουλεύει και αυτή. Άσε που στην αρχή θα πρέπει να κάνουμε οικονομίες και ακόμα θα πρέπει να προσέχουμε να μην κάνουμε παιδί τα πρώτα 3-4 χρόνια, τουλάχιστον. Πάρε παράδειγμα την αδελφή μου. Είναι παντρεμένη επτά ολόκληρα χρόνια και ακόμα να αποφασίσει να κάνει ένα παιδάκι. Και ο γαμπρός μου της λέει όλο΄΄ του χρόνου’’ και του΄΄ παραχρόνου’’ ...Νευριασμένος έφυγα να πάω να βρω τον Τάσο και το Σταύρο να πούμε κάτι μήπως και ξεσκάσω.
Βρήκα τον Τάσο μόνο του, ξαπλωμένο με τα ρούχα στο κρεββάτι κάτι να διαβάζει.
-Γεια σου, Τάσο. Μόνος σου είσαι; Δεν γύρισε ο Σταύρος από τη δουλειά;
-Καλώς τον, μου απάντησε λίγο ξαφνιασμένος, γιατί δεν είχε καταλάβει απορροφημένος, όπως ήταν με το διάβασμα, ότι είχε περάσει πολύ η ώρα από τη στιγμή που συνήθως επέστρεφε σπίτι ο Σταύρος.
-Πώς πέρασε έτσι η ώρα; Ούτε και που το κατάλαβα. Αλήθεια πού να είναι ο Σταύρος; Πρώτη φορά να λείπει χωρίς να ειδοποιήσει. Συνήθως έρχεται πρώτα από το σπίτι, πλένεται και μετά βγαίνει έξω, αν είναι να πάει κάπου μόνος του, αλλοιώς βγαίνουμε μαζί. Περίεργο! Ξάπλωσε κι εσύ στο κρεββάτι του να τον περιμένουμε. Σίγουρα θα είσαι κουρασμένος. Στενοχωρεμένο σε βλέπω...
-Δεν τα ξέρεις τα δικά μου; Πάλι ο γαμπρός μου άρχισε τα ΄΄παντρέψου και παντρέψου.’’
-Ξέρεις, σήμερα έμαθα τι κάνουν όλοι αυτοί που έρχονται στη δουλειά με τους χαρτοφύλακες, είπε για να αλλάξει κουβέντα.
-Ξέρω, του απάντησα βαριεστημένα. Μην ξεχνάς πως εγώ ήρθα πολύ πιο πριν από σένα ! Έχουν μέσα το φαγητό τους.
Ο Τάσος γέλασε, με ένα γέλιο σχεδόν παιδικό, λες και δεν είχε καμμιά έγνοια.
-Πάει η αξία του χαρτοφύλακα, είπε. Κι εγώ που νόμιζα ότι όλοι τους ήταν γραφιάδες, είπε και ξέσπασε σε γέλια. Μου μετέδωσε και μένα την ευθυμία του και κάπως ξέχασα τις σκοτούρες μου. Μάλιστα η συζήτηση κατέληξε στην αφήγηση του πιο πρόσφατου ανέκδοτου που κυκλοφορούσε ανάμεσα στους εργένηδες μετανάστες.
-Η ώρα πέρασε, πάει πια έντεκα, και ο Σταύρος δε φάνηκε ακόμα, παρατήρησε ο Τάσος.
-Αλήθεια, τι να του συμβαίνει; Και πού να πάμε; Ούτε στην Αστυνομία δεν μπορούμε να το αναφέρουμε. Τι να τους πούμε; Χάθηκε ένας παράνομος μετανάστης;
-Ξέρω και ’γώ; Πες κάτι κι εσύ!
-Πάμε στο καφενείο. Τώρα τελευταία τον είδα να λιανοπαίζει. Δυο-τρεις φορές, βέβαια! Λίγη ώρα, αλλά πάντως έπαιζε.
Κανένα ίχνος του Σταύρου. Πήγαμε σε όλα τα πιθανά μέρη. Ρωτήσαμε μερικούς κοινούς γνωστούς. Τίποτε!
-Πάμε σπίτι, είπε ο Τάσος, ίσως έχει γυρίσει. Κι αν δεν έχει γυρίσει μέχρι αύριο, δε θα πάω στη δουλειά και θα πάμε στην Αστυνομία.
Βρήκαμε το δωμάτιο έτσι όπως το αφήσαμε. Σκοτεινό. Πουθενά ο Σταύρος. Πέσαμε καταστεναχωρημένοι πάνω στα σκεπάσματα με τα ρούχα. Ο Τάσος ούτε τα παπούτσια του δεν έβγαλε.
-Να ανάψω το φως; Ο Τάσος δεν απάντησε.
Μείναμε έτσι βουβοί κοιτάζοντας το ταβάνι. Ξύπνησα από έναν ελαφρύ χτύπο στην πόρτα. Ενώ προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω πού βρισκόμουν και τι έκανα, έτσι ντυμένος που ήμουν στο κρεβάτι, άκουσα τον Τάσο να λέει:
-Σταύρο, εσύ;
-Νο, Σταύρος. Αστυνομία Αλλοδαπών.
Πεταχτήκαμε και οι δυο σαν ελατήρια απ’ το κρεβάτι. Άνοιξα με δισταγμό την πόρτα. Είχε πια φέξει και ο ήλιος έπαιζε με τη μισοτριμμένη κουρτίνα του παράθυρου.
-Σταύρος ρούχα; Είπε ένας από τους αστυνομικούς. Ο Τάσος του έδειξε προς το μέρος μιας ανοιχτής ντουλάπας. Ο αστυνομικός μάζεψε τα λιγοστά ρούχα του Σταύρου, τα έκανε έναν μπόγο και ετοιμάζονταν να φύγουν, όταν άκουσα τον Τάσο να ρωτάει:
-Και ο Σταύρος; Πού ειναι ο Σταύρος ;
-Σε έναν καταυλισμό λαθρομεταναστών, είπε ο ένας τους. Σε λίγες μέρες θα τον στείλουμε στην Ελλάδα, είτε θα πάει πίσω στο καράβι απ ’όπου βγήκε εδώ.
-Μπορείτε να τον δείτε, πριν φύγει, αν θέλετε, είπε ανοιχτόκαρδα ο άλλος αστυνομικός. Ορίστε και τη διεύθυνση. Γεια σας.
Εμάς, ούτε που μας ρώτησαν ποιοι είμαστε, τι κάνουμε εδώ, πόσον καιρό γνωρίζαμε το Σταύρο. Τίποτε. Τίποτε απολύτως!
-Τουλάχιστον, ξέρουμε πως είναι καλά, είπε ο Τάσος. Και μετά πρόσθεσε. Αφού είναι έτσι, πάω για δουλειά. Εσύ κάθισε εδώ, αν θέλεις και το απόγευμα που θα γυρίσω, πάμε στο Villawood, να δούμε το Σταύρο.
-Και ποιος σου είπε πως εγώ έχω ρεπό! Πάω κι εγώ στη δουλειά. Νωρίς είναι, προφθαίνω. Οι μπάτσοι μας ξύπνησαν απ’ τα μαύρα χαράματα!
Στην εξώπορτα συναντήσαμε τους σπιτονοικοκύρηδες.
-Τι έγινε, ρε παιδιά; είπαν και οι δυο μ’ ένα στόμα. Αυτοί που ήρθαν δεν ήταν κοινοπολιτειακοί αστυνομικοί, ήταν κυβερνητικοί! Έχετε μπλεξίματα με το Ιμμιγκρέσιον; Εμείς είμαστε ήσυχοι άνθρωποι, δεν θέλουμε φασαρίες στο σπίτι μας.
-Τώρα έχουμε να πάμε στη δουλειά. Το βράδυ που θα γυρίσουμε θα σας εξηγήσουμε, τους είπε ο Τάσος με φωνή που μόλις ακουγόταν. Συγγνώμη για τη φασαρία. Καλημέρα σας.
-Καλημέρα σας , είπαν και έκλεισαν πίσω τους την πόρτα θυμωμένα.
Το απόγευμα βρήκαμε το Σταύρο σε κακό χάλι. Μόλις μας είδε άρχισε να κλαίει και να ζητάει γοερά΄΄ συγγνώμη.’’
-Για ποιο πράγμα του λέω;
-Που δεν σε άκουσα, αλλά να, ήθελα να φέρω την αρραβωνιαστικιά μου στην Αυστραλία .
-Αφού δεν σου άρεσε η θάλασσα και ήθελες τόσο πολύ να έρθεις στην Αυστραλία, γιατί δεν ερχόσουν σαν μετανάστης, όπως όλοι οι άλλοι; του είπε ο Τάσος.
-Δεν γινόταν. Με είχαν αποκλείσει. Ξέρεις πόσα πλήρωσα στον μπαρμπα-Γιάννη για να βγάλω φυλλάδιο; Πέντε χιλιάρικα. Ενώ στους άλλους έπαιρνε 300-500 δραχμές. Τώρα, τι κάνουμε!
-Εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Δεν έχω τέτοιου είδους γνωριμίες, του απάντησα. Όσο για τον Τάσο ...
-Ξέρετε; Μου είπαν εδώ μέσα, πως αν βρεθεί μια γυναίκα να με παντρευτεί με πολιτικό γάμο, μπορώ να μείνω.
-Και πού θα σου βρούμε εμείς νύφη, ρε Σταύρο, έτσι που τα κατάφερες;
-Η σπιτονοικοκυρά! Όλο σπόντες μου έριχνε: ΄΄ Όταν θέλεις να παντρευτείς, έχουμε εμείς καλά κορίτσια, να δει το μάτι σου!’’ Έτσι μου έλεγε. Μόνο που αυτή είναι από τη Δράμα.
-Και συ από πού θα ήθελες να ήταν η μέλλουσα σύζυγός σου, ρε συ Σταύρο;
-Ε, αν όχι από τη Θεσπρωτία, τουλάχιστον από τα Γιάννενα!
-Ωραία, τη θέλεις και Γιαννιώτισσα! Είσαι καλά, ρε; Πού θα σου βρούμε νύφη από τα Γιάννενα; Να βάλλουμε αγγελία στον΄΄ Πανελλήνιο Κήρυκα’’ να ζητάμε νύφη από τα Γιάννενα να παντρευτεί ένα λαθρομετανάστη;
-Άσε, θα γυρίσω στην Ελλάδα.
-Γιατί δεν πας πίσω στο καράβι; του είπα εγώ προσπαθώντας να βρω λύση στο αδιέξοδό του.
-Και να γίνω ρεζίλι των σκυλιών; Να γελάνε όλοι μαζί μου; Εξ άλλου η θάλασσα δεν με τραβάει.΄΄ Ήλθον, είδον και απήλθον,’’ όπως λέει και το ρητό, ψέλλισε πικρόχολα.
Αποχαιρετήσαμε το Σταύρο πάνω στο ΄΄Ελληνίς’’ στην προκυμαία του Wooloomooloo την ώρα που τον παρέδιδαν δυο κυβερνητικοί στον ύπαρχο του καραβιού. Έκλαιγε με αναφυλλητά.
-Να προσέχεις το ΄΄Σωκράτη, ’’ μου φώναξε, καθώς κατεβαίναμε τη σκάλα του καραβιού.
Δεν ξαναείδα ούτε ξανάκουσα ποτέ τίποτε για το Σταύρο. Ο Τάσος μάταια περίμενε ένα του γράμμα. Πάνω στο ΄΄Ελληνίς ’’ πριν δέκα χρόνια αποχαιρέτησα το Σταύρο με την ελπίδα ότι κάποτε θα ξανασμίγαμε. Σήμερα αποχαιρετώ τον Τάσο για πάντα, εδώ στο κοιμητήριο του Botany. Δεν θα τον ξαναδώ πια. Τι αδικία ...
Ο Μανώλης δεν μπορούσε να ερχότανε να αποχαιρετήσει κι αυτός τον Τάσο, να τον δει για τελευταία φορά. Ήταν απησχολημένος. Είχε να φτιάξει σάντουϊτς και ΄΄χάμπεργκες.’’Τι κρίμα ...!